«Να με θυμάσαι μ’ ένα τριαντάφυλλο», είπε την τελευταία νύχτα προτού αυτοκτονήσει στα εξήντα του χρόνια, ο Ιερεμίας ντε Σεντ-Αμούρ στην κρυφή και υποταγμένη ερωμένη. Κι εκείνη έκτοτε έκοβε κάθε πρωί από τον κήπο το πρώτο τριαντάφυλλο της αυγής.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα περίμενε τη Φερμίνα Δάσα κάτω από τις ινδικές αμυγδαλιές του μικρού πάρκου, προσφέροντάς της μία λευκή καμέλια. Δεν τη δέχτηκε: «Είναι λουλούδι δέσμευσης».
Ο Φλορεντίνο Αρίσα συνέχισε για μήνες να της στέλνει μία, αλλά εκείνη του την επέστρεφε στο επόμενο γράμμα. Έως ότου της έστειλε την τελευταία, αλλά όχι μονάχη της μέσα στο φάκελο, όπως τις άλλες φορές, παρά με την επιτακτική σημείωση: ή τώρα ή ποτέ. Και όσο εκείνη δεν απαντούσε στην πρόταση γάμου, εκείνος έφαγε τόσες γαρδένιες και τριαντάφυλλα, που η μητέρα του χρειάστηκε να τον αρπάξει από το σαγόνι σαν σφαχτάρι για να καταπιεί το ρετσινόλαδο.
Τα συμπτώματα του έρωτα είναι ίδια με αυτά της χολέρας. Μεταξύ όσων έκανε προκειμένου να επιβιώσει που η «Εστεμμένη Θεά» θα παντρευόταν κάποιον άλλον, ο Φλορεντίνο Αρίσα έφτιαξε έναν μεγάλο κήπο με κάθε είδους τριαντάφυλλα, στα οποία αφιέρωνε τις πρώτες ώρες της ημέρας.
Μισό αιώνα και έναν ροδώνα μετά, ο Φλορεντίνο Αρίσα πάλι στη γλώσσα των λουλουδιών κατέφυγε για να «πει» στην περήφανη και αγέρωχη αγαπημένη, αυτά που δεν τολμούσε να ξεστομίσει, καθώς επρόκειτο για γυναίκα που είχε χηρέψει πρόσφατα.
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, σύμβολο φλογερού πάθους θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό για το πένθος της.
Τα κίτρινα τριαντάφυλλα, τα λουλούδια της καλοτυχίας, θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν σύμβολο ζήλιας.
Τα μαύρα ρόδα της Τουρκίας, ίσως τα πιο ενδεδειγμένα, δεν είχε καταφέρει να τα βρει για να τα καλλιεργήσει στην αυλή του.
Ύστερα από πολλή σκέψη, διακινδύνευσε ένα τριαντάφυλλο από τα λευκά, που του άρεσαν λιγότερο, επειδή ήταν άνοστα και βουβά: δεν έλεγαν τίποτε. Την τελευταία στιγμή, σε περίπτωση που η Φερμίνα Δάσα του προσέδιδε κάποιο κακόβουλο νόημα, του έβγαλε τα αγκάθια.
Πράγματι εκείνη το καλοδέχτηκε, και εκείνος αναθάρρησε: «Στον καιρό μας δεν ήταν τριαντάφυλλα, ήταν καμέλιες».
Οι ροδώνες και οι παπαρούνες δεν ήταν μόνο ο τρόπος του Γκάμπο (ή Γκαμπίτο, όπως ήταν τα χαϊδευτικά του Μάρκες) για να υπομείνει έναν «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας», ή να αντιπαρέλθει ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά «Εκατό χρόνια μοναξιάς».
Το δεύτερο το έγραψε για να αντιμετωπίσει τον βαθύ πόθο, να εξορκίσει τη βαριά νοσταλγία, εκείνη την αίσθηση, πραγματική ή φανταστική, πως βρίσκεται μέσα στο τεράστιο παλιό σπίτι στην Αρακατάκα όπου έζησε με τους παππούδες του. Όχι την αίσθηση ότι έχει γυρίσει εκεί, αλλά ότι είναι εκεί, όχι σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή για κάποιο ιδιαίτερο λόγο, αλλά σαν να μην έφυγε ποτέ. Ήταν ένα όνειρο που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά κυριαρχώντας σε όλη του τη ζωή.
Η Ούρσουλα Ιγκουαράν όταν επέκτεινε το σπίτι των Μπουενδία έβαλε να φτιάξουν στη μεσαυλή μία μακριά βεράντα με ροδώνα και κάγκελα για να βάζουν γλάστρες με φτέρες και πήλινα με μπιγκόνιες.
Στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες τα λουλούδια έχουν πιο πρωταγωνιστικό ρόλο και από τους πρωταγωνιστές. Κλέβουν πάντα την παράσταση από τους ήρωες, χωρίς ποτέ εκείνοι να διαμαρτύρονται. Ξέρουν.
Τα άνθη έχουν θεραπευτικές και ιαματικές ιδιότητες, αλλά κυρίως συντονίζουν τον άνθρωπο με τα μέσα του, δείχνουν την αξιοπρέπεια και συμφιλιώνουν.
Εν μέσω χολέρας ή κορονοϊού τα λουλούδια είναι πάντα εκεί να φέρουν τον άνθρωπο σε επαφή με τα ευεργετικά νάματα. Αρκεί να αφουγκραστεί κανείς τους αναστεναγμούς της αρμπαρόριζας και τις αναπνοές από τα σερφίνια.
Στην 4η Ανθοκομική Έκθεση στον Καπνικό Σταθμό Κατερίνης, τα παιδιά ελευθερώνουν κάθε δειλινό ένα φλογερό φαναράκι στον ουρανό για να φτάσει μέχρι τον Όλυμπο.
Στην 67η Ανθοκομική Έκθεση της Κηφισιάς έχουν διαμορφωθεί κήποι από 9 χώρες: την Ελλάδα, την Ιαπωνία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστραλία.
Στους κήπους της Βραζιλίας, του Μεξικού και της Ισπανίας αναζητά κανείς τις μυστικές ανθοταξίες του Μάρκες. Αλλά είναι σε ένα παρτέρι γύρω από το μεγάλο σιντριβάνι, όπου συναντά κανείς τις άλικες μπιγκόνιες.
Αν η φωτογραφία απεικονίζει εκείνο το οποίο λείπει, είναι η λογοτεχνία που το καθιστά ανελέητα και παντοτινά παρόν.
Η επίσκεψη και παραμονή στις Ανθοκομικές Εκθέσεις πρέπει να συνταγογραφείται με μέριμνα του κράτους.
Όταν κανείς μιλάει για γαρδένιες και μπιγκόνιες, δεν μιλάει ποτέ για γαρδένιες και μπιγκόνιες. Τραυλίζει το ανευρμήνευτο από τα άφατα βάθη.