Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο και η επανένωση τους με το μνημείο από το οποίο τόσο βίαια αποσπάστηκαν επανέρχεται μετά την πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Βρετανό ομόλογο του Μπόρις Τζόνσον για προσωρινή επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα το 2021, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση και στη συνέχεια, τη δήλωση του Βρετανικού Μουσείου που ζητά αναγνώριση κυριότητας, αλλά και τη θέση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, η οποία υπογραμμίζει ότι «από την στιγμή που έχουμε κλοπή αυτομάτως αυτό δεν δημιουργεί δικαιώματα κυριότητας, νομής, ή κατοχής».
Πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία σαράντα χρόνια, η επιστροφή -ο επαναπατρισμός- των Γλυπτών του Παρθενώνα, παραμένει μία υπόθεση υψηλού συμβολισμού, αλλά και εξαιρετικά σύνθετη σε όλες τις πτυχές της.
Ο λόρδος Έλγιν και το φιρμάνι που δεν υπήρξε ποτέ
Τα Γλυπτά αφαιρέθηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, (πρώτο) πρέσβη της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803.
Το αφήγημα ήθελε τον Έλγιν να έχει στην κατοχή του φιρμάνι από τον Οθωμανό Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια.
«Εκείνη την εποχή, ο Λόρδος Έλγιν σχεδίαζε τη διακόσμηση του αρχοντικού του στη Σκωτία. Πληροφορήθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο όμορφο από τα γλυπτά του ελληνικού Παρθενώνα. Προσέλαβε μια ομάδα που θα έφτιαχνε αντίγραφα και εκμαγεία αυτών των γλυπτών για να ομορφύνει το σπίτι του. Αλλά μόλις βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η όρεξή του έγινε ακόρεστη. Γιατί μόνο αντίγραφα και εκμαγεία; Γιατί όχι τα αυθεντικά γλυπτά;».
Ωστόσο, «το έγγραφο που σώζεται και το οποίο ονομάζουν ‘φιρμάνι’ δεν είναι φιρμάνι, δεν είναι διαταγή. Είναι μια διοικητική επιστολή από τον καϊμακάμη της Κωνσταντινούπολης στις αρχές της Αθήνας, δηλαδή, στον βοεβόδα και στον καδή της πόλης. Και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, όταν διαβάσει κανείς τα ντοκουμέντα της άλλης πλευράς, της αγγλικής, ότι και εκεί φαίνεται με μεγάλη σαφήνεια ότι δεν πρόκειται για άδεια η οποία επιτρέπει την απογύμνωση του Παρθενώνα, αλλά για άδεια η οποία αφορά στο ψάξιμο και στην ανασκαφή των όγκων των χωμάτων γύρω από τον Παρθενώνα. Εκεί λέει, κανείς από τους γενιτσάρους της Ακρόπολης να μην εμποδίσει να πάρουν αυτά που είχαν πέσει με τον βομβαρδισμό του Μοροζίνι. Η απόσπαση από το κτίριο δεν αναφέρεται πουθενά», όπως εξηγούσε πρόσφατα ο Δημήτρης Παντερμαλής, πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, στο πλαίσιο έρευνας που διεξάγει το Μουσείο Ακρόπολης και αφορά τη χρονική περίοδο 1800-1831, δηλαδή, το τέλος της Τουρκοκρατίας και τη μετατροπή της Ακρόπολης σε αρχαιολογικό χώρο.
Παρότι φιρμάνι δεν υπήρξε, ο Έλγιν προχωρά στη λεηλασία των Γλυπτών.
«... Ο Παρθενώνας, ως μνημείο, υπέστη μεγάλες φθορές από τις ενέργειες του Έλγιν. Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται από τις ακόλουθες επισημάνσεις:
1. Προκειμένου να αφαιρεθούν γρηγορότερα οι μετόπες, το γείσο σφυροκοπήθηκε βάναυσα και ρίχτηκε στο έδαφος , με αποτέλεσμα να κατακερματιστεί σε εκατομμύρια θραύσματα μαρμάρου. Η καταστροφή του είναι αμετάκλητη.
2. Τα υπερκείμενα της ζωφόρου μέλη, οι θράνοι, μοιράστηκαν στην ίδια τύχη με τα γείσα. Το πίσω μέρος κάθε λίθου της ζωφόρου πριονίζοταν, με μακριά ισχυρά πριόνια, προκειμένου να μεταφερθεί η γλυπτή διακόσμηση (που είχε λαξευτεί στην εξωτερική επιφάνεια) ευκολότερα στην Αγγλία.
3. Το νότιο άκρο του ανατολικού αετώματος συνετρίβη, καθώς ρίχθηκε στο έδαφος.
4. Τα τρίγλυφα υπέστησαν σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης των μεταξύ τους μετοπών.
5. Τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι άνδρες του Έλγιν, ήταν πρωτόγονα(τροχαλίες, σχοινιά, πριόνια, σφυριά και σμίλες)...»
Το πώς μεταφέρθηκαν τα Γλυπτά στη Βρετανία είναι ακόμη ένα μεγάλο κεφάλαιο της περίπλοκης αυτής ιστορίας, κυρίως εξαιτίας του βρετανικού πλοίου «Μέντωρ» που απέπλευσε από τον Πειραιά με προορισμό τις βρετανικές ακτές, αλλά ναυάγησε στα Κύθηρα, παίρνοντας στον βυθό αγάλματα και γλυπτά από τον Παρθενώνα. Οι δύτες που κλήθηκαν να ανασύρουν τα ξύλινα κιβώτια κατόρθωσαν να διασώσουν μόλις το 1/4 του πολύτιμου φορτίου.
«Από τους 97 σωζόμενους λίθους από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 64 σωζόμενες μετόπες, οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο. Από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων, οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα. Η ζωφόρος του Παρθενώνα θεωρείται ότι απεικονίζει την Πομπή των Παναθηναίων. Οι μετόπες εικονίζουν: στην ανατολική πλευρά τη Γιγαντομαχία, στην δυτική πλευρά την Αμαζονομαχία, στην βόρεια τον Τρωικό Πόλεμο και στην νότια πλευρά τη μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων. Στο ανατολικό αέτωμα αναπαριστάται η γέννηση της Αθηνάς, ενώ στο δυτικό αέτωμα η διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κηδεμονία της Αθήνας».
Τα Γλυπτά φθάνουν στη Βρετανία, αρχικά αποθηκεύονται και στη συνέχεια, πωλούνται στο Βρετανικό Μουσείο -το 1816- όπου την επομένη χρονιά εκτίθενται.
Το 1936 τοποθετούνται στην αίθουσα Duveen που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό.
Μελίνα Μερκούρη: «Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια»
Η δυναμική Μελίνα Μερκούρη, υπό την ιδιότητα της υπουργού Πολιτισμού, θέτει το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών στη Διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στις 30 Ιουλίου του 1982. Είναι η πρώτη επίσημη προσπάθεια της Ελλάδας.
«Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, υπάρχει η Αφροδίτη του Ντα Βίντσι, υπάρχει ο Ερμής του Πραξιτέλη, υπάρχουν οι Ψαράδες στη Θάλασσα του Τέρνερ, υπάρχει η Καπέλα Σιστίνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα» έλεγε η Μελίνα με το γνωστό πάθος σε ομιλία της το 1986 στην Οξφόρδη, παρουσία του νυν πρωθυπουργού της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον.
Από την Μελίνα και μετά, η εκστρατεία συνεχίζεται με παύσεις, μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, αλλά συνεχίζεται. Το 1999 ανατίθεται από τη βρετανική κυβέρνηση στην Ειδική Επιτροπή του αγγλικού Κοινοβουλίου για τον Πολιτισμό, τον Αθλητισμό και τα ΜΜΕ (Select Committee) η μελέτη όλων των θεμάτων της βρετανικής πολιτιστικής πολιτικής. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα ζητήματα επιστροφής πολιτιστικής κληρονομιάς, με κυριότερο το αίτημα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα υποβάλει Υπόμνημα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Το 2002 δεκατέσσερις Βρετανοί βουλευτές, μεταξύ αυτών και ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του τμήματος Πολιτισμού της Βουλής των Κοινοτήτων, Τόνι Μπανκς, ζητούν από την κυβέρνηση τους να επιστρέψει τα Γλυπτά. Η κίνηση ονομάστηκε «Υποστηρικτές του Παρθενώνα 2004».
Τον Απρίλιο του 2007, το Βρετανικό Μουσείο δηλώνει ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο, ενώ δύο χρόνια αργότερα, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Νέου Μουσείου Ακρόπολης -η ανέγερση του οποίου αποδυνάμωσε ένα εκ των βασικών επιχειρημάτων ότι, η Ελλάδα δεν διαθέτει κατάλληλο χώρο για τα Γλυπτά- επανέρχεται δηλώνοντας θα ήταν διατεθειμένο να δανείσει τα Γλυπτά, αρκεί η ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους στο Μουσείο. Η οποία ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει την πρόταση.
Τον Οκτώβριο του 2014, η Αθήνα διερευνά τις νομικές επιλογές της και απευθύνεται στο δικηγορικό γραφείο Doughty Street Chambers του Λονδίνου και τον Νόρμαν Πάλμερ (με ειδίκευση σε θέματα Διεθνούς Δικαίου και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ιδιοκτησίας). Στην ομάδα και η δικηγόρος Αμάλ Αλαμουντίν., η οποία προτείνει τη δικαστική οδό διεκδίκησης. Το θέμα ανεβαίνει ψηλά ξανά.
Στην πορεία επιλέγεται η διπλωματική οδός, ενώ όταν λίγο αργότερα, η Unesco ζητά από τη Βρετανία να εξετάσει την περίπτωση διαμεσολάβησης για την επίλυση του θέματος, η πρόταση απορρίπτεται.
Αίτημα επιστροφής των Γλυπτών έθεσε και ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στη Βρετανίδα ομόλογο του Τερέζα Μέι, χωρίς ανταπόκριση.
H προσπάθεια της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα υποστηρίζεται όλα αυτά τα χρόνια ενεργά από διεθνή επιτροπή -σήμερα, υπάρχουν περισσότερες από 20 ξένες εθνικές επιτροπές για την επιστροφή των Γλυπτών- ενώ υπέρ τάσσεται και η UNESCO με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως και από διεθνείς καμπάνιες.
Ουδείς δύναται να προβλέψει την εξέλιξη και κυρίως, τη στάση του Βρετανικού Μουσείου και των Επιτρόπων του, αξίζει ωστόσο να κρατήσει κανείς δύο σημεία από τις δηλώσεις Μενδώνη: ότι «το Βρετανικό Μουσείο πάντοτε ήταν αρνητικό. Απολύτως αρνητικό» και πως «η βρετανική κοινή γνώμη σε όλες τις μετρήσεις που έχουν γίνει για πολλές δεκαετίες τώρα, τάσσεται σαφώς υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων...»