Γράφει ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης, Αντιστράτηγος (εα)-Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
Θυμάμαι αρκετά δημοσιεύματα των δεκαετιών του 1990 και 2000 που καταδίκαζαν την αμερικανική παρεμβατικότητα και ενίοτε έβλεπαν με νοσταλγία την εποχή της σχετικής σταθερότητας των χρόνων του ψυχρού πολέμου και των δύο αντίπαλων συνασπισμών. Βέβαια ο ψυχρός πόλεμος έληξε, ο ένας συνασπισμός κατέρρευσε, ίσως αναπάντεχα αλλά όχι αδικαιολόγητα, όμως οι υψηλές προσδοκίες ειρήνης, εκδημοκρατισμού και τέλους της ιστορίας δεν επαληθεύτηκαν. Οι αιτίες της αποτυχίες είναι πολλαπλές και άρρηκτα συνδεδεμένες με την αέναη αναζήτηση περισσότερης ισχύος από ανθρώπους, οργανισμούς και κράτη.
Εμείς βέβαια -στην Ελλάδα- είχαμε έναν ακόμη λόγο να επιζητούμε τη «σταθερότητα» της ψυχροπολεμικής περιόδου. Έχοντας επιτυχώς (και ευτυχώς) αποφύγει τον βίαιη ένταξη στον ανατολικό συνασπισμό θεωρούσαμε ότι το δικό μας στρατόπεδο (δυτικό) θα περιόριζε, σε κάποιο βαθμό, τις επεκτατικές διαθέσεις της Άγκυρας προς όφελος της σταθερότητας της Ατλαντικής Συμμαχίας. Δυστυχώς αυτό δεν επετεύχθη τελικά, καθώς δικά μας κυρίως τραγικά σφάλματα έδωσαν την ευκαιρία στην Τουρκία να υπερβεί τα όρια της συμμαχικής ανοχής χωρίς εμείς να μπορούμε (ή να τολμήσουμε) να ανταποδώσουμε. Επιπρόσθετα, η Άγκυρα είχε καταφέρει (και συνεχίζει εν μέρει) να θεωρείται ως πλέον βαρύνουσας σημασίας έναντι ημών για την αντιμετώπιση της Μόσχας (Σοβιετικής ή Ρωσικής) και τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.
Ο ψυχρός πόλεμος όμως τελείωσε, η εποχή των ανέφικτων υψηλών προσδοκιών παρήλθε (καίτοι οι υψηλές προσδοκίες παραμένουν βαθιά ριζωμένες στις δυτικές κοινωνίες) και ένας θερμός πόλεμος διεξάγεται εδώ και δύο και πλέον χρόνια στην ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, στα όρια της πολυπαθούς heartland. Η Μέση Ανατολή, απρόβλεπτη όπως πάντα, αιμορραγεί και σιγοβράζει ενώ αρκετοί αναλυτές αφουγκράζονται τις μετακινήσεις των «τεκτονικών πλακών» της λεκάνης του Ειρηνικού.
Ο «πολιτισμένος» όμως κόσμος εξακολουθεί (και αλλοίμονο αν δεν συνέβαινε) να πορεύεται στην καθημερινότητα του, να αντιπαλεύει με τα τρέχοντα (περισσότερο ή λιγότερο ζωτικά) προβλήματα του, προσκολλημένος σε μια ουτοπική πεποίθηση διαρκούς και αναπόφευκτης βελτίωσης του βιοτικού του επιπέδου συνήθως με λιγότερη προσπάθεια. Μια αδικαιολόγητη πεποίθηση, που αντικρούεται από τις τεκμηριωμένες μελέτες και προβλέψεις αλλά που καλλιεργείται από μια ανεξέλεγκτη εικόνα που αναπαραγάγουν τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής επικοινωνίας και δικτύωσης και οι ξέφρενοι ρυθμοί τεχνολογικής προόδου. Ευθύνη βέβαια διακατέχει και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών ηγεσιών, παγκοσμίως, που έχοντας απολέσει την αναγκαία υπευθυνότητα συνδράμουν στην καλλιέργεια όλων αυτών των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, δεκάδες προβλήματα, πρωτόγνωρα ή ανακυκλούμενα, παρουσιάζονται με ρυθμό και ένταση που οι σύγχρονες κοινωνίες αδυνατούν να προσαρμοστούν και να παρουσιάσουν εφικτές λύσεις που συγχρόνως δεν προσκρούουν στις αξίες τις οποίες πρεσβεύουν.
Η γενικότερη απελπισία που κυριαρχεί και αφύσικα συνυπάρχει με τις υψηλές προσδοκίες και μια γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους διάφορους θεσμούς εντείνουν το διαφαινόμενο αδιέξοδο. Καίτοι τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή και από λαό σε λαό.
Το φαινόμενο όμως είναι γενικότερο και βλέπουμε να εξαπλώνεται σε χώρες που μέχρι χθες θεωρούνταν υποδειγματικές για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και τη γενικότερη αυτοσυγκράτηση των κοινωνιών και υπευθυνότητα των ηγεσιών τους.
Ο Τούρκος ακαδημαϊκός και πολιτικός Νταβούτογλου στο γνωστό βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος» αποδίδει τις συμπεριφορές αυτές στο υπόβαθρο των κοινωνιών αναγράφοντας[1]:
«Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μια πολύ ισχυρή αίσθησης του ανήκειν και της ταυτότητος, που οφείλεται στην κοινή αντίληψη του χρόνου και του χώρου, και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που ζουν μια κρίση ταυτότητος και τη μετατρέπουν σε μια καταστροφή πολιτισμού περιέρχονται σε στρατηγικό αδιέξοδο παραδομένες στη δίνη ψυχολογικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διακυμάνσεων».
Φυσικά ο συγγραφέας έμμεσα αποδίδει τα εύσημα στη τουρκική κοινωνία, σε μια προσπάθεια δόμησης ενός βασικού μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού της χώρας ή καλύτερα μιας «Βίβλου», στόχων, μεθόδων και απαραίτητων ενεργειών.
Για εμάς όμως το ζητούμενο είναι ο εντοπισμός των προβλημάτων, μακρά κομματικών συμφερόντων και προσωπικών επιδιώξεων και η σταδιακή ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, της αποδοχής και αποτελεσματικότητας των θεσμών και μια γενικότερη ανάταξη μας ως κοινωνίας, κράτους και έθνους. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε μόνο προβλήματα στον οικονομικό και κοινωνικό πεδίο -όπως η πλειονότητα των δυτικών κρατών- αλλά συνεχώς δεχόμαστε προκλήσεις, άμεσες ή έμμεσες, κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της εθνικής κυριαρχίας που απρόβλεπτα μπορούν να κλιμακωθούν σε σοβαρή κρίση μέχρι και γενικευμένη σύρραξη.
Σε αυτό το τοξικό και απρόβλεπτο περιβάλλον έχουμε όλοι μας υποχρέωση, με προεξέχοντες την πολιτική ηγεσία, τα κόμματα, την ηγεσία του στρατεύματος, τον ακαδημαϊκό, εκκλησιαστικό και επιχειρηματικό κόσμο να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, με σοβαρότητα, μεθοδικότητα και ειλικρίνεια. Δεν αρκούν όμως οι προθέσεις των ηγεσιών απαιτείται μια ευρύτερη κινητοποίηση από όλους μας. Οι απειλές είναι καθημερινές, διαρκώς μεταβαλλόμενες, απρόβλεπτες, συχνά μη ορατές και καμία πρόβλεψη δεν είναι εγγυημένη. Αντιλαμβάνομαι ότι οι παραινέσεις αυτές ακούγονται ουτοπικές αλλά ενίοτε η πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητος (για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Νταβούτογλου) δίνουν την απαιτουμένη ορμή που χρειάζεται το έθνος μας για την υπέρβαση των φαινομενικά ανυπέρβλητων εμποδίων. Μπορούμε τουλάχιστον να καλλιεργήσουμε και αξιοποιήσουμε αυτές τις παραπάνω βιωματικές αισθήσεις;
[1] Davutoglu Ahmet, «Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 2010, σελ 48.