Ιστορικοί ανασκάπτουν ξανά τα αρχεία. Νέες εκδόσεις προγραμματίζονται. Ιδρύματα, πανεπιστημιακές σχολές- και όχι μόνον στην Ελλάδα- τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Μουσείο Μπενάκη, η Γεννάδειος, έχουν ξεκινήσει τις ετοιμασίες. Και η συζήτηση, σιγά-σιγά, ανοίγει: Σε δυο χρόνια από σήμερα, όταν θα γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 21, τι ακριβώς θα γιορτάζουμε; Πώς θα γιορτάζουμε τους δύο αιώνες ελευθερίας;
Η 25η Μαρτίου, ως επέτειος, έχει την δική της ιστορία. Καθιερώθηκε πρώτη φορά το 1838. Γιορτάστηκε με κανονιοβολισμούς, φωταψίες, χορούς και μια μεγάλη λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, παρουσία του Όθωνα και της Αμαλίας. Ήταν τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός νέου κράτους, οι θεσμοί του οποίου έδιναν ακόμη μάχη ώστε να κυριαρχήσουν και να ομογενοποιήσουν τις ισχυρές τοπικές κοινότητες. Η πρωτεύουσα είχε μεταφερθεί πριν λίγα χρόνια στην Αθήνα, για να συνδεθεί συμβολικά το νέο ελληνικό κράτος με την κλασσική παράδοση. Η εκκλησία της Ελλάδας είχε πρόσφατα αποχωριστεί από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και είχε υπαχθεί στην κρατική εξουσία. Η καθιέρωση της εθνικής εορτής την ίδια ημέρα με μια μεγάλη χριστιανική γιορτή, την ημέρα του Ευαγγελισμού, μπορεί να μην στηριζόταν στην ιστορική αλήθεια, υπηρετούσε όμως την ανάγκη νομιμοποίησης ενός κράτους, που είχε στην κεφαλή του έναν ανήλικο, καθολικό βασιλιά και διοικείτο από τους προτεστάντες αντιβασιλείς του.
Για δεκαετίες, η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα πανηγυρικής επιβεβαίωσης του εθνικού στόχου της εποχής: της απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό των αλύτρωτων ακόμη ελληνικών πληθυσμών. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως στην κορυφαία στιγμή, όταν θα γιορτάζονταν τα 100 χρόνια από την επανάσταση και η Μεγάλη Ιδέα ήταν πιο κοντά στην πραγμάτωσή της παρά ποτέ, η επέτειος πέρασε ανεόρταστη. Η Ελλάδα του 1921, εξαντλημένη μετά από έξι χρόνια εθνικού διχασμού, με τον στρατό της να έχει εμπλακεί σε μια πολεμική περιπέτεια που δεν μπορούσε να έχει καλό τέλος και το ρολόι της καταστροφής να μετρά αντίστροφα, δεν είχε διάθεση για γιορτές. Τα εκατό χρόνια της επανάστασης γιορτάστηκαν, ετεροχρονισμένα, το 1930.
Μετράμε ήδη 181 εορτασμούς της 25ης Μαρτίου. Άλλοτε, τυπικοί, αδιάφοροι, πνιγμένοι στην βαρετή επισημότητα. Άλλοτε φορτισμένοι με ισχυρό συμβολισμό, όπως στα χρόνια της κατοχής, όταν αυθόρμητοι, γενναίοι εορτασμοί έσπαγαν την ατμόσφαιρα της κατοχής ή όπως το 1973, όταν έγινε μια απόπειρα να γιορταστεί η μέρα με μια αντιδικτατορική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Κι άλλοτε ενσωματωμένοι, στην επίσημη εκδοχή τους, σε μια καθεστωτική προπαγάνδα, ακρότατα αντίθετη με το δημοκρατικό πνεύμα της ίδιας της επανάστασης. Όπως στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά. Ή στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η οποία χαράμισε και την σημαδιακή 151η επέτειο, το 1971, επενδύοντάς την στο γνώριμο «ελληνοχριστιανικό» της κιτς.
Μια μεγάλη εθνική επέτειος, όπως η επέτειος της επανάστασης του 21, δεν είναι ποτέ απαλλαγμένη από τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Αλλά ποια θα είναι, ποια θα θέλαμε να είναι αυτά, όταν θα γιορτάζουμε την 200η επέτειο, σε δύο χρόνια από σήμερα; Πώς θα ζούμε, πώς θα βλέπουμε τον εαυτό μας, την χώρα και την θέση της στον κόσμο, τον Μάρτιο του 1821;
Θα έχουμε αφήσει πίσω μας- ελπίζω!- δέκα χρόνια κρίσης, οικονομικής συρρίκνωσης, κοινωνικού μαρασμού, πληγωμένης αξιοπρέπειας και δηλητηριώδους πολιτικού διχασμού. Θα διεκδικούμε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να έχουμε μια διπλή φιλοδοξία.
Να αποκαταστήσουμε, πρώτον, την σχέση μας με το 21 το ίδιο. Να βρούμε, επιτέλους, μετά από δύο αιώνες, μια ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια αυτού του συγκλονιστικού- όχι μόνον για εμάς που του χρωστάμε την εθνική μας ύπαρξη, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο, στην εποχή του- γεγονότος και τις μυθοποιημένες προσλήψεις του, που το στρεβλώνουν και χρησιμοποιούνται για να μας ψεκάζουν με καθηλωτικά παραμύθια. Να δούμε το 21- όπως γράφει ένας φωτισμένος ιστορικός- σε όλες του τις διαστάσεις. Και ως εκδήλωση ηρωισμού, λεβεντιάς, αυτοθυσίας και πολεμικής αρετής. Και ως τέκνο του ελληνικού διαφωτισμού και της φιλοδοξίας να γεννηθεί ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, ευρωπαϊκό κράτος, όπως αποτυπώνεται στο πρώτο κιόλας Σύνταγμα του αγώνα. Και ως προϊόν διπλωματικής ικανότητας και συνετού πολιτικού σχεδιασμού, που ενέταξε το όνειρο της ελευθερίας στα σχέδια και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων κι έτσι διέσωσε την Επανάσταση.
Κι έπειτα να καταφέρουμε να ζωντανέψουμε έναν διάλογο για τους νέους «στόχους του έθνους». Έναν μεγάλο διάλογο που θα αφήνει πίσω του τα τραύματα και τα συντρίμμια της κρίσης για να αναζητήσει μια νέα ιδέα για την Ελλάδα στον τρίτο αιώνα του ελεύθερου βίου της, μια νέα φιλοδοξία για την θέση της στα Βαλκάνια, οι τεκτονικές πλάκες των οποίων κινούνται ξανά, και σε έναν κόσμο που αλλάζει με ρυθμό ραγδαίο.