Πτώση τζίρου που μεσοσταθμικά για το σύνολο της χρονιάς θα αγγίξει το 40% βλέπει η αλυσίδα Βενέτης, η οποία αποφάσισε να κλείσει εντός δεκαημέρου 5 καταστήματα του δικτύου της (Περιστέρι, Ασπρόπυργος, Άλιμος, Πλάκα, Φιλοθέη), το οποίο, έως πρότινος, αριθμούσε 110 σημεία.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της αλυσίδας, Π. Μονεμβασιώτη, η αδιαλλαξία των ιδιοκτητών για οποιαδήποτε διευθέτηση των μισθωμάτων στάθηκε η αιτία για την παραπάνω απόφαση. Σημειώνεται πως το δίκτυο της Βενέτης ελέγχεται κατά 45% από την ίδια την εταιρεία, και κατά 55% από τους συνεργάτες franchisees, ωστόσο, όλα τα μισθωτήρια συμβόλαια συνάπτονται με την εταιρεία, η οποία στη συνέχεια επιμισθώνει στους συνεργάτες της στο ίδιο τίμημα.
Η μαζική εστίαση σε μεγάλο βαθμό δεν έχει προχωρήσει σε συμβάσεις, όπου το μίσθωμα προσδιορίζεται επί του τζίρου –τακτική που αξιοποίησε μεγάλο μέρος του λιανεμπορίου κατά τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης- με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκεται μπροστά σε ανελαστικά έξοδα για την κάλυψη των ενοικίων, ενώ μετά την άρση της έκπτωσης ενοικίων κατά 40% έρχεται αντιμέτωπη με την αδυναμία εξυπηρέτησης της οφειλής.
Σύμφωνα με τον κ.Μονεμβασιώτη, καταστήματα στο αθηναϊκό κέντρο υφίστανται πτώση τζίρου έως και 80% από την αρχή της κρίσης, ενώ τονίζει πως η πτώση της ζήτησης δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο.
Στο πλαίσιο αυτό, πέραν της Βενέτης, ολόκληρος ο κλάδος ζητά εκ νέου σειρά μέτρων στήριξης. Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν πως μόνον το εργασιακό ζήτημα έχει εν μέρει απαντηθεί εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται η κρατική στήριξη μέσω του μέτρου της αναστολής.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ από τους 330.000 εργαζόμενους του κλάδου, οι 170.000 έχουν τεθεί σε αναστολή, οι οποίοι ωστόσο τελούν σε καθεστώς απόλυτης αβεβαιότητας, καθώς ήδη έχουν χαρακτηριστεί «περιττοί».
Σημειώνεται δε ότι ο κλάδος της εστίασης εξακολουθεί να απασχολεί (ακόμη και σε επιχειρήσεις 12μηνης λειτουργίας) αδήλωτους εργαζομένους, το πλήθος των οποίων δεν έχει αποτιμηθεί.
Φλέγον ζήτημα παραμένει η ρύθμιση των ενοικίων καθώς η προαιρετική μείωση τους σε συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες ακινήτων φαίνεται να μην λειτουργεί. Σύμφωνα και πάλι με παράγοντες του κλάδου, οι όποιες συμφωνίες εκπτώσεων είναι σποραδικές και επιτυγχάνονται, εφόσον ο ιδιοκτήτης του ακινήτου είναι φυσικό πρόσωπο και άρα τυγχάνει σχετικής φοροαπαλλαγής.
Η φορολογική εύνοια,, ωστόσο, δεν ισχύει για εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, οπότε το κίνητρο μείωσης του ενοικίου προς τον χρήστη εξαλείφεται, δημιουργώντας πλέον ασφυκτικές συνθήκες πίεσης για τους επιχειρηματίες της εστίασης, που μισθώνουν ακίνητα από εταιρείες.
Πέραν των παραπάνω, η μαζική εστίαση αναγνωρίζει ότι η πίττα έχει συρρικνωθεί, αφενός λόγω μείωσης εισοδήματος και αφετέρου λόγω του εύλογου φόβου που απορρέει από την έξαρση της πανδημίας.
Στο πλαίσιο αυτό οι θεσμικοί εκπρόσωποι της μαζικής εστίασης επαναφέρουν το πάγιο αίτημα μείωσης του ΦΠΑ, επικαλούμενοι τα ούτως ή άλλως μειωμένα έσοδα. Σημειώνεται ότι η μείωση ΦΠΑ για καφέ και ροφήματα έχει έκτακτο χαρακτήρα και θα επανέλθει τον προσεχή Απρίλιο στο 24%.
Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε σύνολο 82.000 επιχειρήσεων που το 2019 παρουσίασαν τζίρο πάνω από 6 δισ. ευρώ, το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου έφερε έσοδα μόλις 592 εκατ., μειωμένα κατά 59% σε σχέση με πέρσι, οπότε ο τζίρος είχε προσεγγίσει το 1,5 δισ.ευρώ.