Είναι κάποια γεγονότα που μας συμβαίνουν στην ζωή, κάποιες συμπεριφορές άλλων που επιδρούν τόσο έντονα πάνω και μέσα μας, σε τέτοιο βαθμό που φτάνεις στο σημείο να αναρωτηθείς αν εσύ προκάλεσες αυτό που σου συνέβη, σαν μαγνήτης δηλαδή ή αν αυτό που σου συνέβη, αν αυτή η συμπεριφορά του «όποιου» άλλου είναι γενικευμένο γνώρισμα πολλών ανθρώπων, κάτι σαν κοινωνική πυξίδα.
Μια κοινωνική πυξίδα που τελικά, «στην τελική» που λένε και οι νεότεροι, εσύ θα πρέπει εσύ να συμμορφωθείς και να αντιληφθείς ως μέτρο επικοινωνίας.
Ως μέτρο επικοινωνίας γιατί αυτή είναι κοινωνία μας ή για να τα πούμε «χύμα» αυτή είναι η εξουσία της κοινωνίας μας.
Ως εξουσία, εννοώ την κάθε εξουσία όπου κι αν την συναντάς, στην πολιτική και το συνάφι της, στην Πανεπιστημιακή κοινότητα και το συνάφι της, στον εργασιακό χώρο σε ηγετικό επίπεδο αλλά και στα υποστρώματα, στις κοινωνικές σχέσεις, στην οικογένεια.
Στην Ελλάδα – το πιστεύω ακράδαντα, το χώνεψα πια και με το παραπάνω- αντιπαραβάλλονται δύο κουλτούρες : Αυτή της αξιοπρέπειας και αυτή της γλοιώδους οσφυοκαμψίας, της δουλοπρέπειας. Της αναξιοπρέπειας.
Η κουλτούρα της αξιοπρέπειας εξυμνείται από τους πάντες αλλά σε ειρωνεύονται σχεδόν οι πάντες όταν επισημαίνεις την απουσία της με στερεότυπα του τύπου «Μα που ζεις;», «Έτσι είναι η πολιτική», «Τι ψάχνεις τώρα», «Μην είσαι αφελής». Ατέλειωτα τα λεκτικά παυσίπονα. Αλλά άνευ πειθούς.
Γράφω τούτες τις γραμμές γιατί στην ζωή μου είχα κάποια προνόμια ή «προνόμια»:
Να εργασθώ μεγάλο διάστημα της εργασιακής μου ζωής στον Πανεπιστημιακό χώρο και να υπηρετήσω εκτός Πανεπιστημίου σε τρία -τέσσερα πόστα που εκ των πραγμάτων εμπεριέχουν το στοιχείο της καθημερινής συναναστροφής με ανθρώπους της εξουσίας.
Ανάμεσα σε αυτά και το ΑΣΕΠ: Εκεί γνώρισα την εκδοχή του «Μα που ζεις;», «Έτσι είναι η πολιτική».
Υπήρξα σύμβουλος στο ΑΣΕΠ από την 18/7/2016 ως την 6/3/218. Η εξαετής – υποτίθεται- θητεία μου διακόπηκε βίαια την 6/3/2018. Γράφω «υποτίθεται» γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου το μόνο που δεν υποτίθεται είναι η τήρηση αυτονόητων κανόνων για όλες και όλες ανεξαιρέτως στην δημόσια σφαίρα.
Την μέρα εκείνη σε μια παρανοϊκή συνεδρίαση όπου έγιναν πράγματα και θαύματα υπερασπίσθηκα την στοιχειώδη λογική και νομιμότητα ( η πάσα αλήθεια, η όλη ιστορία περιγράφεται εδώ ).
Τα SMS, που ενημέρωναν εν είδει προσωπικού μπάτλερ ή κομματικού βαλέ το Μέγαρο Μαξίμου, πέφτανε βροχή. Είχα κλειστό το κινητό μου κατά την διάρκεια της συνεδρίασης και όταν το άνοιξα είδα τις κλήσεις από το πρωθυπουργικό Μέγαρο. Κάποια στιγμή με πέτυχαν και μου είπαν πως «με θέλει πάραυτα ο κύριος Υπουργός».
Ο (τότε) Υπουργός Επικρατείας και Πανεπιστημιακός «συνάδελφος», δηλαδή.
Αναφερόμενος την 7/9/2021 στο όλον θέμα με τίτλο «Από το ΑΣΕΠ στο ΣΚΑΣΕΠ: Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» που ειρήσθω εν παρόδω δεν αφορά προσωπική διαφορά αλλά την επί της ουσίας νοοτροπία για την θεσμική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, για την κουλτούρα την κακομοίρα πρόκειται, έγραφα «Δεν θα ήθελα να περιγράψω αυτολεξεί το υπουργικό ντελίριο και υβρεολόγιο που άκουσα ούτε και την μεθόδευση που ακολούθησε. Ούτε θα ήταν πρέπον να αναφερθώ στα τηλεφωνήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης που δέχτηκα από εκπροσώπους της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης καθώς και της ελάσσονος, ούτε για την παρ’ ολίγον κατάθεση ερώτησης στη Βουλή: όλα αυτά, με όση ένταση κουβαλούσαν, χάθηκαν μέσα στη ρουτίνα της πολιτικής καθημερινότητας.»
Τα χρόνια κύλησαν και ήρθε ένας «τυπάς», ο Αλέξης Λαναράς ή κατά κόσμο ΛΕΞ που σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μου θύμισε την βασική του αρχή: την αξιοπρέπεια (βλ. 11.30 λεπτό έως 11.50 λεπτό της συνέντευξης).
Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο του με το «Ταπεινοί και Πεινασμένοι», ο ΛΕΞ παρουσίασε τη νέα του δισκογραφική δουλειά «Γ.Τ.Κ.» («Για την Κουλτούρα») και κατέκτησε στο «πιτς φυτίλι» την κορυφή, ξεπερνώντας τα 26 εκατομμύρια (!!!) κατεβάσματα, «streams» όπως τα λένε οι νεότεροι.
Αυτή την άγνωστη για πολλούς «λειτουργούς» της εξουσίας αξιοπρέπεια διατυμπανίζει όπου κι αν σκάψεις ανάμεσα στους στίχους του, αυτή την ιδιόμορφη ποίηση-αντιποίηση που μαγνητίζει την νεολαία και γεμίζει τα γήπεδα κι αποστρέφεται το επιδερμικό καθωσπρέπει.
«Όμως η χώρα είναι μικρή κι η Γη γυρίζει, γυρίζει» που λέει κι ο ΛΕΞ. Και προσθέτει «Το υπόγειο ραντάρ μου τους ρουφιάνους εντοπίζει», συμπληρώνοντας «Χρόνια ξεσκαρταρίσματος, να δούμε ποιος αξίζει» στο INTRO (ΑΙΝΤΑ ΤΖΟΝΥ).
Πράγματι η χώρα είναι μικρή και το υπόγειο ραντάρ, το ρουφιάνικο SMS της 6/3/218 το εντόπισε να επικοινωνεί πνευματικά με περιφερειακό ΑΕΙ και να κατοικοεδρεύει στο μέγαρο Μαξίμου -έχοντας πάρει στα μουλωχτά πολιτική μεταγραφή- αναμένοντας τον κατάλληλο χρόνο να επανέλθει στο ΑΣΕΠ καθώς το 2025 θα χηρέψουν δύο θέσεις Αντιπροέδρων που λόγω ορίου ηλικίας - τα εβδομηκοστά έτη- υποτίθεται πως θα αποχαιρετήσουν τα μεγαλεία της Ανεξάρτητης Αρχής.
Οι «απλές» 2-3 θέσεις των άνω των εβδομήντα ετών Συμβούλων που ακόμη υπηρετούν και δεν έχουν απέλθει ακόμη δεν φαίνεται να αποτελούν το σκοτεινό αντικείμενο του αμετροεπούς SMS. Αλλά τι ψάχνουμε τώρα…
«Ποια είναι αυτή η δικαιοσύνη που όλο ψάχνεις να βρεις;» θυμίζει στο ΚΑΤΑΔΙΚΗ , ο ΛΕΞ, συμπληρώνοντας «Τόσα φίδια που σα φίλους σου θα εμπιστευτείς»
Κάποτε, πριν πολλά χρόνια ένα μέλος Πρυτανικών Αρχών κάποιου Πανεπιστημίου μου είχε διηγηθεί το παρακάτω ανέκδοτο:
Νύχτα στη ζούγκλα. Κυριαρχεί το απόλυτο σκοτάδι. ”Τσουγκρίζονται” δύο ζώα, ένας λαγός με ένα φίδι.
Λέει το ένα: «Τι είσαι;»
«Δεν ξέρω», απαντά το άλλο. Αλλά καθώς δεν βλέπουμε, ας ακουμπήσει το ένα το άλλο και με την αφή να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είμαστε.»
Ξεκινά το φίδι: «Τι ωραίο και απαλό τρίχωμα, φουντωτή ουρίτσα, μεγάλα μαλακά αυτάκια... Μήπως είσαι λαγουδάκι;»
«Το βρήκες» απαντά ο λαγός. «Η σειρά μου τώρα»:
«Κρύο σώμα και γλιστερό, γλοιώδες, χωρίς πόδια, σέρνεσαι στο χώμα αντί να περπατάς στα ίσια... Μήπως είσαι Πανεπιστημιακός;»
Είναι προφανές πως το ανέκδοτο αυτό δεν χαρακτηρίζει το σύνολο του συναφιού όπως άλλωστε αναγνωρίζει και η εξαιρετική αφήγηση στο «Διδακτορικό στην Ελλάδα: Αναψηλάφηση μίας φενάκης».
Αν καταγράφονται τούτες οι πικρόχολες σκέψεις είναι γιατί το ίδιο κόμμα που ως Αξιωματική Αντιπολίτευση υποτίθεται πως θα κατέθετε ερώτηση στην Βουλή για τα όσα διαδραματίσθηκαν στην παρανοϊκή συνεδρίαση του ΑΣΕΠ την 6/3/218, ως Κυβέρνηση, περιθάλπει και επιβραβεύει ό,τι γλοιώδες πρωταγωνίστησε σε όσα αφηγήθηκα.
Είναι άραγε ο τρόπος με τον οποίο θα χειρισθεί την στελέχωση της Ανεξάρτητης αυτής Αρχής ;
Σε ό,τι δε αφορά το καίριο ερώτημα «Ποια είναι αυτή η δικαιοσύνη που όλο ψάχνεις να βρεις;», για ποια κοινωνική πυξίδα χολοσκάω, ποια κουλτούρα με πείθει, θα παραθέσω την παραβολή που αφηγείται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Εκδόσεις Στιγμή, Σειρά Στοχασμοί):
« Σ’ ένα χωριό όπου ζούσαν Chassidim (ευσεβείς) κάθονταν ένα απόβραδο του Σαββάτου σε κάποιο φτωχικό πανδοχείο οι Εβραίοι. Όλοι τους ήταν ντόπιοι, εκτός από έναν, που κανένας δεν γνώριζε˙ ένας πάμφτωχος, κουρελιασμένος, που κούρνιαζε σταυροπόδι στη σκιά της σόμπας. Οι συζητήσεις δίναν και παίρναν. Πετιέται κάποιος και ρωτά τι θα επιθυμούσε ο καθένας, εάν ήταν να πραγματοποιηθεί μια ευχή του. Ο ένας ήθελε χρήματα, ο άλλος έναν γαμπρό, ο τρίτος ένα νέο πάγκο για το ξυλουργείο, και ούτω καθεξής.
Αφού όλοι πήραν τον λόγο, έμεινε τελευταίος ο ζητιάνος στη γωνιά της σόμπας. Απρόθυμα και διστακτικά υποχώρησε στις ερωτήσεις:
«Θα ήθελα να ήμουν ένας παντοδύναμος βασιλιάς, και να ήμουν κύριος σε μια μεγάλη χώρα, και τη νύχτα να έπεφτα για ύπνο στο παλάτι μου, κι απ’ τα σύνορα να μπούκαρε ο εχθρός, και πριν να ξημερώσει να έφταναν οι καβαλάρηδες μέχρι το κάστρο μου, κι αντίσταση καμιά να μην υπήρχε, και να ξύπναγα με τρόμο, και να μην είχα χρόνο ούτε να ντυθώ, και φορώντας μονάχα ένα πουκάμισο να έπρεπε να ξεφύγω, και μέσα από βουνά, πεδιάδες, δάση και λόφους, και δίχως σταματημό κυνηγημένος μέσα στη νύχτα, να έφτανα στα καλά μου σε αυτόν εδώ τον πάγκο, στη γωνιά σας. Αυτό θα ήθελα».
Δίχως να καταλάβουν, κοιτάχτηκαν οι άλλοι μεταξύ τους. «Και τι θα κέρδιζες απ’ όλα αυτά;», ρώτησε ένας.
«Ένα πουκάμισο», ήταν η απάντηση.»
Κάπως έτσι νοείται η κουλτούρα της αξιοπρέπειας. Νομίζω.
Κάπως έτσι ξεπετάγονται και οι στίχοι του ΛΕΞ. Είναι όπως οι ληστές, που ξεπετάγονται οπλισμένοι στη μέση του δρόμου κι απαλλάσσουν τους αμέριμνους περιπατητές από τις πεποιθήσεις τους.
Μιχάλης Κονιόρδος , εκπαιδευτικός https://www.core-econ.org/