Δεν θυμάμαι πως κατέληξα να παρακολουθώ μία ακόμη ρομαντική κωμωδία του Γούντι Άλεν, το «Manhattan 1979», το οποίο γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο ίδιος. Μία ταινία που διαδραματίζεται, όπως λέει και ο τίτλος, στο Μανχάταν, με συμπρωταγωνιστές την Νταϊάν Κίτον, τον Μάικλ Μέρφι, την Μάριελ Χέμινγουεϊ και την μοναδική Μέριλ Στριπ, όλοι τους ακόμα σε πολύ νεαρή ηλικία. Μια αρκετά ευχάριστη ταινία που σου επιτρέπει να ταξιδέψεις νοερά στον χρόνο, σε μια από τις ποιο ρομαντικές δεκαετίες, την δεκαετία του ’80. Ο Γούντι υποδύεται έναν 42 χρόνο εργένη, ο οποίος ενώ είναι σε σχέση με μία 17χρόνη κοπέλα ερωτεύεται την Νταϊάν Κίτον, ερωμένη του καλύτερου του φίλου, Μάικλ Μέρφι.
Πρόκειται για μια από τις πιο αριστουργηματικές ταινίες του, στην οποία εκφράζει συναισθήματα πάθους και μίσους για την πολυαγαπημένη του πόλη. Συνδυάζει στοιχεία ρομαντισμού, κωμωδίας αλλά και δράματος, μέσα από ασπρόμαυρες εικόνες, αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι γιατί οι πολύχρωμες εικόνες είναι τελικά κάτι τόσο πολυπόθητο στον κινηματογράφο.
Την άλλη ημέρα διαβάζοντας τις πρωινές εφημερίδες στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε μια σειρά από άρθρα της επικαιρότητας για τον Άλεν, στα οποία παρουσιάζονται οι θέσεις γνωστών ηθοποιών που στο παρελθόν δούλεψαν μαζί του. Στην πλειοψηφία τους τάσσονται εναντίον του, εκτός από μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή της Νταϊάν Κίτον, με την οποία διατηρεί μακροχρόνια φιλία.
Είναι γνωστό πως το θέμα έχει πάρει διαστάσεις με τα κινήματα, όπως το #MeToo και #Time’s Up, μέσω των οποίων έχουν κατηγορηθεί, εκτός από τον Γούντι Άλεν, και άλλες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Μερικοί εξ αυτών είναι ο Κέβιν Σπέισι, ο Κέισι Άφλεκ και ο Τζέιμς Φράνκο. Δεν έχω σκοπό να επικεντρωθώ στο ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ούτε εάν όσα ισχυρίζονται είναι αληθή η ψευδή. Όταν τελικά οι αρμόδιες Αρχές βγάλουν τις αποφάσεις, θα μάθουμε την αλήθεια. Αδιαμφισβήτητα τέτοιες πράξεις είναι κατακριτέες και απαράδεκτες, εάν φυσικά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Πράγματι, εάν παρατηρήσουμε τις καλλιτεχνικές τους δουλειές, θα διαπιστώσουμε ότι δεν προβάλλουν αντίστοιχα κατακριτέα στοιχεία. Οπότε, παρακολουθώντας τις παράγωγες τους, κάνουμε κάτι μεμπτό; Εξάλλου, παρακολουθώντας την ταινία, η οποία μου άρεσε πολύ, το μόνο που έκανε μέσα μου τη σύνδεση μεταξύ του έργου και του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης ήταν η είδηση της κατηγορίας προς τον Άλεν. Συνεπώς, θεωρητικά, μου αρέσουν οι παραγωγές ενός καλλιτέχνη, έως ότου μάθω κάποιο αρνητικό γεγονός για εκείνον;
Έστω όμως πως όσα γράφονται είναι αληθή (υπόθεση εργασίας). Διερωτώμαι τότε, ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας; Πώς «πρέπει» να νιώθουμε εμείς που μας αρέσουν οι δουλειές του Γούντι Άλεν και κάθε Άλεν; Θα πρέπει να νιώθουμε ενοχές; Ύστερα τι γίνεται, θα πρέπει ξαφνικά να σταματήσουμε να τους παρακολουθούμε και να απορρίπτουμε οποιαδήποτε παραγωγή κάνουν στο μέλλον;
Τελικά πως πρέπει να τους βλέπουμε και να τους κρίνουμε, σαν ανθρώπους ή σαν καλλιτέχνες; Θα πρέπει να τους «μισήσουμε» για τις πράξεις τους, σαν ανθρώπους ή να διαχωρίσουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη;