«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Χρέη 225 δισ. σε δημόσιο και τράπεζες από επιχειρήσεις και νοικοκυριά

«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Χρέη 225 δισ. σε δημόσιο και τράπεζες από επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Sooc

Ληξιπρόθεσμες οφειλές 130 δισ. προς το δημόσιο (φορολογικές αρχές και ασφαλιστικά ταμεία) και άλλα 95 δισ. στις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (συνολικά 225 δισ.) έχουν οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αναφέρεται στην έκθεση Α′ τριμήνου 2018 του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής- υπογραμμίζοντας πως «αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο».

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων και ασφαλισμένων προς το δημόσιο ξεπερνάει τα 130 δισ. ευρώ, δηλαδή το 73% του ΑΕΠ. Συνοπτικά, 46,7 δισ. προέρχονται από φορολογικά πρόστιμα και πρόσθετα τέλη ασφαλιστικών οφειλών, 22,9 δισ. από κύριες ασφαλιστικές οφειλές, 21,6 δισ. από ΦΠΑ, 18,8 δισ. από φόρους εισοδήματος και 10,6 δις από καταπτώσεις εγγυημένων δανείων. Άλλα 4,7 δισ. αφορούν λοιπές κατηγορίες φορολογικών οφειλών (τα 2,7 δισ. είναι φόροι περιουσίας) και τα υπόλοιπα 5,8 δισ. είναι μη φορολογικές οφειλές (καταλογισμοί, αχρεωστήτως καταβληθέντα, κλπ.).

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

«Οι προσδοκίες για τη χώρα μας είναι θετικές. Το 2018 αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2% ενώ ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με: πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες» αναφέρεται σχετικά.

Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου καταδεικνύουν ότι είναι «απόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018 η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Η ολοκλήρωση του προγράμματος και ο τερματισμός της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, θα οδηγήσουν στον καθορισμό ενός νέου πλαισίου εποπτείας».

Από πλευράς των επίσημων δανειστών, συμπληρώνεται πως το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων.

«Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».

Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας, όπως τονίζεται, δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού: «Στο εφεξής, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις».

Το ελληνικό κράτος, υπογραμμίζεται, έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει στον επίσημο τομέα των κρατών μελών της Ευρωζώνης, δηλαδή η εξυπηρέτησή του αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση, ένα επιπλέον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικονομία είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία.

«Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό. Η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την υποχώρηση του φυσικού κεφαλαίου λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας. Η τάση αυτή, εφόσον συνεχιστεί, υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».

Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, σημειώνεται, «θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία. Κυρίως όμως θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θεωρεί προτεραιότητα μιας τέτοιας στρατηγικής τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. «Η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας. Συνεπώς απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος. Αυτό προϋποθέτει καταρχήν την αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης» τονίζεται σχετικά, ενώ συμπληρώνεται πως οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιώσει ριζικά την ικανότητα του δημόσιου τομέα να καταγράφει, να παρακολουθεί και να ελέγχει τις συναλλαγές του. «Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνεχιστούν με φιλόδοξο τρόπο και να υποστηριχθούν με σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα και ειδικευμένο προσωπικό».

«Είναι δεδομένο ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί επιβαρύνουν την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και ενισχύουν τους ανταγωνισμούς συμφερόντων μεταξύ κοινωνικών ομάδων» αναφέρεται σχετικά. Συνεπώς κάθε δημοσιονομικός χώρος είναι πολύτιμος και πρέπει να αξιοποιείται σύμφωνα με τους ευρύτερους στόχους της οικονομικής πολιτικής. Αυτοί οι στόχοι πρέπει να περιλαμβάνουν την παροχή σύγχρονης και αποτελεσματικής κοινωνικής προστασίας, τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών και της δημόσιας διοίκησης, την αύξηση του φυσικού κεφαλαίου με κίνητρα που ενισχύουν εξωστρεφείς κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου με εκπαίδευση και κατάρτιση ώστε να αυξηθούν οι αμοιβές της ειδικευμένης εργασίας. Επιπρόσθετος στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η διαμόρφωση συνθηκών που ενθαρρύνουν τόσο την εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα όσο και την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό με την επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, την απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης, την πλήρη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών» αναφέρεται στην έκθεση.

Τέλος, καταλήγει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, θα πρέπει να τυποποιηθούν και να υποστηριχθούν περαιτέρω οι εξωδικαστικές διαδικασίες για τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο και των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να επιταχυνθούν οι ρυθμοί τακτοποίησής τους με αξιοποίηση όλων των εργαλείων, όπως η εθνική εταιρία διαχείρισης δανείων. «Η προστασία των οφειλετών θα πρέπει να διασφαλίζεται με αυστηρά και στοχευμένα κοινωνικά κριτήρια προκειμένου να μην ενθαρρύνονται οι περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών. Τα παραπάνω μπορούν να συνεισφέρουν στην γρήγορη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στο κλείσιμο του παραγωγικού κενού, σε υψηλότερη απασχόληση αλλά και σε μεγαλύτερους μακροπρόθεσμους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης».

Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, πηγές του γραφείου σημειώνουν πως η αντιμετώπιση των προκλήσεων απαιτεί την ανάγκη μιας στρατηγικής μακράς πνοής με ελάχιστη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων. Χρειάζεται, όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ένας ανοικτός δημόσιος διάλογος για το πώς θα αντιμετωπισθούν όλες αυτές οι προκλήσεις. Σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες βασικοί άξονες αυτής της συζήτησης θα πρέπει να είναι:

- Η εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας

- Η διασφάλισης υψηλών και σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων

- Η σχεδιασμένη αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου.

- Η ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας

- Η ενίσχυση της εξωστρέφειας κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας

- Η ενίσχυση των εγχώριων επενδύσεων καθώς και η προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό

- Η τυποποίηση των διαδικασιών ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών με κοινωνική προστασία.

Δημοφιλή