Το 31,4% των εργαζομένων έχουν δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, σύμφωνα με μελέτη της ΓΣΕΕ και της Γραμματείας Ισότητας της Συνομοσπονδίας σε συνεργασία με το Friedrich Ebert Stiftung (FES), η οποία παρουσιάστηκε σε εκδήλωση στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, από όλα τα στάδια της έρευνας προέκυψε επίσης διάχυτη η ανάγκη και η αγωνία να υπάρχει πρόσβαση των θυμάτων σε μηχανισμούς αποτελεσματικής προστασίας σε όλη την επικράτεια.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης:
– 1 στους/στις 3 εργαζόμενους/ες έχουν δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας (31,4%).
– 3 στα 4 θύματα είναι γυναίκες εργαζόμενες (75,3%).
– Μόνο το 1,6% των θυμάτων κατήγγειλαν το περιστατικό στις αρμόδιες Αρχές.
– Τα θύματα δεν ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές είτε γιατί δεν τις εμπιστεύονται (27,2%) είτε γιατί πιστεύουν ότι δεν θα γίνει κάτι ουσιαστικό (51,1%).
-Μόνο το 3,1% διαθέτει συλλογική σύμβαση εργασίας με διατάξεις που καλύπτουν τη σεξουαλική παρενόχληση.
- Το 78,9% δήλωσαν ότι τα συνδικάτα πρέπει να επιμείνουν στην ένταξη κατάλληλων ρυθμίσεων στους Κανονισμούς Εργασίας για τη σεξουαλική παρενόχληση και βία
- Έχει σταματήσει η λειτουργία των δομών θεσμικού κοινωνικού διαλόγου με τη συμμετοχή των συνδικάτων τόσο για την ισότητα των φύλων, τις διακρίσεις, τη βία και την παρενόχληση στην εργασία όσο και για την κατάσταση στο πεδίο και τους ελέγχους από την επιθεώρηση εργασίας.
Αναλυτικότερα τα ευρήματα
Στην έρευνα συμμετείχαν 876 άτομα συνολικά. Φαίνεται πως το φαινόμενο είναι συχνότερο στον ιδιωτικό τομέα (77,1%) σε σχέση με τον δημόσιο (17,8%).
Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες/ συμμετέχουσες απασχολούνται σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 200 εργαζόμενους (49,8%) ή με 51-200 εργαζόμενους (17,8%).
Περίπου το 43,5% του γενικού δείγματος δήλωσε ότι το φαινόμενο είναι συνηθισμένο στον χώρο εργασίας και το 31,3% ότι είναι πολύ συνηθισμένο.
Τα περισσότερα θύματα που είχαν βιώσει ανεπιθύμητη συμπεριφορά στην τρέχουσα θέση εργασίας τους, είχαν δεχθεί ανάρμοστα έντονα ή απρεπή βλέμματα που τους έκαναν να νιώσουν άβολα (65,5%).
Το 46,2% είχε υποστεί άσεμνα σεξουαλικά αστεία ή προσβλητικά σχόλια για το σώμα τους ή την ιδιωτική τους ζωή.
Το 32,4% είχε υποστεί ανεπιθύμητη σωματική επαφή, όπως μεγάλη εγγύτητα, άγγιγμα σε μέρη του σώματος, φιλιά/αγκαλιές ή κάτι άλλο.
Το 20,7% αντιμετώπισε συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης στην εργασία που τους προκάλεσε αισθήματα προσβολής, ταπείνωσης ή φόβου.
Το 17,5% δέχτηκε ανάρμοστες προτάσεις για ραντεβού.
Το 12% υπέστη ανάρμοστες προτάσεις για σεξουαλική δραστηριότητα και το 6,9% υπέστη ανάρμοστες προτάσεις σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Στο 49,4% των περιπτώσεων ο δράστης ήταν άνδρας συνάδελφος ή συνεργάτης και στο 40,4% των περιπτώσεων άνδρας-αφεντικό ή προϊστάμενος/διοικητικός υπάλληλος.
Περίπου το 27,1% των περιστατικών σχετιζόταν με άνδρα πελάτη, ασθενή ή επιβάτη.
Περίπου 62,5% ένιωσαν ότι το κίνητρο ήταν σεξουαλικής φύσης και το 41,1% δήλωσε ότι συνδεόταν με την ηλικία.
Οι συνέπειες της παρενόχλησης θα μπορούσαν να είναι σοβαρές για τα θύματα: 67,3% ένιωσαν άβολα στον χώρο εργασίας, 31,9% απέφευγαν τις κοινωνικές επαφές με συναδέλφους, 29,5% δυσκολεύονταν να συγκεντρωθούν ή να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, 24,7% σκέφτηκαν να αποχωρήσουν από την εργασία τους και 21,9% εκδήλωσαν κατάθλιψη ή άλλες δυσάρεστες ψυχολογικές συνέπειες.
Όσον αφορά στην αντίδραση των θυμάτων στη σεξουαλική παρενόχληση: 38,2% απάντησαν ότι δεν αντέδρασαν καθόλου ούτε έκαναν κάτι και μόνο το 1,6% κατήγγειλε το περιστατικό στα αρμόδια θεσμικά όργανα, για παράδειγμα στον Συνήγορο του Πολίτη ή στην Επιθεώρηση Εργασίας. Επομένως, οι περισσότερες περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας δεν καταγγέλθηκαν στις Αρχές και, άρα, δεν καταγράφηκαν επισήμως.
Επιπλέον, μόνο το 3,6% υπέβαλε επίσημη καταγγελία σε ειδική μονάδα του χώρου εργασίας και μόνο το 5,2% το κατήγγειλε σε συνδικαλιστική οργάνωση.
Αυτά τα θύματα αιτιολόγησαν την απάντησή τους λέγοντας ότι δεν εμπιστεύονταν τα αρμόδια όργανα (27,2%), πιστεύοντας ότι «δεν θα έκαναν τίποτα» (51,1%) ενώ φοβούνταν ότι η καταγγελία θα επηρέαζε αρνητικά την εργασία τους, τη θέση τους ή τις προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξής τους (37%).
Όσον αφορά τα αποτελέσματα των περιπτώσεων στις οποίες οι συμμετέχοντες/-ουσες αντιπαρατέθηκαν με τον/τη δράστη ή ενημέρωσαν τα αρμόδια άτομα ή όργανα, το 45,7% απάντησε ότι δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα, το 27,5% δήλωσε ότι η παρενόχληση σταμάτησε, το 8,7% ότι ο ισχυρισμός διερευνήθηκε και το 6,5% ότι ο/η δράστης μεταφέρθηκε σε άλλο τμήμα.
Από τις περιπτώσεις στις οποίες είχε υποβληθεί επίσημη καταγγελία, μόνο το 7,1% απάντησε ότι η καταγγελία τους βελτίωσε την κατάσταση, το 10% απάντησε ότι τίποτε δεν άλλαξε και το 6,4% ότι επιδείνωσε την κατάσταση.
Τα περισσότερα άτομα που συμμετείχαν πιστεύουν ότι οι εργοδότες τους δεν έκαναν πολλά πράγματα για να εκπαιδεύσουν το εργατικό δυναμικό σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση (58,3%), για να την αποτρέψουν (58,8%) ή για να την παρακολουθήσουν (60,4%) ή για να επιβάλουν κυρώσεις κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης (52,5%).
Οι συμμετέχοντες/-ουσες θα ήθελαν επαγγελματική και νομική υποστήριξη για την καταγγελία βίας και παρενόχλησης (43,8%), ενημέρωση από τα αρμόδια θεσμικά όργανα ή πρόσωπα σχετικά με τις περαιτέρω ενέργειες σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης (48,1%), προστασία από άλλη σεξουαλική παρενόχληση και αντίποινα (41,3%) και επαγγελματική βοήθεια για την κατανόηση των δικαιωμάτων τους (33,2%).
Περίπου 44,7% των θυμάτων απάντησαν ότι ήταν μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων (ή μέλη άλλου οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων) όταν συνέβη η σεξουαλική παρενόχληση και το 46,2% ότι δεν ήταν.
Περίπου το 78,9% δήλωσε ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να απαιτήσουν την έκδοση κανονισμών σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, το 79,3% ότι θα πρέπει να στηρίζουν τους/τις θιγόμενους/-ες εργαζόμενους/-ες, το 75,6% ότι θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους ισχύοντες κανονισμούς, το 74,2% ότι θα πρέπει να αναφέρουν τη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς στην Επιθεώρηση Εργασίας, το 70,9% ότι θα πρέπει να διαπραγματευτούν και να συνάψουν συλλογική σύμβαση εργασίας που να καλύπτει τη σεξουαλική παρενόχληση, το 67,1% ότι θα πρέπει να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και το 64,3% ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να παρέχουν τακτικά εκπαίδευση.