«... Από τους καλλιτέχνες που γνώρισα σίγουρα έχω μία αδυναμία στην αγαπημένη μου φίλη Lara Fabian. Είμαι περήφανος για εκείνη, για τη μουσική που προσφέρει στον κόσμο, τον τρόπο σκέψης της και κυρίως για το ότι μετά από τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά, παραμένει γενναιόδωρη και επίκαιρη. Καμαρώνω όμως κάθε φορά που βλέπω έναν Έλληνα καλλιτέχνη να διαπρέπει, είτε στην Ελλάδα είτε έξω. Καμαρώνω για την Αγνή Μπάλτσα και τον Θεόδωρο Κουρεντζή σαν να είναι οικογένειά μου, κι ας μην τους έχω γνωρίσει ποτέ. Πάντα θα είμαι περήφανος για την Νάνα Μούσχουρη, για αυτό που πέτυχε σε όλο τον κόσμο, αλλά και ευγνώμων για τις συμβουλές που μου έδωσε όταν συναντηθήκαμε και τα τρυφερά της λόγια...»
Δύο συναυλίες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα -1η Απριλίου στο Βασιλικό Θέατρο και 8 Απριλίου στο Ακροπόλ- με τα ολοκαίνουργια τραγούδια που έγραψαν γι’αυτόν η Ευανθία Ρεμπούτσικα και η Λίνα Νικολακοπούλου και τα οποία θα παρουσιάσει για πρώτη φορά ζωντανά, αλλά και το καινούργιο single «How Many Does it Take» από το δεύτερο αγγλόφωνο δίσκο του, μαζί με ένα μίνι αφιέρωμα στον πρόσφατα χαμένο Μισέλ Λεγκράν, φόρο τιμής στον αγαπημένο του μέντορα (αλλά και στην κοινή τους συναυλία στο Ηρώδειο που δεν έγινε ποτέ λόγω κακοκαιρίας) και τις διασκευές που αγαπάει -και αγαπάμε- από Αζναβούρ και Χαρούλα Αλεξίου μέχρι REM και Σελίν Ντιόν.
Ελληνογάλλος, με πατέρα Έλληνα και μητέρα Γαλλίδα, από 4 χρονών στα μαθήματα πιάνου και μετά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με πρώτο προσωπικό άλμπουμ σε ηλικία μόλις 23 χρονών και ένα τραγούδι -το «Καραβάνι»- που του ανοίγει τον δρόμο, καθώς συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τους 20 διεθνείς καλλιτέχνες της ετήσιας συλλογής που εκδίδει η Γαλλική Ραδιοφωνία. Το 2008 αναδεικνύεται σε χρονιά με ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκτός από τον δεύτερο δίσκο του, τραγουδά με τον Μάριο Φραγκούλη και συναντά επί σκηνής τη Λάρα Φαμπιάν -που λίγο αργότερα θα του ζητήσει να τον ακολουθήσει στις συναυλίες της- τον Λούτσιο Ντάλα, την Μαντλίν Πεϊρού.
Στη δεκαετία που ακολουθεί συμβαίνουν πολλά -σπουδαίες συναντήσεις, συμπράξεις με συμφωνικές ορχήστρες, δισκογραφία, συναυλίες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σκληρή δουλειά, έπαινοι και συγκινήσεις, εντός και εκτός συνόρων.
Ο Γιώργος Περρής απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost Greece.
Και περνά από τον Πολιορκημένο Χρόνο και το απόγευμα με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο, στη δήλωση «δεν θα άλλαζα τίποτα όμως», στη φωνή που «είναι θείο όργανο» και την «ατελείωτη λίστα» των ανθρώπων στους οποίους αισθάνεται ότι οφείλει.
-Να ξεκινήσουμε με το «How Many Does it Take»; Τι πυροδότησε την έμπνευση;
Το τραγούδι αυτό αγγίζει ένα θέμα που νομίζω λίγο πολύ σχεδόν προβληματίζει κάθε οικογένεια: Τον εθισμό. Πιστεύω πως σχεδόν όλοι ξέρουμε κάποιον που αντιμετωπίζει αυτό το πολύ σοβαρό θέμα. Τον κορμό του τραγουδιού τον έγραψα ένα βράδυ που αισθανόμουν εντελώς μόνος και ανήμπορος ουσιαστικά να βοηθήσω έναν άνθρωπο που αγαπώ και που παρατηρούσα να καταστρέφεται, αλλά παράλληλα αισθάνθηκα ότι χρειαζόμουν εγώ κάτι σαν ένα φιλικό χέρι βοήθειας. Δεν ήθελα ποτέ να αποκαλύψω συγκεκριμένα για ποιον έγραψα το τραγούδι, πολύ απλά γιατί πιστεύω ότι θα μπορούσε να αφορά τον οποιοδήποτε: Πατέρα, μητέρα, σύντροφο, αδερφό ή φίλο. Από τη μέρα που το τραγούδι κυκλοφόρησε, έχω λάβει τόσα πολλά μηνύματα ανθρώπων που τους άγγιξε το κομμάτι και είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος που έγινε αποκούμπι για τον οποιονδήποτε το χρειάζεται.
-Ο δεύτερος αγγλόφωνος δίσκος (που θα κυκλοφορήσει τον Μάιο), τι περιλαμβάνει;
Είμαι πολύ περήφανος για αυτό το δίσκο. Παρά το ότι με δυσκόλεψε πολύ και πήρε σχεδόν τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, ο δίσκος είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: «Who I’m meant to be». Είναι το άλμπουμ της απελευθέρωσης για μένα, γιατί για πρώτη φορά αισθάνθηκα ελεύθερος να πω αυτά που ήθελα να πω και να συν-γράψω τα τραγούδια τόσο στους στίχους όσο και στη μουσική.
“Για τη δική μας γενιά είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι ήταν στο παρελθόν να ξεχωρίσει κάποιος σε διεθνές επίπεδο”
Είχα την μεγάλη τύχη να δουλέψω με παραγωγούς που είναι πραγματικά τοπ στον τομέα τους, όπως ο Eric Rosse ο οποίος ανάμεσα σε άλλους έχει συνεργαστεί με τους Maroon 5, την Tori Amos και την Idina Menzel, την Sasha Sloan που έχει γράψει τραγούδια για τον John Legend και τον Steve Aoki. Ηχογραφήσαμε στο Λος Άντζελες και την Νέα Υόρκη και πραγματικά ανυπομονώ να φτάσει στα χέρια του κόσμου.
-Τι ετοιμάζετε με την Ευανθία Ρεμπούτσικα και την Λίνα Νικολακοπούλου;
Ολοκληρώνουμε σιγά σιγά έναν δίσκο που για μένα είναι σημαία και ασπίδα ταυτόχρονα. Με την Ευανθία ξεκινήσαμε την συνεργασία μας με 2 τραγούδια σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, το «Ποιος φοβάται την αγάπη» και την «Ηλιοφάνεια» και η χημεία μας ήταν τόσο φυσική, αλλά και ουσιαστική που είπαμε να συνεχίσουμε στην ολοκλήρωση ενός δίσκου.
Έτσι προσεγγίσαμε την Λίνα και γεννήθηκε αρχικά το «Δικό σου το πέλαγο», το πρώτο σινγκλ των τριών μας και τώρα ολοκληρώνουμε τα υπόλοιπα τραγούδια που θα ακούσετε πολύ σύντομα. Την Ευανθία την θαύμαζα από μικρός και πάντα ονειρευόμουν να την τραγουδήσω, ενώ πια μας συνδέει μία ζεστή, οικογενειακή θα έλεγα φιλία, ενώ η Λίνα ήταν πάντα η Βίβλος μου. Για μένα αυτός ο δίσκος είναι ανυπολόγιστα πολύτιμος λίθος στην πορεία μου.
-«Πολιορκημένος Χρόνος»: Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης μελοποιεί Τίτο Πατρίκιο, ένα άλμπουμ με πολλές φωνές (Κότσιρας, Νταλάρας, Πασχαλίδης, Δεληβοριάς, Μαχαιρίτσας, Μόσιος), στο οποίο εσείς ερμηνεύετε τη «Γυναίκα». Ποιά είναι η Γυναίκα του ποιητή που σας εμπιστεύτηκε ο Κατσιγιάννης; Γνωρίζετε τον Τίτο Πατρίκιο;
Από την πρώτη στιγμή που άκουσα το τραγούδι αυτό, το αγάπησα. Η «Γυναίκα» είναι απλούστατα η σπίθα που ανάβει μέσα στον καθένα από μας με τον ερχομό του έρωτα. Μία σπίθα που γίνεται φωτιά και στο πέρασμά της παρασέρνει αλλά και ξαναγεννά τα πάντα. Γυρίζει τον κόσμο μας ανάποδα, μας εκτοξεύει στα άστρα. Τον Τίτο Πατρίκιο τον γνώριζα φυσικά από την τέχνη του, αλλά από κοντά γνωριστήκαμε με αφορμή αυτό τον δίσκο. Πέρασα ένα υπέροχο απόγευμα μαζί του όπου μας έλεγε ιστορίες από τη ζωή του και τις εμπειρίες του.
“Ο Μισέλ Λεγκράν μάς μιλούσε για τον έρωτα της ζωής του που είχε ξαναβρεί μετά από 50 χρόνια στα 82 του”
Ξέρετε, παρά το ότι είμαι νέος και έχω το πάθος και την ευθύνη για καινούργια πράγματα, κάθε φορά που συναντώ τέτοιους ανθρώπους αισθάνομαι τρομερό δέος και θαυμασμό για τη σοφία τους και αυτά που έχουν πετύχει. Είναι πραγματικό μάθημα, σε ταπεινώνει αλλά και σε στέλνει προς τη σωστή κατεύθυνση.
-Τι ήταν για σας ο θρυλικός Μισέλ Λεγκράν; Πότε γνωριστήκατε; Τι δεν θα λησμονήσετε ποτέ από εκείνον;
Από μικρός τον θαύμαζα μέσα από τα τραγούδια του αλλά και τις μουσικές του για ταινίες. Τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» πρέπει να τις είχα δει χωρίς υπερβολή πάνω από 100 φορές όταν ήμουν παιδί! Γι’αυτό και στον πρώτο μου αγγλικό δίσκο όταν η δισκογραφική μου εταιρεία τότε μου ζήτησε να κάνω μία διασκευή, χωρίς δεύτερη σκέψη επέλεξα το «I will wait for you», το οποίο μού έφερε γούρι και έγινε το διαβατήριό μου για να ταξιδέψω σε αρκετές χώρες του κόσμου.
Γνωριστήκαμε από κοντά όταν με κάλεσε να τραγουδήσω σε δύο μεγάλες συναυλίες του στην Ρωσία με συμφωνική ορχήστρα. Εκεί για πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει πραγματική τελειομανία, αυτό το μαγικό και ατελείωτο κυνήγι της μουσικής και των τραγουδιών, νότα-νότα και λέξη-λέξη. Δεν επαναπαυόταν σε τίποτα. Ήθελε η κάθε φράση να έχει αιτία, τόσο καλά δουλεμένη που την ώρα που ήμασταν πάνω στη σκηνή να κυλάει φυσικά σαν ρυάκι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια που μου είπε μετά από εκείνη την πρώτη συναυλία: «Έχε εμπιστοσύνη στη φωνή σου, εκείνη ξέρει που πρέπει να σε πάει». Πάνω απ’όλα όμως, κρατάω στη μνήμη μου το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου, την ημέρα της κοινής μας συναυλίας στο Ηρώδειο η οποία δυστυχώς ακυρώθηκε λόγω βροχής, όταν βγήκαμε να φάμε. Παρέα με την Λίνα Νικολακοπούλου η οποία είχε γράψει ένα τραγούδι του στα ελληνικά ειδικά για τη συναυλία, αλλά και όλη την ομάδα παραγωγής της συναυλίας, μάς μιλούσε για τον έρωτα της ζωής του που είχε ξαναβρεί μετά από 50 χρόνια στα 82 του, τον ενθουσιασμό του και τη χαρά του και μία φράση ακόμα: «Μην ανησυχείς, η μουσική ξέρει καλύτερα από όλους, γιατί πηγάζει από την ψυχή, είναι ανεμπόδιστα αληθινή».
-Τι σημαίνει διεθνής καριέρα στην εποχή του digital και των social media;
Κατ’αρχάς είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Το ότι η μουσική μπορεί τυπικά μεν να ταξιδέψει πιο εύκολα στον κόσμο χάρη στις ευκολίες της ψηφιακής πραγματικότητας στην οποία ζούμε, δεν εγγυάται καθόλου μία διεθνή καριέρα. Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Για τη δική μας γενιά είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι ήταν στο παρελθόν να ξεχωρίσει κάποιος σε διεθνές επίπεδο. Υπάρχει τόση υπερπληροφόρηση και υπερπληθώρα τραγουδιών και τραγουδιστών εκεί έξω, που είναι πραγματικά λιγότερο από μία στο εκατομμύριο η πιθανότητα να τα καταφέρεις. Από την άλλη, με τον ερχομό του digital, έχει έρθει και η κατηφόρα των δισκογραφικών εταιρειών και του όλου συστήματος που γνωρίζαμε για την δισκογραφία που κάνει την κατάσταση ακόμα δυσκολότερη.
“Όταν ήμουν πολύ μικρότερος, γύρω στα 25-26, αισθανόμουν εγκλωβισμένος γιατί νόμιζα ότι κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί μαζί μου και δεν ήξεραν τι να με κάνουν”
Διεθνής καριέρα λοιπόν για μένα σήμερα σημαίνει πολύ σκληρή δουλειά, πολλές απογοητεύσεις και εμπόδια, αλλά ταυτόχρονα έναν πλούτο που δεν θα άλλαζα με τίποτα. Χάρη στη μουσική και τα ταξίδια μου, γνώρισα καλλιτέχνες που δεν πίστευα ποτέ ότι θα γνώριζα, επισκέφτηκα μέρη που ούτε φανταζόμουν, άνοιξα τους ορίζοντές μου και πάνω από όλα, έγινα εγώ ο ίδιος ακέραιος. Δοκιμάστηκα, έπεσα, πληγώθηκα, σηκώθηκα. Ξανά και ξανά.
-Πόσο διαφορετικό είναι το κοινό από χώρα σε χώρα; Πόσο «εύκολο» ή απαιτητικό φαίνεται πάνω από τη σκηνή -από τη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη μέχρι το Μόντρεαλ και την Αθήνα; Και τι έχει παντού ίδιο;
Η αλήθεια είναι ότι σε κάποιες χώρες το κοινό μπορεί να είναι λίγο πιο συγκρατημένο από ότι σε άλλα μέρη, λόγω ιδιοσυγκρασίας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία συναυλία στην Μπανγκόκ όπου το κοινό ναι μεν χειροκροτούσε, αλλά χωρίς εξάρσεις, σαν να ήταν όλοι εναρμονισμένοι και ήρεμοι. Όταν τελείωσε η συναυλία, είπα απογοητευμένος στον ατζέντη μου ότι μάλλον δεν τους άρεσα, αλλά εκείνος με διαβεβαίωσε ότι τρελάθηκαν. Πράγματι, με περίμενε μία τεράστια ουρά ανθρώπων να με χαιρετήσουν και να με ευχαριστήσουν για τη χαρά που τους είχα δώσει. Νομίζω τελικά πως όταν εσύ ο ίδιος δίνεσαι στο κοινό σου αλόγιστα και ολοκληρωτικά, τότε το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Είναι μία μαγική ένωση, σχεδόν ερωτική, που έχει διάρκεια, πίστη και αφοσίωση.
-Έχετε πει σε συνέντευξη σας ότι υπήρξε μία περίοδος που αισθανθήκατε εγκλωβισμένος στην Ελλάδα. Ποιά στιγμή ήταν αυτή;
Όταν ήμουν πολύ μικρότερος, γύρω στα 25-26. Αισθανόμουν εγκλωβισμένος γιατί νόμιζα ότι κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί μαζί μου και δεν ήξεραν τι να με κάνουν. Έτσι αποφάσισα να κυνηγήσω κάποιες ευκαιρίες που μου δόθηκαν τότε εκτός Ελλάδας και να δω πού θα με πάει.
“Παραδέχομαι τον καλλιτέχνη που είναι αληθινός, όσο κλισέ κι αν σας ακούγεται”
Ξέρετε όμως, ίσως και να έφταιγα εγώ. Περνώντας τα χρόνια αναλογίζομαι ότι ίσως να μην είχα κάνει εγώ τις σωστές κινήσεις. Δεν θα άλλαζα τίποτα όμως. Ο κόπος μου όλα αυτά τα χρόνια, η επιμονή και η υπομονή μού έφεραν καρπούς. Υπήρξαν περίοδοι που δεν εισέπραττα τίποτα πίσω από αυτά που είχα σπείρει, έπρεπε απλά να δείξω αντοχή. Έχτισα όμως τον οπλισμό μου βήμα βήμα, χωρίς βιασύνη, γι’αυτό και το δέντρο μου σήμερα έχει ρίζες βαθιές.
-Ποιόν από τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχετε συνεργαστεί -άρα γνωρίσει καλύτερα- «ζηλεύετε» ή, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη παλιομοδίτικη, καμαρώνετε; Και ποιό είναι το στοιχείο, η δεξιότητα, που σας κάνει να παραδέχεστε έναν καλλιτέχνη;
Α, είναι πραγματικά πολλοί. Από αυτούς που γνώρισα σίγουρα έχω μία αδυναμία στην αγαπημένη μου φίλη Lara Fabian. Είμαι περήφανος για εκείνη, για τη μουσική που προσφέρει στον κόσμο, τον τρόπο σκέψης της και κυρίως για το ότι μετά από τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά, παραμένει γενναιόδωρη και επίκαιρη. Καμαρώνω όμως κάθε φορά που βλέπω έναν Έλληνα καλλιτέχνη να διαπρέπει, είτε στην Ελλάδα είτε έξω. Καμαρώνω για την Αγνή Μπάλτσα και τον Θεόδωρο Κουρεντζή σαν να είναι οικογένειά μου, κι ας μην τους έχω γνωρίσει ποτέ. Πάντα θα είμαι περήφανος για την Νάνα Μούσχουρη, για αυτό που πέτυχε σε όλο τον κόσμο, αλλά και ευγνώμων για τις συμβουλές που μου έδωσε όταν συναντηθήκαμε και τα τρυφερά της λόγια.
Παραδέχομαι τον καλλιτέχνη που είναι αληθινός, όσο κλισέ κι αν σας ακούγεται. Είναι όμως πραγματικά πολύ δύσκολο και θαρραλέο στην εποχή του θορύβου και της αποπλάνησης να έχεις το κουράγιο να μην προσποιείσαι, να είσαι αυτό που θες να είσαι, όποιο κι αν είναι το κόστος. Στους τραγουδιστές όμως ειδικά, πάντα θα με συγκινεί η φωνή. Η φωνή είναι ένα θείο όργανο, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο, είναι τόσο προσωπικό αλλά και οικουμενικό ταυτόχρονα. Έχει τη δύναμη να γαληνεύει αλλά και να ξεσηκώνει πλήθη, να αλλάζει ζωές.
-Σε ποιούς ανθρώπους αισθάνεστε ότι οφείλετε;
Η λίστα είναι πραγματικά ατελείωτη. Κατ’αρχάς οφείλω πολλά στην οικογένειά μου και τους φίλους μου, που είναι η επιλεγμένη μου οικογένεια. Οφείλω στους συνεργάτες μου, που μου αποδεικνύουν καθημερινά ότι κανένα όνειρο δεν είναι τρελό όταν το πιστεύουν πολλοί άνθρωποι μαζί. Οφείλω στον κόσμο που με ακούει και μου δίνει τόση αγάπη. Οφείλω στους δασκάλους μου, τόσο στο σχολείο όσο και αργότερα στη μουσική. Στους έρωτές μου, που με έκαναν να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου και να δω πώς είναι να πετάς στον ουρανό. Στους καλλιτέχνες-ινδάλματα που είχα, που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου και με βοήθησαν χωρίς να το ξέρουν να βρω τον δρόμο μου. Οφείλω όμως και σε αυτούς που μου έφεραν εμπόδια ή δεν με πίστεψαν: μου έμαθαν να κλίνω το ρήμα «μπορώ» σε όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις.
-Όταν είστε χαρούμενος ποιό τραγούδι σιγοτραγουδάτε; Όταν είστε λυπημένος;
Α, δεν έχω συγκεκριμένο! Παθαίνω κολλήματα με τραγούδια ανά περιόδους! Αυτή την εποχή πάντως ακούω συνέχεια το «Που με φτάσανε οι έρωτες» της αγαπημένης μου Ελεωνόρας Ζουγανέλη και το «The walker» της Christine and the Queens!
Info
Θεσσαλονίκη - Βασιλικό Θέατρο
Ημερομηνία: 1η Απριλίου
Ώρα έναρξης : 21.00
Αθήνα - Θέατρο Ακροπόλ
Ημερομηνία: 8 Απριλίου
Ώρα έναρξης : 21.00
Προπώληση :viva.gr και στα ταμεία των θεάτρων
https://www.viva.gr/tickets/music/pollaploi-xoroi/giorgos-perris/
Παίζουν οι μουσικοί:
Στάθης Σούλης : Πιάνο
Αλέξανδρος Λιβιτσάνος : Πλήκτρα
Αλέξανδρος Τράμπας : Μπάσο
Δημήτρης Στασινός : Κιθάρες
Κώστας Μυλωνάς : Τύμπανα
Ενορχηστρώσεις: Αλέξανδρος Τράμπας, Αλέξανδρος Λιβιτσάνος
Ηχοληψία : Δημήτρης Μπουρμπούλης, Γιάννης Κολεβέντης