Συναντώ τον Γιώργο Πολύζο στο παραμυθένιο, πέτρινο εργαστήρι του στα Τζουμέρκα- γύρω γύρω κήποι και αυλές και ένα λιλιπούτειο, ολοπέτρινο κι αυτό, αμφιθέατρο με ορίζοντα τις απέναντι κορυφογραμμές. Μερακλίδικη, όμορφη κατάσταση ζωής. Το οίκημα μέσα μοιάζει με μικρή έκθεση ιστορίας της μουσικής τέχνης- οι τοίχοι του είναι γεμάτοι από δείγματα αρχαίων μουσικών οργάνων. Όλα τους είναι λειτουργικά, έτοιμα να ηχήσουν μια μουσική που έρχεται χιλιάδες χρόνια πριν, αν βρούνε τον γνώστη που θα κινήσει αρμονικά τις χορδές τους.
Ο Πολύζος είναι ο πρώτος Έλληνας που μελέτησε, σχεδίασε και κατασκεύασε αρχαία ελληνικά μουσικά όργανα- έχουν φιλοτεχνηθεί για το «Ευρετήριο» (φιλική Εταιρεία φοιτητών), για το μάθημα αρχαίας ελληνικής μουσικής και νεοελληνικής αστικής μουσικής που γινόταν στην πανεπιστημιακή λέσχη του ΕΚΠΑ. «Αυτά που βλέπεις εδώ τώρα είναι πολύ λίγα», μου λέει ο Γ. Πολύζος. «Τα περισσότερα έχουν μεταφερθεί και εκτίθενται σε μουσεία- το καλοκαίρι ήταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ηγουμενίτσας, τώρα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης. Εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1989 στα αρχαιολογικά μουσεία Θεσσαλονίκης, Σερρών, Ιωαννίνων, αργότερα στο μουσείο του ΕΚΠΑ, στην αίθουσα τελετών του Ε.Μ.Π. και στο εξωτερικό, ενώ με αυτά τα όργανα έχουν δοθεί και αρκετές συναυλίες».
Έχετε κατασκευάσει 17 διαφορετικά είδη αρχαίων μουσικών οργάνων. Πώς ξεκίνησε αυτή η ενασχόληση; Και πόση μελέτη χρειάστηκε από μέρους σας;
Από παιδί αυτό που χαιρόμουν ήταν οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι γάμοι. Οι χωριανοί μου σε κάθε ευκαιρία τραγουδούσαν και χόρευαν, μεγάλωσα με το δημοτικό τραγούδι. Όταν ξενιτεύτηκα το ’59 στην Αθήνα, ούτε η γονική στοργή και η προστασία που νιώθει κανείς ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους μου έλειψαν τόσο- εκείνο που με στενοχωρούσε περισσότερο ήταν που δεν υπήρχαν γιορτές και πανηγύρια. Με τα χρόνια ανακάλυψα το ρεμπέτικο- το ρεμπέτικο με βρήκε στην καρδιά. Ήμουν ξένος στην μεγάλη πόλη, επαρχιώτης, εκτεθειμένος στη εκμετάλλευση και την παιδική εργασία. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το «Σαν απόκληρος γυρίζω»- στο ρεμπέτικο βρήκα παρηγοριά.
«Στα λέω αυτά γιατί με ρωτούν ποια είναι η σχέση μου με τη μουσική και πως έκανα όργανα χωρίς να είμαι οργανοπαίχτης- δεν μου ζητήθηκε να κάνω όργανα, ούτε ασχολήθηκα επαγγελματικά. Η ιδέα να χειροτεχνήσω ένα όργανο, τη λύρα, έγινε με μια παρόρμηση. Το καλοκαίρι του ’79 επισκέφτηκα μια έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με θέμα τη μουσική στην αρχαία Ελλάδα- είχα ήδη διαβάσει σε ένα κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Μανιάτη με τίτλο «Περί Οργανώσεως» (εννοεί στα μουσικά όργανα), ότι στις λύρες σήμερα αλλάζουμε την ορθογραφία και τις βάζουμε στο χρηματοκιβώτιο (γελάει). Είδα εκεί μια μεγεθυμένη εικόνα της κύλικας των Δελφών που δείχνει τον Απόλλωνα να κρατάει λύρα από καύκαλο χελώνας- και σκέφτηκα να φτιάξω μία λύρα...
Το 1983 ο Μανιάτης μου στέλνει ένα κείμενο με τίτλο «Έξω οι Ελληνικάνοι», με στίχους τραγουδιών δικών του και δυο μικρά κείμενα για τη σχέση μουσικής και πολιτικής. Θέλοντας να ανταποδώσω με έργο, ταίριαξα τη λύρα και στις αρχές του ’84 κατέβηκα στην Αθήνα από τις Σέρρες όπου ζούσα. Την λύρα την πρόσφερα στον Μανιάτη- δίδασκε τότε, αμισθί, στην πανεπιστημιακή λέσχη, σε φοιτητές κατά κανόνα, μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμά και χορούς ζεϊμπέκικους. Εκείνος άρχισε να τη σκαλίζει και την παρουσίασε στους μαθητές του- στην επόμενη «κατεβασιά» μου ο Μανιάτης και οι μαθητές του με περίμεναν και παίξανε τον ύμνο στη μούσα, ένα αρχαίο τραγούδι που διασώθηκε με τη σημειογραφία του. Ενθουσιάστηκα, συγκινήθηκα και υποσχέθηκα να τους κάνω μια πανδουρίδα, ένα αρχαίο τρίχορδο, σαν τα σημερινά, με τα οποία ήταν ήδη εξοικειωμένοι.
Το ’86 οργανώθηκε ένα διεθνές συμπόσιο ελληνικής μουσικής: αρχαία, βυζαντινή, νεώτερη και παραδοσιακή. Στο συμπόσιο αυτό ο Μανιάτης μίλησε με θέμα «Οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές και το ρεμπέτικο»- και οι μαθητές του έδωσαν συναυλία στην Κασταλία πηγή. Θυμάμαι, είχα εξαντληθεί τότε από την προσπάθεια να τους συνδράμω- προς στιγμή σκέφτηκα κιόλας να σταματήσω. Αλλά όταν έβλεπα και άκουγα αυτά τα νέα ελληνόπουλα, 18- 22 χρονών... δεν μου έκανε καρδιά να κάνω πίσω. Χωρίς τον Γιώργο Μανιάτη, που με τη ζωή και το έργο του «εκμαίευσε» την κατασκευή της λύρας, χωρίς το «Ευρετήριο» και τους μαθητές του, δεν θα είχαμε τα υπόλοιπα όργανα. Χωρίς αυτούς, δεν θα είχα αυτή την παρόρμηση, αυτή την ανάγκη να ασχοληθώ με κάτι που δεν ήξερα πριν».
Συνεχίσατε λοιπόν.
Αποφάσισα ότι θα προσπαθήσω να κάνω ένα- δυο όργανα κάθε χρόνο- σκέφτηκα ότι αξίζει να φτιάχνει κάποιος αρχαία μουσικά όργανα στη βόρεια Ελλάδα και να τα προσφέρει στη νότια, προς χρήση και χάρη όλων μας. Είδα αυτή την ενασχόληση σαν χρέος προς τη Μακεδονία, τον τόπο που ζούσαμε και μεγάλωναν τα παιδιά μας. Αλλά και σαν αντίδωρο στην ευγενική λαϊκή μουσική που με είχε παρηγορήσει. Έτσι λοιπόν μελέτησα, σχεδίασα και χειροποίησα βάρβιτο, κιθάρα, διπλό αυλό και κρουστά. Βλέπω ότι τα παρατηρείς εδώ και ώρα.
Είναι εντυπωσιακά πράγματι. Θα ’θελα να μιλήσουμε για αυτά- ίσως ξεκινώντας από τη λύρα που φτιάξατε πρώτα.
Υπάρχει ένα κείμενο, ένας ύμνος του 6ου αι. στον Έρμή- είναι γραμμένος σε δακτυλικό εξάμετρο, όπως τα έπη. Σε αυτό το κείμενο περιγράφεται λεπτομερώς πως ο Ερμής έκανε τη χελώνα λύρα. Είναι μια οδηγία έμμετρη, πως να φτιάξει κανείς αυτό το όργανο. Χαριτωμένος ύμνος- ο Ερμής είναι τριών ημερών και βγαίνει απ’ τη σπηλιά που γεννήθηκε, βρίσκει μια χελώνα και την καλοπιάνει- της λέει ότι είναι όμορφη και θα την κάνει χορευταρού και τραγουδίστρια, συντρόφισα φαγοποτιών. Και ενώ ζωντανή δεν έχει φωνή, όταν πεθάνει, όμορφα θα τραγουδάει. Αφού μας λέει, τελοσπάντων, πως την «συγύρισε, άρχισε να την κρούει. Έκλεψε μετά τα βόδια του Απόλλωνα, εκείνος τα αναζητά και φτάνει στην σπηλιά, όπου βρήκε τον Ερμή να παίζει τη λύρα. Μαγεύτηκε και του ζήτησε να την ανταλλάξει με τα βόδια- έτσι κι έγινε. Από τότε πάντα σχεδόν ο Απόλλωνας εικονίζεται με τη λύρα- η λύρα είναι το εθνικό και ιερό όργανο της εκπαίδευσης και των συμποσίων. Όταν την έφτιαξα, δεν ήξερα τον συγκεκριμένο ύμνο, είχα όμως στα χέρια μου μια σοβαρή μελέτη του Παναγιώτη Φάκλαρη, καθητή αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο. Αυτό μου έδωσε μια σιγουριά πως θα τα καταφέρω.
Τα υπόλοιπα μουσικά όργανα των αρχαίων (Ελλήνων);
Στον ομηρικό ύμνο είδαμε πως η χελώνα γίνεται λύρα. Όταν αναφέρεται στο όργανο, δίνει τέσσερις ονομασίες: χέλις, φόρμιγγα, κίθαρη και λύρα. Για να συνεννοούμαστε λέμε λύρα αυτό με τη χελώνα, ενώ φόρμιγγα ονομάζουμε ένα περίτεχνο και πολύτιμο όργανο του έπους, κατά τη γεωμετρική περίοδο όργανο του παλατιού στα χέρια των αοιδών. Κιθάρα (κίθαρη) λέμε το όργανο της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου, των επαγγελματιών μουσικών που έπαιρναν μέρος στους πανελλήνιους και τοπικούς μουσικούς αγώνες.
«Υπάρχουν επίσης η βάρβιτος και η αιωρική κιθάρα- η βάρβιτος έχει μακρύτερους πήχεις απ’ τη λύρα, με μεγαλύτερο μήκος παλλόμενης χορδής, άρα με ήχο πιο κοντά στην φωνή των ποιητών. Ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέων, εικονίζονται με αυτό το όργανο. Η αιωρική κιθάρα είναι μια εξέλιξη της φόρμιγγας και σχεδόν πάντα τη βλέπουμε στα χέρια των Μουσών ή των κοριτσιών στο σπίτι, στον γυναικωνίτη. Όλα αυτά έχουν κατά κανόνα επτά χορδές και προφανώς ο χειρισμός τους είναι ίδιος. Ένα έγχορδο γνωστό από την εικονογραφία, αλλά και από εύρημα, είναι η άρπα ή τρίγωνον- βρέθηκε σε έναν τάφο στη Δάφνη, μαζί με άλλα όργανα και πάπυρους, στον λεγόμενο «τάφο του ποιητή». Το μελέτησα την άνοιξη του ’90 στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το ανακατασκεύασα και τον Δεκέμβρη εκτέθηκε στο Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένα χρονικό διάστημα το παραχώρησα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά για να συναρμολογήσουν οι συντηρητές το αρχαίο εύρημα. Εκεί εκτίθεται σήμερα (το εύρημα).
Εδώ βλέπω ένα όργανο που μοιάζει με μπουζούκι, ή ταμπουρά. Είναι αρχαίο;
Αρχαίο, ναι. Έχουμε μια καλή εικόνα του σε ένα ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ. από τη Μαντινεία. Το κρατάει η Μούσα.
Υπάρχουν και κάποια όργανα σαν φλογέρες, σε ζευγάρια.
Αυτά είναι αυλοί. Στην εικονογραφία είναι πάντα διπλοί. Και όταν λέμε διπλός αυλός, εννοούμε τους δύο μαζί. Ο διπλός αυλός έπαιζε σπουδαίο ρόλο στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των αρχαίων- όπως επίσης και στις θρησκευτικές τελέτες αλλά και στις μάχες, όπου ο αυλητής οδηγούσε τη φάλαγγα και ανάλογα με τα συνθήματα που έδινε, η φάλαγγα εκτελούσε κινήσεις. Αυλητής υπήρχε και στις τριήρεις για να δίνει ρυθμό στους κωπηλάτες- στους αθλητικούς αγώνες επίσης, κυρίως σε αγωνίσματα όπως η πάλη και το ακόντιο.
«Ο αυλός που βλέπεις εδώ είναι απομίμημα αυλού του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στην Πύδνα- είναι από κόκκαλο και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Δίπλα βλέπεις έναν ελληνικό αυλό που βρέθηκε στην Αίγυπτο και εκτίθεται στο Λούβρο- κατασκεύασα το απομίμημα βάσει της μελέτης Γαλλίδας αρχαιολόγου (Anne Belis). Αυτός εδώ (μου δείχνει), που φέρει κλειδιά όπως το όμποε ή το κλαρίνο, βρέθηκε στα Μέγαρα, είναι από κόκκαλο, όργανο του 3ου αι. π.Χ., πολύ εξελιγμένο και πολύπλοκο στην κατασκευή του- εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων».
Διακρίνω και κάτι σαν ντέφι;
Είναι συνοδευτικά όργανα, κυρίως των αυλών και πάντα εμφανίζονται σε σκηνές χορού. Τύμπανο, κρόταλα και κύμβαλα - εικονίζονται σε χέρια χορευτών και χορευτριών, μαινάδων δε διονυσιακές τελετές ή γλεντοκόπων στο δρόμο.
Αυτό που μοιάζει με κουδουνίστρα τι είναι;
Αυτό είναι σείστρο, απομίμημα οργάνου που βρέθηκε στην Άρτα. Είναι ελληνιστικής εποχής, όταν πια λατρεύονταν και αιγυπτιακές θεότητες. Στην Άρτα (Αμβρακία) λατρευόταν ο Απόλλωνας και έχουμε πολλά ευρήματα οργάνων: καύκαλο χελώνας που ήταν λύρα, θραύσματα αυλών, κύμβαλα κ.α.. Η αρχαία Αμβρακία είχε και ασημένιο νόμισμα με την λύρα επάνω.
Πόσο σημαντική ήταν η μουσική στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων;
Η μουσική και το τραγούδι έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους- πριν από την επινόηση της γραφής και την ευρύτερη διάδοσή της, όλη η γνώση μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά με το τραγούδι, με ή χωρίς συνοδεία οργάνων. Αυτό φαίνεται πως διαμόρφωσε τον χαρακτήρα και τις ιδέες των Ελλήνων, αφού ανέθεσαν την εύρεση του εθνικού μουσικού τους οργάνου, σε έναν θεό (Ερμή)- και την υιοθεσία του σε άλλον (Απόλλωνα). Στους Έλληνες τον λόγο είχε ο ποιητής και όχι ο προφήτης. Στις δημόσιες εκδηλώσεις- λατρείας και εορταστικές- μετείχαν και οι γυναίκες ως μέλη χορού, χορωδιών αλλά και ως λατρεύτριες. Στα συμπόσια των ανδρών έπαιρναν μέρος γυναίκες επαγγελματίες μουσικοί- αυλητρίδες, ή άλλες που έπαιζαν άρπα ή αιολική κιθάρα. Τα ίδια όργανα υπήρχαν και στον γυναικωνίτη- οι εύποροι για να μάθουν κάποιο όργανο οι κόρες τους, προσλάμβαναν δάσκαλο στο σπίτι, ή ανέθεταν αυτή την εκπαίδευση σε κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο. Στην Σπάρτη, η πόλη προσλάμβανε μουσικό- όπως τον Αλκμάνα και άλλους διάσημους ποιητές- για να διδάξει χορό και τραγούδι στις νέες Σπαρτιάτισσες.
Υπάρχει συνέχεια από τα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων μέχρι την ελληνική μουσική παράδοση των νεώτερων χρόνων;
Στην όψη των οργάνων δεν υπάρχει. Άλλωστε η όψη τους είχε ήδη αλλάξει σημαντικά από τους ρωμαϊκούς χρόνους και η χρήση τους είχε ανατεθεί σε επαγγελματίες. Η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, δεν ανεχόταν όργανα που παρέπεμπαν σε ψευτοθεούς. Στην Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο και όπου αλλού έχουν όργανα που τα ονομάζουν λύρα, το ανέχτηκαν μόνο αφού άλλαξε το όργανο μορφή. Στον κυρίως ελλαδικό χώρο ανέχτηκαν τον ζουρνά και το νταούλι εξ ανάγκης, με την προϋπόθεση να παίζουν αθίγγανοι επαγγελματίες μουσικοί. Το μόνο που έμεινε στα χέρια κανενός μερακλή ερασιτέχνη ήταν ο ταμπουράς. Ακόμα και όταν υιοθέτησαν δυτικά όργανα, όπως το κλαρίνο, το βιολί και το λαούτο, αθίγγανοι τα έπαιζαν. Και τους ευγνωμονούμε βέβαια για αυτό. Για τη μουσική συνέχεια στη δημοτική ποίηση δεν έχω την θεωρητική κατάρτιση που χρειάζεται για να απαντήσω. Η διαίσθησή μου πάντως λέει πως το όργανο μπορείς να το καταργήσεις, ή να το απαξιώσεις, γιατί το κατέχουν λίγοι- το τραγούδι το μπορούν όλοι και πως να κλείσεις τόσα στόματα; Άσε που μπορείς να τραγουδάς νοερά, αψηφώντας την εποπτεία. Αυτό που απαγορεύεται ή καταργείται είναι μάλλον το έντεχνο, το λόγιο, το εποικοδόμημα- το διονυσιακό, η βάση, ο βυθός δεν αλώνεται, αντιστέκεται. Και όταν το χρειαστούμε, αυτό αναγεννάται και μας συνδράμει.
Μουσικά κείμενα, σημειογραφία της αρχαίας μουσικής έχει διασωθεί;
Μέχρι στιγμής γνωρίζουμε πενήντα περίπου σώματα αρχαίας σημειογραφίας- είναι χαραγμένα σε μάρμαρο όπως δύο δελφικοί ύμνοι και σε πάπυρους ακρωτηριασμένους. Έχει βρεθεί και μια εγχάρακτη στήλη στο Αϊδίνιο, κοντά στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας- είναι γνωστή σαν «του Σείκιλου» και αποτελεί ένα σχόλιο για την διαβατάρικη ζωή. Στο λέω σε μετάφραση το μισό και το άλλο μισό στο αρχαίο, είναι μικρό: «όσο ζεις να χαίρεσαι, διόλου μη λυπάσαι, προς ολίγον εστί το ζειν, το τέλος ο χρόνος απαιτεί».
Στην παράδοση μπορεί να υπάρχει εξέλιξη, ή είναι εξ ορισμού καταδικασμένη σε ακινησία και ατέρμονη αναπαραγωγή;
Να μου επιτρέψεις να σου διαβάσω δύο μικρές παραγράφους απ’ την ομιλία του Γιώργου Μανιάτη στο Συμπόσιο των Δελφών. «Η ελληνική χρήση της μουσικής, του λόγου και του μύθου, είναι να τα αναμοχλεύει κανείς- δεν είναι να τα ασπάζεται. Όταν οι άνθρωποι σέβονται την παράδοση, έχουμε σπουδαία παράδοση, όταν η παράδοση αναγκάζεται να σέβεται τους ανθρώπους, έχουμε σπουδαίους ανθρώπους. Αυτό, δεν είναι εναντίον της έννοιας της παραδόσεως. Ο Αρχίλοχος εξεφτέλισε αρχαία και ιερή παράδοση, η παράδοση όμως τον τίμησε κάνοντας να τον μιμούνται ως και στα ρωμαϊκά χρόνια, Έλληνες και Ρωμαίοι. Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση που τηρούμε και μια παράδοση που δημιουργούμε. Μια που μας παραδίνεται και μια που παραδίδουμε. Οι λαοί μπορούν να αποφασίσουν ποια απ’ τις δυο προτιμούν, ανάλογα με το «αν είναι στον καιρό τους», όπως λέει και το ρεμπέτικο άσμα.
Δε μιλήσαμε καθόλου για τα κοσμήματα που φτιάχνετε, ιδίως αυτά από κέρατο...
Όταν τα έφτιαχνα δεν ήξερα τι δημιουργώ, δούλευα ελεύθερα. Στο Νησί της λίμνης στα Γιάννενα, όπου είχα εργαστήρι στις αρχές του ’70, έπαιρνα ένα κέρατο, το επεξεργαζόμουν και το σταματούσα εκεί που μου άρεσε. Δεν επεδίωκα να σπάσω καμιά γιαννιώτικη παράδοση, ούτε ζήλευα αυτά που έβλεπα στις βιτρίνες. Πολύ αργότερα, όταν δεν δούλευα πια κέρατο, συνειδητοποίησα- και πάλι όχι απόλυτα ξεκάθαρα- τι έφτιαχνα. Αν δεις αυτά τα κοσμήματα σε βιτρίνα αρχαιολογικού μουσείου, λες ότι είναι προϊστορικά, κυκλαδίτικα, γεωμετρικά. Αν τα έβλεπες σε βιτρίνα σπουδαίου οίκου κοσμημάτων, θα έλεγες είναι νέα πρόταση: στη μορφή, στο σχέδιο, στο υλικό, στο χρώμα. Φαίνεται ότι στην τέχνη είναι καλά να μην τα ξέρεις όλα, να μην επαναλαμβάνεις αυτό που έμαθες- αλλά να αφήνεις παράθυρο στην έκπληξη, στην έμπνευση. Ότι έκανα τότε, το έκανα με στοιχειώδη εργαλεία- ένα τρυπάνι, μια πένσα, μια λίμα. Αργότερα, με καλύτερα εργαλεία, έχοντας πείρα και γνώση του υλικού, παρήγαγα άψογα τεχνικά κοσμήματα- και το χαιρόμουν βέβαια, όμως, δεν το απολάμβανα τόσο.
«Τώρα που δεν κάνω κοσμήματα από κέρατο, εδώ και τριάντα χρόνια, και όργανα εδώ και δεκαπέντε χρόνια και, πλέον, τα έχουν αντιγράψει πολλοί, μπορώ κι εγώ να πω αυτό που εκείνος ο αρχαίος γλύπτης απ’ τη Νάξο, ο Αλξήνωρ (που σμίλευσε ανάγλυφο ενός άνδρα σε φυσικό μέγεθος) έγραψε στο δημιούργημά του: Το έργο έφτιαξε ο Αλξήνωρ απ’ τη Νάξο. Για κοιτάξτε το».