Γιατί θα ήταν τραγικό δικαιοπολιτικό σφάλμα να απελαθεί ο Σαϊντού Καμαρά

Το νεκρό γράμμα και το ζωντανό πνεύμα του νόμου
.
.
Eurokinissi

Συγκίνηση έχει προκαλέσει η ιστορία του πρόσφυγα Σαϊντού Καμαρά, ενός πολύ αγαπητού παιδιού στην τοπική κοινότητα του Αγίου Δημητρίου όπου διαμένει, ο οποίος μάλιστα τίμησε την χώρα μας παρελαύνοντας με την ελληνική σημαία στην τελευταία παρέλαση της 25ης Μαρτίου, όντας αριστούχος μαθητής της τάξης του. Το ελληνικό κράτος τού ευχήθηκε για τα γενέθλιά του με απέλαση. Όπως κάθε Έλληνας πολίτης, έτσι και ο Σαϊντού Καμαρά, με το που ενηλικιώθηκε έλαβε μια πρώτη γεύση από την παχύδερμη και σκουριασμένη ελληνική γραφειοκρατική μηχανή.

Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία του νεαρού πρόσφυγα, ο Σαϊντού Καμαρά ήρθε στη χώρα μας πριν από 3 χρόνια, όταν εγκατέλειψε τη Γουινέα, όπου υφίστατο κοινωνικές διακρίσεις και βία από την οικογένειά του, και ταξίδεψε ολομόναχος μέχρι την Ελλάδα, όντας ακόμη ανήλικος, για να βρει μία στέγη στη χώρα μας με την ελπίδα να πραγματώσει τα όνειρά του και να χτίσει το μέλλον του εδώ.

Πολλοί επώνυμοι και μεγαλόσχημοι δημοσιολογούντες του δεξιού χώρου εξέφρασαν την άποψη ότι ο νεαρός μαθητής πρέπει να απελαθεί πάραυτα «διότι έτσι είναι ο νόμος», κάτι που στα αφτιά νουνεχών ανθρώπων αντηχεί σαν μία πολύ ρηχή και αβαθής κυκλική ταυτολογία. Και είναι ειρωνεία ότι τέτοιες απόψεις εκστομίζονται από άτομα που αυτοπροσδιορίζονται φιλελεύθεροι-συντηρητικοί, πράγμα οξύμωρο μιας και αυτοί θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι και πιο διαπρύσιοι συνήγοροι του νεαρού πρόσφυγα μαθητή, όπως θα εξηγήσω κάτωθι. Η λασποϋδαρής τοποθέτηση ότι ο Σαϊντού Καμαρά πρέπει να απελαθεί «διότι το λέει ο νόμος» ούτε φιλελεύθερη είναι, μήτε γνήσια συντηρητική καθώς προσκρούει στις βασικές αρχές τις ευρωπαϊκής συντηρητικής χριστιανοδημοκρατίας.

Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις, όπως τονίζει ο Αντισθένης, γι’ αυτό καλό θα ήταν να αποσαφηνίσουμε νοηματικά και σημασιολογικά μερικές θεμελιώδεις έννοιες-κλειδιά. Κατ’ αρχάς, άλλο νομοκρατία και άλλο δικαιοκρατία. Άλλο τήρηση των νόμων και άλλο φορμαλισμός ή τυπολατρία.

Ο νομικισμός είναι η ιδεολογική λοίμωξη της βαλκάνιας ελληνικής δεξιάς, η οποία θαρρώ πως απέχει παρασάγγας από την ευρωπαϊκή ή ακόμα περισσότερο από την αγγλοσαξονική εκδοχή του συντηρητισμού. Υπάρχει ιστορικό δεδικασμένο, όπου ένας καθόλα συντηρητικός-φιλελεύθερος ηγέτης διόρθωσε έναν άδικο νόμο μ’ έναν δίκαιο νόμο.

Θυμίζω ότι ο ίδιος ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ronald Reagan το 1986, με το Simpson–Mazzoli Act, έδωσε αμνηστία σε περίπου 3 εκατομμύρια παράνομους μετανάστες οι οποίοι πρακτικά είχαν ήδη ριζώσει στην Αμερική, κάνοντας τις ΗΠΑ κατ’ ουσίαν δεύτερη πατρίδα τους. «The legalization provisions in this act will go far to improve the lives of a class of individuals who now must hide in the shadows, without access to many of the benefits of a free and open society. Very soon many of these men and women will be able to step into the sunlight and, ultimately, if they choose, they may become Americans».

Σε αυτές τις προτάσεις, κατά την άποψή μου, αποκρυσταλλώνεται η γνήσια συντηρητική και ταυτόχρονα φιλελεύθερη στάση, με τον πρόεδρο Reagan να καλωσορίζει εγκάρδια νέους μετανάστες που επιθυμούν να αναπτύξουν δεσμούς με τους νέους τους συμπολίτες στη νέα τους πατρίδα. Διότι αντιλαμβανόταν ότι μία κοινωνία, κοσμοπολίτικη όπως η αμερικανική, που αυξάνεται και πληθύνεται εξ ορισμού πρέπει να είναι ανοιχτή σε νέα μέλη, ακριβώς όπως μία επιχείρηση που επεκτείνεται ψάχνει νέους εργαζόμενους. Μόνο μία γερασμένη, καχεκτική και ομφαλοσκοπική κοινωνία διώχνει νέο αναζωογονητικό αίμα.

Ο πρόεδρος Reagan, διόρθωσε έναν άδικο νόμο, με έναν δίκαιο ή έστω λιγότερο άδικο. Και έτσι πρέπει να γίνεται. Κακώς εξανίστανται λοιπόν μερικοί συντηρητικοί που διαμαρτύρονται για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση, διότι αυτός είναι ο σκοπός της νομιμοποίησης. Εξ ορισμού δεν νομιμοποιείς κάτι που ήδη είναι νόμιμο, αλλά κάτι που μέχρι πρότινος ήταν παράνομο. Και το κάνεις αυτό, διότι αντιλαμβάνεσαι ότι είναι δίκαιο.

Λυδία λίθος της καλής νομοθέτησης είναι το δίκαιο και ο νόμος πρέπει να θεμελιώνεται στο δίκαιο. Ειδάλλως, όπως αναφέρει και ένας άλλος φιλελεύθερος διανοούμενος, ο Frédéric Bastiat, «όταν ο νόμος και η ηθική συγκρούονται μεταξύ τους, ο πολίτης έχει τη σκληρή επιλογή είτε να χάσει το αντίληψή του περί ηθικής είτε να χάσει το σεβασμό του προς τους νόμους».

Όσοι λοιπόν έχουν και ασκούν εξουσία στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δεν πρέπει να κατασκευάζουν τέτοια σχιζοειδή διλλήματα όπου οι ευσυνείδητοι πολίτες πρέπει να επιλέξουν βασανιστικά ανάμεσα στις ηθικές τους αξίες και στις προσταγές μιας γραφειοκρατίας.

Ναι οι νόμοι πρέπει να τηρούνται, όμως δεν αρκεί να στεκόμαστε μυωπικά στο αφυδατωμένο γράμμα του νόμου, πρέπει να τον περιενδύσουμε με ένα περικείμενο που νοηματοδοτεί και υποστασιώνει τον νόμο και μάς βοηθάει να τον ερμηνεύσουμε καταλλήλως. Το περιφραστικό πλαίσιο είναι η σωστή ερμηνευτική κλείδα ενός νόμος.

Για παράδειγμα, όταν ο νόμος λέει ότι τα επίσημα αιτήματα των πολιτών προς τις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να αποστέλλονται ταχυδρομικά, αυτό δεν σημαίνει ότι παραβιάζεται ο νόμος αν ο πολίτης στείλει με email το έγγραφο σκαναρισμένο σε μορφή pdf.

Εάν ο δημόσιος υπάλληλος μοιράζεται την ίδια άποψη περί φορμαλιστικής νομοκρατίας, τότε θα πρέπει να πει στον πολίτη «κοιτάξτε κύριε δεν δέχομαι την αίτησή σας έτσι, εδώ δεν ξέρουμε τι είναι αυτά τα gmail και ψηφιακές υπογραφές που μας τσαμπουνάτε, μόνο τα ΕΛΤΑ ξέρουμε, και θέλουμε χαρτί με τη τζίφρα σας πάνω». Ίσως όταν ψηφίστηκε ο νόμος να μην υπήρχαν scanners ή δεν υπήρχε το λογισμικό για να φτιάχνεις pdf αρχεία ή ο νομοθέτης δεν ήξερε τι είναι το email, πράγμα διόλου απίθανο όταν φέρνουμε στο νου μας κάτι λουδίτες δημοσίους υπαλλήλους. Η αποστολή με ταχυδρομείο δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε ο νομοθέτης είχε μία προκατάληψη εναντίον του gmail ή της yahoo mail και υπέρ των ΕΛΤΑ. Ο φορμαλισμός λοιπόν οδηγεί σε νομική αρτηριοσκλήρυνση, δηλαδή περαιτέρω γραφειοκρατικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, δυσχεραίνοντας έτσι την επαφή του πολίτη και αποξενώνοντάς τον από το κράτος.

Όποιος θεωρεί ότι έπρεπε να απελαθεί ο Σαϊντού Καμαρά, επειδή έτσι λέει ο νόμος, τότε θα κάκιζε ακόμα και τον Χριστό που θεράπευε ανθρώπους το Σάββατο, ημέρα αργίας κατά τον Ιουδαϊκό νόμο. Ο Χριστός απάντησε σ’ αυτές τις ενστάσεις υπενθυμίζοντάς μας πως «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον» (Μάρκ. 2, 28).

Σύμφωνα βέβαια, με τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, ο Ιησούς δεν θα έπρεπε να κάνει οποιαδήποτε εργασία, ακόμα κι αν επρόκειτο για έργα φιλανθρωπίας. Ποιος όμως εφαρμόζει αληθινά τον νόμο; Ο καλός Σαμαρείτης που εργάζεται για τον λαβωμένο πλησίον του ακόμα και το Σάββατο ή ο γραμματικιστής πωρωμένος Φαρισαίος που τον προσπερνά επειδή τάχα είναι Σάββατο; Όταν ο νόμος σκοντάφτει στο γράμμα και αποτυγχάνει να περατώσει τον σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκε νεκρώνεται, και η επίκλησή του καταντά επίδειξη μίας κίβδηλης νομιμοφροσύνης.

Έτσι και στη περίπτωση του πρόσφυγα μαθητή που κινδύνευσε με απέλαση, ο νόμος δεν φτιάχτηκε για να διώχνει αριστούχους σημαιοφόρους που ήρθαν στην χώρα μας ως ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά. Δεν ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη, ούτε αυτός ο σκοπός του νόμου. Για ποιο λόγο τότε να εφαρμόσουμε έναν νόμο εκτός του σκοπευτικού πεδίου που είχε στο νου του ο νομοθέτης όταν όριζε το νόμο;

Πράγματι, είναι λογικό για μία χώρα να έχει νόμους για τον έλεγχο και την προστασία των συνόρων της. Ο λόγος που απαγορεύουμε την παράνομη μετανάστευση είναι διότι δεν ξέρουμε αν ο μη καταγεγραμμένος μετανάστης έχει ποινικό μητρώο, αν ήταν μέλος κάποιας συμμορίας ή εγκληματικής οργάνωσης, αν καταζητείται από τις αρχές της χώρας του, αν είναι πρακτορίσκος κλπ. Βέβαια η μετανάστευση κατ’ αρχήν δεν είναι κάτι αρνητικό, ούτε επιβάλλουμε ελέγχους στη μετανάστευση επειδή είμαστε ξενοφοβικοί. Η μετανάστευση καθαυτή είναι κάτι καλό και θετικό. Οι μετανάστες συνιστούν πηγή εργατικού δυναμικού, ενώ πολλοί εξ αυτών είναι εξειδικευμένοι εργατοτεχνίτες με ικανότητες και δεξιότητες, που μπορούν να ενσωματωθούν στην εγχώρια οικονομία και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας όπου διαμένουν. Οι περιορισμοί στη μετανάστευση ερείδονται σε κάποιον σκοπό και έχουν μία λογική από πίσω τους και δικαιολογούνται ηθικά μόνο όταν συντρέχουν λόγοι αυξημένου δημοσίου συμφέροντος.

Υπό αυτό το πρίσμα, όταν ο νομοθέτης έγραφε τον νόμο για τον έλεγχο των συνόρων και τις απελάσεις παράνομων μεταναστών δεν είχε στο μυαλό του έναν αριστούχο μαθητή που ήρθε όντας ανήλικος, αγκάλιασε και αγκαλιάστηκε ολόθερμα από την τοπική ελληνική κοινότητα όπου μεγάλωσε, πήγε σχολείο, παρέλασε και τώρα ενηλικιώθηκε. Αν απελαύναμε τον νεαρό μαθητή, θα γινόταν η Ελλάδα ασφαλέστερη χώρα; Τι θα κερδίζαμε ως κοινωνία και ως χώρα από μία τέτοια αδικαιολόγητη και μικροπρεπή κίνηση, πλην μίας αυτάρεσκης και υπερφίαλης αίσθησης δικαίου ότι «εφαρμόσαμε τον νόμο» σαν καλοί μικροαστοί. Ποιον σκοπό θα εκπλήρωνε ο νόμος τότε;

Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως η νομοκρατία πρέπει να ζευγαρώνει και με τη δικαιοκρατία, και το κράτος-δικαίου πρέπει συνάμα να είναι και δίκαιο κράτος. Ο νόμος στις φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν ορίζεται όπως στη Παλαιά Διαθήκη, όπου ο Θεός μοιράζει εντολές χαραγμένος από κεραυνό πάνω σε γρανίτη. Υπό μία κονστρουκτιβιστική οπτική, οι νόμοι είναι ανθρώπινα κοινωνικά κατασκευάσματα με ημερομηνία λήξης.

Όταν οι καιροί αλλάζουν ή οι συνθήκες το απαιτούν οι νόμοι πρέπει αντίστοιχα να ανανεώνονται, γιατί είναι επιτακτικό να είναι συγχρονισμένοι στο μήκος κύματος της εποχής. Ο νόμος είναι ένα κοινωνικό εργαλείο που επιτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών και αναγκών. Όταν ένα εργαλείο χαλάει, παλιώνει και σκουριάζει πρέπει να απορρίπτεται στον κάλαθο των σκουπιδιών, ειδάλλως καθίσταται επικίνδυνο για τον χρήστη του. Κοινωνία που έχει σε ισχύει ληγμένους ή σκουριασμένους νόμους κινδυνεύουν από νομοσαλμονέλωση και από νομικό τετανισμό, και τότε αυτή η κοινωνία πάσχει, χωλαίνει και παραλύει.

Γι’ αυτό λοιπόν οι κοινωνίες πρέπει να έχουν θεσμούς που να ανακυκλώνουν τους χαλασμένους και μονολιθικούς νόμους και να νομιμοποιούν πράγματα που κακώς απαγόρευαν. Ένα τέτοιο θεσμικό αντίδοτο θα ήταν η συνταγματική θεσμοθέτηση μιας πιο ευέλικτης και δυναμικής ερμηνευτικής του νόμου, ώστε αυτός να προσαρμόζεται γρήγορα και αν εξελίσσεται με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και μεταβολές. Ειδάλλως πάντα θα σκοντάφτουμε στην αφασική γραφειοκρατία εξαιτίας της οποίας έχουν δεινοπαθήσει όλοι οι πολίτες του ελληνικού κράτους.

Δεν αντιλαμβάνονται ακόμη μερικοί συντηρητικοί ότι αυτή η τυφλή νομοταγία τους κάνει να φαίνονται ειδωλολάτρες. Η φιλελεύθερη, δικαιοκρατούμενη και λογοκρατούμενη, νομοκρατία βρίσκεται εκ διαμέτρου με αυτή τη καλβινιστική θεώρηση του νόμου. Η μεταφυσική και θρησκευτική «ως άνω ούτως κάτω» αντίληψη του νόμου, εκφυλίζει τη νομοκρατία σε παγανιστικό είδωλο.

Εάν ο νόμος ήταν μία προαιώνια ουρανόθεν αλήθεια, τότε θα έπρεπε να ισχύει μέχρι και σήμερα ο κώδικας Χαμουραμπί, πράγμα που δεν συμβαίνει και αποδεικνύει του λόγου το αληθές, ότι ο νόμος είναι ένα πρωτόκολλο ρύθμισης κοινωνικών σχέσεων που διαφοροποιείται εν τόπω και χρόνω και από κοινωνία σε κοινωνία, ανάλογα τις συνθήκες. Δεν πρέπει αν φοβόμαστε να καταγγέλλουμε και να καταργούμε κακούς νόμου. Η αυτοαναφορική επίκληση του νόμου δεν συνιστά επιχείρημα, αλλά λογικό σφάλμα λήψης του ζητουμένου.

Ο νομικισμός, η άκριτη και μη διαλογική πρόσληψη και απολυτοποίηση του γράμματος του νόμου, είναι απλά ένα παρακλάδι του κρατισμού, που κατά τ’ άλλα τόσο βδελύσσονται οι φιλελεύθεροι συντηρητικοί. Ένας Βάαλ πλάι στον Λεβιάθαν, στον βωμό του οποίου θυσιάζουμε το πνεύμα και την ουσία στο νεκρό όνομα του νόμου. Όμως ο νόμος φτιάχτηκε για τους ανθρώπους, όχι ο άνθρωπος για το νόμο. Συμφωνώ ότι πρέπει να τηρούμε τους νόμους απαρεγκλίτως, όμως και οι νόμοι πρέπει να είναι «τηρήσιμοι». Και για να είναι «τηρήσιμοι» πρέπει να είναι δίκαιοι και ορθολογικοί.

Δυστυχώς όμως ό, τι είναι νόμιμο δεν είναι πάντα δίκαιο και ορθολογικό. Το δίκαιο πρέπει να προπορεύεται του νόμου και ζωοποιεί τον νόμο, ειδάλλως η νομοκρατία που ευαγγελίζονται μερικοί συντηρητικοί καταντάει τοτεμικό ξόανο.

Το να εμμένουμε ψυχαναγκαστικά στο τυπικό γράμμα του νόμου, παραμερίζοντας το πνεύμα το νόμου, είναι σαν να εστιάζουμε τη προσοχή μας στο δέντρο αγνοώντας το δάσος ή σαν να κοιτάμε το δάχτυλο όταν μάς δείχνουν τη σελήνη. Ας καταστήσουμε λοιπόν την κοινωνία μας διάκονο καινού νόμου «[…] οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ». (Β Κορ. 3,6).

Δημοφιλή