Η ιστορία της Γκριζέλντα Μπλάνκο, της γυναίκας που δολοφονούσε ανθρώπους επειδή «δεν της άρεσε ο τρόπος που την κοιτούσαν», το όνομα της οποίας ενέπνεε τρόμο στο Μαϊάμι της δεκαετίας του 1970 και του ’80, έγινε μίνι σειρά από το Netflix.
Τη Γκριζέλντα υποδύεται -κάτω από ένα βαρύ μακιγιάζ και με τη χρήση προσθετικών λάτεξ- η επίσης, Κολομβιανή ηθοποιός Σοφία Βεργκάρα, διάσημη από την κωμική σειρά «Modern Family». Δημιουργοί είναι ο Eric Newman (Painkiller) και ο Andrés Baiz, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία σε όλα τα επεισόδια, ενώνοντας ξανά την ομάδα πίσω από τις σειρές Narcos και Narcos: Mexico.
«Από τις πρώτες ημέρες της έρευνάς μου για τα γεγονότα που αφηγείται το Narcos, [η Γκριζέλντα] ξεπήδησε ως ένας συναρπαστικός χαρακτήρας», λέει ο Newman στον Tudum, ενώ όπως δήλωσε στο BBC, ήθελε να «εξανθρωπίσει τον περίπλοκο χαρακτήρα» της, καθώς «κάθε άνθρωπος έχει μια εξήγηση -όχι μια δικαιολογία- για τις πράξεις του».
Η σειρά των έξι ωριαίων επεισοδίων με τίτλο «Griselda» παρουσιάζει τη Μπλάνκο ως μια σκληρή αλλά έξυπνη και φιλόδοξη γυναίκα, πάντως όχι τόσο τρομακτική όσο ήταν η πραγματική Μπλάνκο, σύμφωνα με μία φράση που αποδίδεται στον Πάμπλο Εσκομπάρ («Ο μόνος άντρας που φοβήθηκα ποτέ ήταν μια γυναίκα που ονομαζόταν Griselda Blanco»), ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω, δεν υπάρχει ούτε ως δευτερεύων χαρακτήρας στη σειρά.
Σε κάθε περίπτωση, η αληθινή ιστορία της γυναίκας, που χρίστηκε «νονά της κοκαΐνης», δημιούργησε ένα από τα πιο κερδοφόρα καρτέλ στην ιστορία και θεωρήθηκε υπεύθυνη για τη δολοφονία των τριών συζύγων της, είναι πολύ πιο σκοτεινή.
Γεννημένη στην Κολομβία το 1943, η Μπλάνκο ενεπλάκη σε εγκληματικές δραστηριότητες ήδη από την ηλικία των 11 ετών, καθώς φέρεται να σκότωσε τον γιο μιας πλούσιας οικογένειας τον οποίο είχε απαγάγει, όταν οι γονείς του αρνήθηκαν να πληρώσουν λύτρα.
Το 1964, σε ηλικία 21 ετών, μετανάστευσε παράνομα στη Νέα Υόρκη με τα τρία παιδιά και τον σύζυγό της και άρχισε το εμπόριο μαριχουάνας.
Μέχρι το 1970, είχε διατάξει τη δολοφονία του πρώτου συζύγου της και είχε εγκατασταθεί στο Μαϊάμι. Εκεί γνώρισε τον δεύτερο σύζυγό της, τον έμπορο ναρκωτικών Αλμπέρτο Μπράβο, ο οποίος τη μύησε σε μια ακόμα πιο σκοτεινή πλευρά του υποκόσμου των ναρκωτικών.
Η προδιάθεση της για βία και η τολμηρή απόφαση της να στέλνει αεροπορικώς νεαρές γυναίκες από την Κολομβία στις ΗΠΑ φορτωμένες κοκαΐνη που ήταν κρυμμένη στα εσώρουχα τους, την έθεσαν στην κεφαλή ολόκληρης της εγκληματικής επιχείρησης.
Καθώς ο πόλεμος των ναρκωτικών στο Μαϊάμι κορυφωνόταν και τα αντίπαλα καρτέλ κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις, η Μπλάνκο έγινε ακόμη πιο αδίστακτη. Το 1975 πυροβόλησε τον σύζυγό της επειδή πίστευε ότι της έκλεβε χρήματα και το 1983 οργάνωσε τη δολοφονία του τρίτου συζύγου της όταν έφυγε από το Μαϊάμι με το παιδί τους, το οποίο είχαν ονομάσει Μάικλ Κορλεόνε, όπως ο κινηματογραφικός «Νονός».
Η αυτοκρατορία της Μπλάνκο, της επονομαζόμενης και Μαύρης Χήρας λόγω της βάναυσης και αδίστακτης συμπεριφοράς της, άνθισε και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήταν μια από τις πλουσιότερες και πιο τρομακτικές γυναίκες στον κόσμο -άλλωστε, ήταν υπεύθυνη για τη διακίνηση 1,5 τόνου κοκαΐνης στις ΗΠΑ κάθε μήνα.
«Πιστεύω ειλικρινά ότι όταν η Griselda εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στο Μαϊάμι, οι προθέσεις της ήταν να προστατεύσει και να φροντίσει την οικογένειά της, αλλά στην πορεία χάθηκε και η δύναμη και το χρήμα την μετέτρεψαν σε τέρας», σχολίασε η Σοφία Βεργκάρα στο BBC.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 απέρριψε προσφορά 15 εκατ. δολαρίων που της έδινε αντίπαλο καρτέλ για να παραιτηθεί από την αυτοκρατορία της.
Παρά το γεγονός ότι κυβερνούσε την αυτοκρατορία των ναρκωτικών στο Μαϊάμι με σιδερένια πυγμή επί δύο δεκαετίες, ήξερε πολύ καλά ότι ως γυναίκα σε μια βιομηχανία που διοικείται σχεδόν αποκλειστικά από σοβινιστές άνδρες, η θέση της ήταν επισφαλής.
Κάποια στιγμή επέτρεψε σε έναν άνδρα να βγει μπροστά εκπροσωπώντας την επιχείρηση της, επειδή οι ντόπιοι ντίλερ είχαν διαμηνύσει ότι «θα δέχονταν μια συμφωνία μόνο αν έβγαινε από το στόμα ενός άνδρα». Μετά τη σύλληψή του για μια δολοφονία, η Μπλάνκο έκανε την επιλογή να ηγηθεί η ίδια της επιχείρησής της και να εκμεταλλευθεί τον ρόλο του αουτσάιντερ προς όφελός της.
Μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου 1980, περίπου 135.000 Κουβανοί μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Γνωστοί ως Marielitos, κάποιοι από αυτούς είχαν ήδη εμπλακεί σε συμμορίες, διακίνηση ναρκωτικών και συμβόλαια θανάτου. Η Μπλάνκο εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και τους στρατολόγησε προκειμένου να δουλέψουν γι′ αυτήν. Το καρτέλ της δημιούργησε τη δική του ομάδα δολοφόνων, τους Pistoleros, οι οποίοι έγιναν γνωστοί για τις εκτελέσεις που διέπρατταν οδηγώντας μοτοσικλέτες.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η αυτοκρατορία της άρχισε να καταρρέει και η βασιλεία σταμάτησε απότομα όταν συνελήφθη στο Irvine της Καλιφόρνια.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1985, συνελήφθη στο σπίτι της και κρίθηκε ένοχη για παραγωγή, εισαγωγή και εμπόριο κοκαΐνης. Κατηγορήθηκε επιπλέον για τρεις φόνους πρώτου βαθμού και πέρασε δύο δεκαετίες στη φυλακή.
Κατά τη διάρκεια της ποινής της, σκοτώθηκαν τρεις από τους γιους της. Μόλις αποφυλακίστηκε το 2004, απελάθηκε στην Κολομβία και έζησε μια ήσυχη ζωή. Σκοτώθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2012, όταν ένας μοτοσικλετιστής την πυροβόλησε στο κεφάλι ενώ ψώνιζε στο Μεντεγίν. Η εκτέλεση από όχημα εν κινήσει ήταν στο στιλ των δολοφονιών που είχε η ίδια επινοήσει την περίοδο της παντοδυναμίας της. Ήταν 69 ετών.
Ακόμη και η Βεργκάρα, η οποία μεγάλωσε στην Κολομβία την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας των καρτέλ, «δεν είχε ακούσει ποτέ για αυτήν τη γυναίκα» και όταν έμαθε για τη ζωή της σκέφτηκε ότι ήταν «αδύνατον» να πρόκειται για αληθινή ιστορία.
«Γι αυτό ήθελα να παίξω την Griselda. Είναι ταυτόχρονα μητέρα, κακοποιός, ερωμένη και δολοφόνος. Πάνω από όλους δείχνει πόσο περίπλοκοι μπορούν να είναι οι άνθρωποι».
Η σειρά κάνει πρεμιέρα στην πλατφόρμα στις 25 Ιανουαρίου.
Με πληροφορίες από BBC, Tudum Netflix