Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε η Επανάσταση του 1821;

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος μιλά για το βιβλίο του «Το 1821 ως επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε» .
Christophel Fine Art via Getty Images

Διακόσια ένα χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και το το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον δημόσιο διάλογο, ενώ επιτείνει και τη σχετική ακαδημαϊκή παραγωγή.

Οι ιστορικές έρευνες πάνω σε επιμέρους πλευρές της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου πληθαίνουν. Μαζί τους και οι γνώσεις μας για τις προϋποθέσεις της έναρξης και της θετικής εξέλιξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ωστόσο, οι συνολικές ερμηνείες γύρω από την έναρξη και την έκβαση του Αγώνα κάθε άλλο παρά πλήρεις μπορούν να θεωρηθούν.

Στην πλήρωση αυτού του κενού στοχεύει το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου «Το 1821 ως επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε».

Πρόκειται για μια ανάλυση του 1821 ως επανάστασης από έναν μελετητή της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων, συστηματικό ερευνητή των σχετικών κοινωνικοπολιτικών φαινομένων και εμβριθή γνώστη των αντίστοιχων συγκριτικών θεωριών και της συναφούς διεθνούς συζήτησης.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί για τη HuffPost Greece ο κ. Παπανικολόπουλος μας οδηγεί στα δύσκολα και παράξενα χρόνια της Επανάστασης σημειώνοντας παράλληλα πως η επιτυχία της δεν ήταν ούτε αναπόδραστη ούτε όμως και τυχαία, υποστηρίζοντας επίσης πως ήταν πολλοί οι αιτιώδεις μηχανισμοί που ενεργοποιήθηκαν και αλληλοτροφοδοτήθηκαν ώστε η ελληνική επανάσταση να έχει διαφορετική μοίρα από τις υπόλοιπες σύγχρονες νοτιοευρωπαϊκές επαναστάσεις, οι οποίες απέτυχαν.

.
.
.

Πώς αποτιμάτε τις κυρίαρχες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την Ελληνική Επανάσταση και τι το νέο κομίζει η δική σας ερμηνεία;

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, γεγονός που έχει επισημανθεί τόσο από τον ιστορικό Gunnar Hering όσο και από τους πολιτικούς επιστήμονες Νικηφόρο Διαμαντούρο και Παντελή Λέκκα. Υπάρχουν, βεβαίως, οι μελέτες των ιστορικών, οι οποίες απαριθμούν παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στο ξέσπασμα της Επανάστασης, καθώς και πολλές εξιστορήσεις της ίδιας της Επανάστασης. Δεν αποτελούν, ωστόσο, απόπειρες ανάλυσης της δυναμικής της και ερμηνείας της επιτυχίας της. Αυτό δεν σημαίνει πως τα συστατικά στοιχεία πιθανών ερμηνειών απουσιάζουν – κάθε άλλο. Απλώς δεν ισοδυναμούν με συστηματικές απόπειρες ερμηνείας.

Από την άλλη, η απόπειρα του Κορδάτου, με τη βοήθεια της μαρξιστικής θεωρίας, η απόπειρα του Hering, με τη βοήθεια της θεωρίας της σχετικής αποστέρησης, και η αντίστοιχη των Διαμαντούρου και Λέκκα, που εστίασαν στη σύγκρουση της νεωτερικότητας με τις παραδοσιακές δομές μιας προνεωτερικής αυτοκρατορίας, φώτισαν ορισμένες πλευρές του ζητήματος, αλλά δεν κόμισαν μια επαρκή απάντηση στο γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε η επανάσταση του 1821.

Προσπαθώντας, με τη σειρά μου, να γεμίσω το κενό που άφησαν, αξιοποίησα τη σύγχρονη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων και της συγκρουσιακής πολιτικής, καθώς και τους Αμερικανούς μελετητές του επαναστατικού φαινομένου (Barrington Moore, Theda Skocpol, Charles Tilly, Jack Goldstone), προκειμένου να φιλοτεχνήσω μια προσέγγιση που να εστιάζει τόσο στα κινηματικά γιατί όσο και στα κινηματικά πώς, να αναλύει ταυτόχρονα διαφορετικά πεδία της συλλογικής δράσης (πολιτικές ευκαιρίες και απειλές, οργάνωση και ηγεσία, ταυτότητες, αξίες και ερμηνευτικά σχήματα, ρεπερτόριο δράσης) και να αναζητά αιτιώδεις μηχανισμούς που αποτυπώνουν τη δυναμική των γεγονότων, καθώς και τη σχεσιακότητα και την ενδεχομενικότητά τους.

Με λίγα λόγια, προσπάθησα να δώσω μια πληρέστερη ερμηνεία, που να απέχει ωστόσο από τον ιστορικό ντετερμινισμό. Η επιτυχία της Επανάστασης δεν ήταν ούτε αναπόδραστη ούτε όμως και τυχαία. Πολλοί αιτιώδεις μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν και αλληλοτροφοδοτήθηκαν ώστε η ελληνική επανάσταση να έχει διαφορετική μοίρα από τις υπόλοιπες σύγχρονες νοτιοευρωπαϊκές επαναστάσεις, οι οποίες απέτυχαν. Κάποιοι από αυτούς, αν έλλειπαν, ίσως η έκβαση του Αγώνα να ήταν διαφορετική.

Πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι η επιστράτευση μεθοδολογικών εργαλείων της σύγχρονης κινηματικής θεωρίας για την ερμηνεία ιστορικών γεγονότων του 19ου αιώνα;

Είναι αλήθεια ότι κοινωνικά κινήματα με τη σύγχρονη έννοια του όρου είναι δύσκολο να εντοπίσουμε πριν από τα τέλη του 18ου αιώνα. Ομοίως, νεωτερικές επαναστάσεις δεν υπάρχουν πριν από την επανάσταση στις Κάτω Χώρες, στα τέλη του 16ου αιώνα, και στην Αγγλία, τον 17ο αιώνα. Τυπικά, είμαστε εντός αυτής της περιόδου. Όμως είναι πιο σημαντικό να αναλογιστούμε ότι η θεωρία επιδιώκει να ερμηνεύσει φαινόμενα, ανεξάρτητα από το πότε και πού λαμβάνουν χώρα και αξιολογείται με βάση την ικανότητά της να το κάνει.

Οι ιστορικοί, που σε γενικές γραμμές έχουν (συγκριτικά με τους υπόλοιπους κοινωνικούς επιστήμονες) μικρή σχέση με τη θεωρία, αρέσκονται να θεωρούν κάθε προσπάθεια εφαρμογής θεωρητικών μοντέλων στο ιστορικό υλικό που προηγείται της διαμόρφωσης των σύγχρονων κοινωνιών αναχρονισμό. Δεν κατανοούν ότι τα ιστορικά φαινόμενα παρουσιάζουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα αιτίου – αιτιατού, τα οποία πρέπει να αναζητούμε, αν δεν πιστεύουμε στην τυχαιότητα.

Αν και δεν υφίστανται «νόμοι», υφίστανται ωστόσο «μοντέλα», όπως θα έλεγε και ο Raymond Boudon, ή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των σύγχρονων θεωριών των κοινωνικών κινημάτων, θεωρίες «μεσαίου βεληνεκούς». Παρόμοιες αιτιώδεις σχέσεις μπορεί να εμφανιστούν σε πολύ διαφορετικά ιστορικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Ο εντοπισμός τους και η εννοιοποίησή τους είναι χρήσιμα επιστημονικά διαβήματα τόσο για την ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων όσο και για τη σύγκρισή τους. Όπως δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις ιδιαιτερότητες, δεν πρέπει να βλέπουμε και τα πάντα μέσα από τις ιδιαιτερότητές τους. Υπό αυτή την έννοια, οι ιστορικοί επιφορτίζονται με την ενδελεχή έρευνα των ιστορικών εμπειριών, σχέσεων και γεγονότων και οι κοινωνικοί επιστήμονες με την ακτινογραφία τους, η οποία προσφέρει αναλυτική και ερμηνευτική ενάργεια.

Οι κοινωνικοί επιστήμονες του παρόντος μπορούν με πολύ γόνιμο τρόπο να επερωτήσουν τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος και να αναδείξουν καινούργια ερευνητικά πεδία και ορίζοντες για τους ιστορικούς. Οι ιστορικοί ίσως να θεωρούν ότι δεν πρέπει να βάζουμε σκέψεις στα μυαλά παρελθουσών κοινωνιών τις οποίες δεν είχαν – και δεν έχουν άδικο.

Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο πράγματα: πρώτον, και οι ίδιοι οι ιστορικοί «κατασκευάζουν» το παρελθόν, δεν το αποτυπώνουν απλώς. Δεύτερον, η διερεύνηση του παρελθόντος δεν πρέπει να γίνεται με το λεξιλόγιο του παρελθόντος, αν ο στόχος είναι η ερμηνεία του. Για να δώσω ένα παράδειγμα, μπορεί οι Φιλικοί να μη μιλούσαν με όρους «πολιτικής ευκαιρίας», αλλά αυτήν αναζητούσαν απεγνωσμένα για επτά ολόκληρα χρόνια.

Πώς τοποθετείται η Ελληνική Επανάσταση στο γενικότερο επαναστατικό πλαίσιο των αρχών του 19ου αιώνα;

Η επανάσταση του 1821 τοποθετείται στην «εποχή των επαναστάσεων», όπως πολύ σωστά έχει σημειώσει ο Hobsbawm. Για την ακρίβεια, είναι η πρώτη πλήρως πετυχημένη νεωτερική επανάσταση μετά τη Γαλλική, η οποία πανθομολογουμένως ενέπνευσε τους φιλελεύθερους όλου του κόσμου.

Ταυτόχρονα, τοποθετείται και στο πλαίσιο των εξεγέρσεων και των ταραχών που λάμβαναν χώρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Ελληνικής Επανάστασης. Ενώ λοιπόν δεν εκπλήσσει η έναρξη άλλης μιας επανάστασης, την εποχή που η Λατινική Αμερική, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό ή την εποχή που η Υψηλή Πύλη αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αυτοκρατορίας της, με τοπικούς πασάδες και λαούς να διεκδικούν μεγαλύτερη αυτονομία ή και ανεξαρτησία, η επιτυχία του Αγώνα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.

Και η ερευνητική πρόκληση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι τόσο η ένταξη (αυτονόητη) της Ελληνικής Επανάστασης στο διεθνές πλαίσιο της εποχής της, αλλά η μη αναμενόμενη επιτυχία της, παρ’ όλες τις αρνητικές για την επιτυχία της συνθήκες.

Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να ενσκήψουμε στην εμπρόθετη δράση των ανθρώπων και στη σχεσιακή δυναμική που αναπτύχθηκε μεταξύ όλων των εμπλεκομένων.

Η διεθνής κοινή γνώμη και η συνακόλουθη «ανθρωπιστική επέμβαση» εμφανίστηκαν για πρώτη φορά, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Mark Mazower, ως παράγοντες που έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Πρόκειται, πράγματι, για εντυπωσιακές εξελίξεις. Ωστόσο, η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε και στάθηκε μόνη της, μέχρι να παρέμβουν υπέρ της οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Σε ποιον βαθμό η Επανάσταση άντεξε στρατιωτικά μέχρι το τέλος της;

Η αντίληψη ότι οι Έλληνες κατάφεραν μόνοι τους να νικήσουν τους Τούρκους δεν ισχύει. Ούτε όμως ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν για να σώσουν μια «ετοιμοθάνατη» επανάσταση ισχύει.

Αν διαβάσετε τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του γιου του, Γενναίου Κολοκοτρώνη, του υπασπιστή του, Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, και του γραμματικού του, Μιχαήλ Οικονόμου, καταλαβαίνετε πως η δραστηριότητα των Πελοποννήσιων ανταρτών δεν είχε επιτρέψει στους Αιγυπτίους να σταθεροποιήσουν τις κατακτήσεις τους.

Αν, πάλι, συμβουλευθείτε τα πολύ καλά ιστορικά εγχειρίδια του Βασίλη Κρεμμυδά, του Πέτρου Πιζάνια ή του Mark Mazower, θα αποκτήσετε μια πιο ακριβή εικόνα για τις απώλειες των Οθωμανών και τη θλιβερή κατάσταση των στρατευμάτων τους. Εκτός όμως από το γεγονός ότι οι Έλληνες συνέχιζαν να τους πολεμούν παντού και να τους προξενούν δυσαναπλήρωτες απώλειες, ο πόλεμος είχε αρχίσει να τους κοστίζει πολύ ακριβά.

Τόσο οι φιλέλληνες που άφησαν απομνημονεύματα όσο και οι κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι Έλληνες θα συνέχιζαν να πολεμούν σε στεριά και θάλασσα, παραλύοντας κάθε δυνατότητα ομαλοποίησης που εμπορίου και αποκατάστασης της τάξης.

Μπορεί το κόστος καταστολής σε αίμα να είχε ανέβει πολύ για τους Έλληνες, αλλά και το αντίστοιχο κόστος για τους Οθωμανούς, μαζί με το οικονομικό κόστος, είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Ανάλογο ήταν το κόστος για το εμπόριο και την ευρωπαϊκή πολιτική ηρεμία και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Επομένως, η διεθνής επέμβαση έγινε γιατί ακριβώς η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε λήξει και δεν φαινόταν κοντά το οριστικό τέλος της ή η οριστική επαναφορά της πρότερης κατάστασης. Ας μην ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι του 1826 ο Ιμπραήμ ηττήθηκε από τους Μανιάτες και τις δύο φορές που προσπάθησε να διεισδύσει στη Μάνη, ενώ το καλοκαίρι του 1827 ηττήθηκε πολλάκις στα βουνά της Αχαΐας (Μέγα Σπήλαιο, Καυκαριά, Ακράτα), προσπαθώντας να καθυποτάξει τα Καλαβρυτοχώρια και να εισδύσει στην Αργολιδοκορινθία.

Ποια παράμετρο ξεχωρίζετε ως κρίσιμη για την επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης;

Από όσα έχω πει μέχρι τώρα φαίνεται πως τέτοια παράμετρος δεν υπάρχει. Ήταν πολλές οι σημαντικές παράμετροι, καθώς και η αλληλοτροφοδότησή τους. Κάποια από αυτές, αν έλλειπε, όλα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

Αν οι επαναστατημένοι δεν είχαν διαγνώσει σωστά τη δομή πολιτικών ευκαιριών ή αν δεν είχαν εργαστεί συστηματικά για να αλλάξουν τη διεθνή διαχωριστική γραμμή ή αν η Υψηλή Πύλη είχε υιοθετήσει άλλο μείγμα καταστολής/διπλωματίας, απειλών και παραχωρήσεων, ή αν οι Έλληνες δεν είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν αντιπροσωπευτικά πολιτικά σώματα που να τους προσφέρουν νομιμοποίηση ή αν δεν είχαν καταφέρει να βρουν τρόπους συγκέντρωσης κάθε λογής πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών) ή αν δεν είχαν εισαγάγει τις τακτικές καινοτομίες του ανταρτοπόλεμου μαζικής κλίμακας και των μπουρλότων ή αν η επαναστατική ηγεσία δεν είχε καταφέρει να κινητοποιήσει το λαό με ένα μείγμα νεωτερικών και προνεωτερικών αξιακών πλαισιώσεων ή αν δεν βρισκόταν επαρκής ηγεσία σε πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό επίπεδο ή αν δεν είχε ισχυροποιηθεί τόσο η εθνική ταυτότητα και το αίσθημα του συνανήκειν, ώστε ακόμα και στο αποκορύφωμα του εμφύλιου πολέμου ο βασικός αντίπαλος να θεωρείται η Οθωμανική Αυτοκρατορία, τότε μπορεί να μη μιλούσαμε για επιτυχία.

Θα ήθελα, ωστόσο, να αναφέρω και κάτι άλλο που συχνά το ξεχνάμε: οι Έλληνες είχαν την πολυτέλεια να δουν την κατάληξη των άλλων νοτιοευρωπαϊκών επαναστάσεων, με αποτέλεσμα να προσαρμοστούν και να αποφύγουν σημαντικά λάθη. Το ότι η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε μετά από τις άλλες δεν είναι άνευ σημασίας.

***

.
.
.

* Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου Το 1821 ως επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.

Δημοφιλή