Το γεωπολιτικό χάος της Μέσης Ανατολής και τα εξαντλούμενα πετρελαϊκά αποθέματα στις παραδοσιακές πηγές εξόρυξης, ωθούν τους ”κυνηγούς” του μαύρου χρυσού σε αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ακόμη και στις πιο εξωτικές περιοχές. Οι πετρελαϊκοί παραγωγοί έχουν στρέψει την προσοχή και τα τρυπάνια τους σε δύο μικρές άγνωστες χώρες της Λατινικής Αμερικής - αποικίες της Βρετανίας και της Ολλανδίας μέχρι πρόσφατα - διάσημες κυρίως για τα παρθένα τροπικά δάση και τους πολυ-πολιτισμικούς και ανάμικτους εθνοτικά λαούς τους. Γουιάνα και Σουρινάμ, με συνολικό πληθυσμό μόλις 1,3 εκ. κατοίκους μαζί, από την καλλιέργεια καφέ και κακάο, καλούνται να διαχειριστούν την πρόκληση της ανακάλυψης μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου στην επικράτεια τους αλλά και την επικίνδυνη διαμάχη ανάμεσα τους για τον έλεγχο των πετρελαίων.
Η ανακάλυψη των πετρελαίων
Για τις οι δύο άγνωστες στο ευρύ κοινό χώρες, που ήταν έως τώρα εκτός πετρελαϊκής βιομηχανίας, η μοίρα τους αλλάζει το 2015 όταν η ExxonMobil εντοπίζει μεγάλα κοιτάσματα στα παράκτια της Γουιάνας. Το κοίτασμα βαφτίζεται ”Λίζα” και η ανακάλυψη αυτόματα κυριαρχεί στους τίτλους των διεθνών media.
Σε κοντινή απόσταση, η κοινοπραξία της ExxonMobil, Hess Corp και Statoil, ”σημαδεύουν” ένα νέο βαθύ κοίτασμα στην ακτή του Σουρινάμ, δίπλα από τα μπλοκ της Γουιάνας με τα αποδεδειγμένα και πολλά υποσχομενα πετρελαϊκά ευρήματα. Αν και η πραγματική δυνατότητα των Σουριναμεζικων μπλοκ δεν έχει επαληθευτεί προς το παρόν, η αφθονία των γειτονικών κοιτασμάτων στη Γουιάνα καθιστούν την οριστική εύρεση πετρελαίου σχεδόν βέβαιη.
Ο κρατικός αμερικανικος οργανισμός γεωλογίας (United States Geologic Survey) κατατάσσει το συγκεκριμένο υποθαλάσσιο θύλακα μεταξύ των δύο Νοτιο-αμερικάνικων χωρών, ως το δεύτερο πιο υποσχόμενο ανεξερεύνητο κοίτασμα παγκοσμίως, με εκτιμώμενα αποθέματα 13.6 δισ. βαρέλια πετρελαίου και 32 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Πέραν του ποσοτικού, σημαντική παράμετρο αποτελεί το χαμηλό κόστος εξόρυξης στο πεδίο ”Λίζα”, που το καθιστά ένα εξαιρετικά επικερδές εγχείρημα.
Για να γίνει πιο κατανοητό το μέγεθος των κοιτασμάτων σε αναλογία με τον πληθυσμό της Γουιάνας, οι εκτιμώμενες ποσότητες ισοδυναμούν με 3.900 βαρέλια πετρελαίου ανά κάτοικο, διπλάσια δηλαδή από τα 1.900 της πρώτης στη λίστα Σαουδικής Αραβίας. Η εκτόξευση της οικονομίας στη Γουιάνα σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πετύχει ανάπτυξη 86% το 2020 από το 4,4% του 2019, με το ΑΕΠ να ξεπερνάει τα 14$ δισ. από τα σχεδόν 4 που είναι τώρα.
Στην πραγματικότητα, η Γουιάνα είναι κάποια βήματα μπροστά στην εξόρυξη και παραγωγή συγκριτικά με το Σουρινάμ. Πολύ σύντομα αναμένεται να ξεκινήσει η παραγωγή αντίθετα με το Σουρινάμ, που δεν έχει επιβεβαιώσει ακόμα κάποιο εκμεταλλεύσιμο εμπορικά κοίτασμα, αλλά συνεχίζει επίμονα τις έρευνες και τη διάθεση κρατικών πόρων για το σκοπό αυτό.
Οι πιέσεις των πετρελαϊκών εταιρειών και η Βενεζουέλα
Παρόλο που σήμερα το κλίμα μεταξύ των δύο νοτιο-αμερικανικών κρατών είναι σχετικά ομαλό, η αλήθεια είναι ότι διαχρονικά οι σχέσεις τους δεν διέπονται από αρμονία, με αιχμή της αντιπαλότητας τα ακαθόριστα σύνορα τους σε στεριά και θάλασσα. Το φιτίλι της διαμάχης μεταξύ Σουρινάμ και Γουϊάνας άναψε η πίεση των πετρελαϊκών κολοσσών να εξασφαλίσουν δικαιώματα άντλησης στα πολλά υποσχόμενα κοιτάσματα στα θαλάσσια οικόπεδα τους. Σήμερα μπορεί να εργάζεται στην περιοχή πλήθος εταιρειών, σε πρώτη φάση ωστόσο, τις διεκδικήσεις της Γουιάνας υπεραμύνθηκε η καναδική CGX Energy και του Σουρινάμ η ισπανική Repsol μαζί με τη δανέζικη Maersk Oil. Οι συγκεκριμένες πολυεθνικές ουδόλως ενδιαφέρθηκαν για πολιτική επίλυση της κρίσης, ωθώντας τις δύο χώρες στα πρόθυρα ένοπλης σύρραξης.
Η ένταση κορυφώθηκε το 1998, όταν η Γουιάνα εκχώρησε στη CGX δικαιώματα εξόρυξης σε αμφισβητούμενα ύδατα που η ίδια θεωρούσε δικά της. Δύο χρόνια αργότερα στήθηκε μια πλατφόρμα στο συγκεκριμένο οικόπεδο, όμως λίγο πριν αρχίσει η γεώτρηση, η σουριναμέζικη πολεμική αεροπορία εντόπισε την εγκατάσταση και διέταξε την αποχώρηση από μια περιοχή που το Σουρινάμ θεωρεί ότι του ανήκει. Μάλιστα, στη μέση της νύχτας, κανονιοφόρα σκάφη του Σουρινάμ ρυμούλκησαν την εξέδρα γεώτρησης της Γουιάνας, κλιμακώνοντας την κρίση.
Η αντιπαράθεση έχει αφετηρία στην εποχή των αποικιών, όταν Βρετανοί και Ολλανδοί αποχώρησαν (1966 και 1975 αντίστοιχα) χωρίς να κατοχυρώσουν με σαφήνεια τα σύνορα των δύο ανεξάρτητων πλέον κρατών. Αν και τα διαφιλονικούμενα εδάφη, παλαιότερα ήταν βοσκοτόπια και ψαρότοποι ασήμαντης αξίας, το πρόβλημα της συνοριακής ασάφειας έμεινε ως παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές, πυροδοτώντας εντάσεις σε κάθε αφορμή.
Η διένεξη μάλιστα, στη δεκαετία του 2000 επεκτάθηκε ακόμη και στο κοινωνικό επίπεδο, με τους δύο λαούς να βλέπουν εχθρικά ο ένας τον άλλο, ποδοσφαιρικοί αγώνες μεταξύ τους αναβλήθηκαν, ενώ οι κάτοικοι της μιας χώρας έκαναν μποϊκοτάζ στα προϊόντα της άλλης.
Οι διαφορές όπως ήταν φυσικό οδηγήθηκαν στο δικαστικό πεδίο, με την κάθε πλευρά να προετοιμάζει ένα γεμάτο φάκελο προς υπεράσπιση των θέσεων της. Ωστόσο, δεδομένου ότι καμία από τις δύο χώρες δε διαθέτει αδιάσειστες αποδείξεις, η υπόθεση θα χρειαζόταν τουλάχιστον 30 χρόνια να επιδικαστεί, χωρίς και πάλι να είναι βέβαιο ότι θα ξεκαθαρίσει οριστικά. Τελικά, ύστερα από όλες αυτές τις δαπανηρές και άσκοπες αντιπαραθέσεις, φαίνεται να επικρατεί σήμερα ο ορθολογισμός και η ανάγκη για συνεκμετάλλευση και συνεργασία, που θα είναι προς όφελος και των δύο πλευρών.
Επιπλέον, υπάρχει η άποψη ότι το θέμα των πετρελαίων της Γουιάνας έχει διογκωθεί σκοπίμως σε υπερβολικό βαθμό από τους αντιπάλους της Βενεζουέλας, έτσι ώστε να πιέσουν οικονομικά την τελευταία με ακόμη ένα μέσο. Θα ήταν μια χαμηλού κόστους στρατηγική από την πλευρά των ΗΠΑ συγκριτικά με άλλες μεθόδους που μετέρχεται για το σκοπό αυτό. Εξάλλου, εφόσον η παραγωγή πετρελαίου σε Γουιάνα και Σουρινάμ φτάσει στα προσδοκώμενα επίπεδα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια ισάξια εναλλακτική πηγή προμήθειας των γειτονικών χωρών, υποσκελίζοντας τη Βενεζουέλα ως βασικό προμηθευτή. Να επισημανθεί τέλος, ότι Βενεζουέλα και Γουιάνα ως γείτονες έχουν ιστορικό διενέξεων λόγω εδαφικών διεκδικήσεων.
Το πετρέλαιο απειλεί οικονομία και περιβάλλον
Πέρα από τις εξωτερικές απειλές, η Γουιάνα δοκιμάζεται πρωτίστως από εσωτερικούς κινδύνους. Σε μια σχετική, ανάλυση του Simon Maybin - δημοσιογράφου στο BBC - φωτίζονται τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, που είναι τα δυσθεώρητα επίπεδα φτώχειας και ανεργίας. Υψηλότατα είναι επίσης τα ποσοστά της διαφθοράς, η οποία σύμφωνα με το ιστορικό προηγούμενο κρατών που βρήκαν ενεργειακά κοιτάσματα στο έδαφος τους, το πιθανότερο είναι να αυξηθεί κι όχι να μειωθεί μετά την ανακάλυψη πετρελαίου. Η διαφθορά και ο νεποτισμός πιθανότατα θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα της Δημοκρατίας της μικρής αυτής χώρας. Η κατασπατάληση δημοσίων πόρων, η δυσκολία να συλλεχθούν οι φόροι, η εξάρτηση από τις ξένες πετρελαϊκές λόγω ανεπάρκειας εθνικών κεφαλαίων, που θα επέτρεπαν στη Γουιάνα να διεξάγει μόνη της έρευνα και εξόρυξη, όλα αυτά αναμένεται να προκαλέσουν ισχυρές δημοσιονομικές πιέσεις στην ευάλωτη οικονομία της. Άλλες σοβαρές δοκιμασίες που θα αντιμετωπίσει από το πετρέλαιο η οικονομία της Γουιάνας είναι ο υπέρ-πληθωρισμός, η ανατίμηση του εθνικού νομίσματος και η απώλεια της ανταγωνιστικότητας άλλων τομέων παραγωγής που δε σχετίζονται με το πετρέλαιο.
Για όλες αυτές τις απειλές που εγκυμονεί η ανακάλυψη πετρελαίου υπάρχουν θετικά και αρνητικά παραδείγματα στην αντιμετώπιση τους. Το αν η Γουιάνα και το Σουρινάμ θα ακολουθήσουν το λάθος δρόμο της Βενεζουέλας ή το σωστό της Νορβηγίας, θα εξαρτηθεί από τις ικανότητες των πολιτικών τους αλλά και από το κατά πόσο θα τους επιτραπεί από τις μεγάλες δυνάμεις και τους πετρελαϊκούς κολοσσούς.
Τέλος, παρόλο που συνήθως υποβαθμίζεται στις αναφορές ιστοσελίδων με θέμα την ενέργεια, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορά στην ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική επιβάρυνση που θα υποστεί η περιοχή λόγω της εξόρυξης. Μάλιστα, η έναρξη της παραγωγής πετρελαίου στη Γουιάνα (μελλοντικά και στο Σουρινάμ), συμπίπτει με τις ολοένα και αυξανόμενες κινητοποιήσεις πολιτών και επιστημόνων σε όλο τον κόσμο για την προστασία του περιβάλλοντος. Στο ”μανιφέστο” μάλιστα, που συνυπέγραψαν πρόσφατα 11.200 επιστήμονες από 153 χώρες (περιοδικό BioScience), μεταξύ άλλων απευθύνουν επείγουσα έκκληση να διακοπεί η άντληση νέων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και να αντικατασταθούν άμεσα από ανανεώσιμα καύσιμα, προκειμένου να ανατραπεί η κλιματική αλλαγή, που ήδη συμβαίνει και απειλεί να φέρει ”ανείπωτα ανθρώπινα βάσανα”. Τους ακούει όμως κανείς;