Είναι καταστροφικό και εγκυμονεί κινδύνους με δυσοίωνες επιπτώσεις παγκοσμίου βεληνεκούς το γεγονός ότι τόσο η παγερή απουσία των βασικών κανόνων Πολιτικής Ρεαλισμού στην αμερικανική χάραξη εξωτερικής πολιτικής, όσο και ο συνεπακόλουθος ανορθολογισμός, διά της υιοθέτησης μίας μισσιοναρικού τύπου οικουμενικής αντίληψης, οδηγεί αβίαστα στην αδυναμία κατανόησης και αποδοχής της ίδιας της πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία, υπό το κράτος του όποιου ιδεολογικοπολιτικού καθεστώτος, λειτουργούσε μακροχρόνια και εξακολουθεί να λειτουργεί ως μία «Μεγάλη Δύναμη», ως είναι (κατά την παλαιά ορολογία των Διεθνών Σχέσεων), η οποία σαφέστατα δεν ανέχεται παρεμβάσεις στην δική της σφαίρα επιρροής, εις βάρος των δικών της συμφερόντων και εσχάτων λογικών.
Συνεπώς, η μη κατανόηση των ρωσικών θέσεων αποτελεί εξόφθαλμη και μη ρεαλιστικώς «δομημένη» πρόνοια υπέρ της, ας επιτραπεί, προκλητικής και ενδεδυμένης την κατ’ όνομα «εθνική αυτοδιάθεση» δυτικής βουλήσεως.
Αληθεύει, άλλωστε, ότι τα κράτη δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέγουν την γεωγραφική τους θέση και, πολλώ δε μάλλον, την φύση και την συμπεριφορά των γειτόνων τους.
Στην Ελλάδα αυτό έχει καταστεί ευρύτατα σαφές «εκ παρθενογενέσεως», δίχως να αφήνεται το όποιο περιθώριο για πίστη του αντιθέτου. Για την ιστορία, ο Χρουτσώφ αποσύρθηκε από την Κούβα κατά την Κρίση των Πυραύλων, καθώς αναγνωρίστηκε ότι η τελευταία βρισκόταν κυριολεκτικά «στην αυλή των ΗΠΑ».
Βάσει των ανωτέρω και πέρα από τις ένθεν κακείθεν υποκειμενικές «ρωσόφιλες» και «αμερικανόφιλες» προσεγγίσεις, είτε είναι αρεστό είτε όχι, είναι πρόδηλο ότι η άμεση ή/και έμμεση επέκταση του ΝΑΤΟ και των δυτικών συμμαχιών εν γένει στην Ουκρανία όχι μόνο αντιβαίνει τις πλείστες και διά επισήμων στομάτων μεταψυχροπολεμικές δυτικές δεσμεύσεις περί μη επέκτασης της βορειοατλαντικής συμμαχίας «προς Ανατολάς», γεγονός που αποδεικνύει και το αφερέγγυο του λεγόμενου «δυτικού λόγου τιμής» αλλά, ιδίως, σημαίνει αναπόφευκτα, όπως και στην περίπτωση της Γεωργίας (2008), ξεκάθαρη βίαιη εισβολή του δυτικού αγγλοσαξονικού συμφέροντος σε μία παραδοσιακώς και ιστορικώς γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική και εν τέλει γεωπολιτισμική ρωσική σφαίρα επιρροής, την οποία οι εν Κρεμλίνω αρμόδιοι ευλόγως χαρακτηρίζουν ως κρίσιμη για την εθνική των ασφάλεια.
Ιδίως για τους «παλαιούς» θεωρητικούς Διεθνών Σχέσεων της Ουάσιγκτον, αποτελεί ανερυθρίαστη υποκρισία της συγκαιρινής αμερικανικής ηγεσίας το ότι, εν μέσω μίας ρητορικής άκρατου δικαιωματισμού, δεν αναγνωρίζεται η μακροχρόνια στρατηγική και οικονομική αξία της ουκρανικής επικράτειας για την Μόσχα, ενώ παράλληλα δεν αναγιγνώσκεται το αντίστοιχο σενάριο περί άμεσης αμερικανικής αντίδρασης σε περίπτωση εχθρικής (προς τα συμφέροντά της) παρέμβασης του ρωσικού παράγοντος σε γειτονικό της κράτος.
Η Ουκρανία υπήρξε ο επί σειρά αιώνων σιτοβολών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που ήτο γνωστή υπό την ιστορική ονομασία της «Μικράς Ρωσίας», το φυσικό λιμάνι και το άνοιγμα στη Μαύρη Θάλασσα και τις θερμές θάλασσες. Εξού και αποτελεί κομβικό σημείο για την εξωτερική πολιτική του εκάστοτε ρωσικού επιτελείου.
Από την άλλη, πρόκειται για μοιραίως αφελής και απονενοημένη πράξη η όποια δυτική πολιτικοοικονομική δράση «εισβολής» στην οριζόμενη περιοχή δίχως την αυτόματη αναμονή ηχηρής ρωσικής απάντησης…
Όπως ανέφερε συμβολικά και ο ίδιος ο Πούτιν στο χθεσινοβραδινό πύρινο διάγγελμά του προς τον ρωσικό λαό, τόσο η Λευκορωσία όσο και η Ουκρανία αποτελούν αναπόσπαστα, αδιαίρετα και αιώνια μέρη της «ρωσικής κουλτούρας», γεγονός που δεν αφήνει απαθείς τους γνωστές και έχοντες αίσθηση των αδιάσειστων ιστορικών δεδομένων.
Προτρέπεται, λοιπόν, να μην μένουν έκπληκτοι ωσάν θεατές του θαύματος της Κανά ορισμένοι «διεθνολόγοι» σχετικά με τις αλυσιδωτές εξελίξεις στο ρωσοουκρανικό μέτωπο, κραυγάζοντας εδώ και εκεί τα περί «ανεξάρτητου κράτους και αυτόνομης βούλησης»,και να σπεύσουν το συντομότερο στα έδρανα να μελετήσουν Θουκυδίδη περί Δικαίου της Ισχύος!
Σχετικά με τους εν Ελλάδι ιθύνοντες, ας έχουν κατά νου τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις των τρεχουσών εξελίξεων σε Κύπρο και Δ.Θράκη από τη στιγμή που η (καθώς φαίνεται) συντριβή των, νεοφιλελεύθερης καταβολής, διπλωματικών διεργασιών και λοιπών «φανφάρων» της Δύσεως περί… οικονομικών κυρώσεων προς ένα κρατικό παράγοντα που, στον αγώνα του για την εξασφάλιση της ασφαλείας του που απειλείται, στρέφεται σε αναθεωρητικές προς το status quo τακτικές τείνει να προκαλέσει «διεθνές προηγούμενο» και να προσφέρει ερείσματα!
Αν και κρίνεται ως αποπροσανατολιστική και προϊόν υπεργενίκευσης η όποια προσπάθεια ορισμένων ταύτισης μεταξύ των διπόλων Ρωσίας-ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ελλάδας-Τουρκίας, αντιμετωπίζεται ως βέβαιο το σενάριο εκμετάλλευσης από πλευράς Άγκυρας της συγκυρίας και των ρωσικών θέσεων προς ίδιον όφελος.
Σε αυτό τι ενδεχόμενο, ο εν Αθήναις παραγόμενος διπλωματικός λόγος οφείλει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός και λεπτολόγος, λόγω της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία αλλά και της παράλληλης ανάγκης αποφυγής της όποιας υποστήριξης, άμεσης ή έμμεσης, προς τα αποσχιστικά παραδείγματα. Η Ελλάδα, επί το δημοδέστερον, δεν έχει δουλειά και λόγο στην Ουκρανική κρίση και αυτό έχει αποδειχθεί ήδη από το… 1919, με την ουδετερότητα να καθίσταται πλέον επιβεβλημένη και μονόδρομη λύση.
Πάντως θα άξιζε να προκαλέσει στον εγχώριο δημόσιο διάλογο την δυσάρεστη εντύπωση και προβληματισμό συνάμα το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια Δύση των δύο μέτρων και δύο σταθμών, η οποία σπεύδει να συνδράμει την απειλούμενη Ουκρανία ενώ την ίδια στιγμή τηρεί ευλαβικώς πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι στην Τουρκία που απειλεί παρανόμως επί σειρά ετών την Ελλάδα με πόλεμο σε περίπτωση εφαρμογής του… γράμματος του διεθνούς δικαίου!
Εν ολίγοις, ο Βλαδίμηρος Πούτιν κατόρθωσε να πείσει την Δύση ότι η λύση ήτο μονόδρομος και απαντούσε στο όνομα μιας αιματηρής στρατιωτικής εισβολής, η οποία σαφώς θα κόστιζε αρκετά στην Ρωσία. Παράλληλα, επεξεργαζόταν υπογείως με αγχίνοια και στο μέγιστο βαθμό το σενάριο επίσημης αναγνώρισης των ρωσόφωνων αυτόνομων περιοχών, ανοίγοντας έτσι έναν κύκλο σημαντικών εξελίξεων στην περιοχή και γενικότερα.