Ζωτικά ψεύδη και Ιστορική αυτογνωσία: 1821

Το 1821 είναι μια επανάσταση που επιδιώκει τη διαμόρφωση εθνικού κράτους με όρους ευρωπαϊκούς.
Ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής υποβαστάζουν την Ελλάδα. Πίνακας του Θεόφιλου, 19ος αιώνας.
Ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής υποβαστάζουν την Ελλάδα. Πίνακας του Θεόφιλου, 19ος αιώνας.
wikimedia commons

Τα έθνη, ως τέκνα της νεωτερικότητας, είναι πολιτικές κοινότητες και όχι φυλετικές ομάδες. Συγκροτούνται, κοινώς φτιάχνονται. Δεν «ξυπνούν» από έναν αιώνιο λήθαργο. Δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα αφύπνισης παλαιότατων εθνών που είχαν περιπέσει σε μακρόχρονη χειμερία νάρκη. Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρήσεις για την ιστορικότητα του έθνους, τα έθνη δεν είναι προαιώνια, όπως ήθελε η ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα και ισχυρίζεται η κάθε «εθνική ιδεολογία», αλλά κατασκευάστηκαν για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Ακολούθως, η ιστορική συνείδηση κάθε έθνους κτίζεται πάνω σε μεγάλες αφηγήσεις για το παρελθόν. Είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτό ότι οι «εθνικές ιστορίες» αποτελούν ουσιαστικά πολιτικές αφηγήσεις και ως τέτοιες συνδέουν επιλεκτικά ιστορικά γεγονότα και πολιτισμικά στοιχεία για να δημιουργήσουν τη συνεκτική εικόνα ενός έθνους που διατηρεί την ιδιοπροσωπία του στη διάρκεια των αιώνων.

Η ιστορική στιγμή της γένεσης της νεοελληνικής «εθνικής ιδεολογίας» είναι, κατά κοινή παραδοχή, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα έως την Επανάσταση στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα, στην ελληνική περίπτωση, η «εθνική αφήγηση» προέκυψε μέσα από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και πήρε την ολοκληρωμένη της μορφή στο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, κεντρική ιδέα της οποίας είναι η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαία Ελλάδα έως σήμερα. Μια αδιάλειπτη πολιτισμική συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη εποχή με το Βυζάντιο στη μέση. Η αφήγηση αυτή λειτούργησε ως πανίσχυρη ενοποιητική ουσία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος

Στο πλαίσιο αυτό, η κυρίαρχη εθνική αφήγηση περιγράφει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό, κυρίως, χώρο, στην περίοδο 1821-1830, ως «Παλιγγενεσία» ενός προϋπάρχοντος έθνους. Η εξέγερση, ωστόσο, των ορθοδόξων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου σαφώς δεν ήταν έτσι όπως την περιγράφει η «εθνική» και εθνοκεντρική ιστοριογραφία, η οποία αναπαράγει μύθους και στρεβλώσεις.

Η Επανάσταση του 1821 δεν έγινε από οπλαρχηγούς που είχαν μια κοινή και ενιαία εθνική συνείδηση, αλλά από αντιφατικές μεταξύ τους ελληνικές κοινωνικές ομάδες ισχύος (διαφωτιστές διανοούμενοι, έμποροι της διασποράς, κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου, προεστοί των ναυτικών νησιών και καραβοκυραίοι, κλέφτες και αρματολοί) που βρίσκουν κοινό σημείο αναφοράς, συμμαχούν και ενοποιούν σε κάποιο βαθμό τις επιδιώξεις τους στη Φιλική Εταιρεία, υπό την επιρροή του γαλλικού Ιακωβινισμού. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί το αντίθετο στο πολύμορφο εθνοτικό, γλωσσικό και πολιτισμικό μωσαϊκό των ορθόδοξων πληθυσμιακών ομάδων του ελλαδικού χώρου, και ειδικά στις περιοχές εντός των οποίων περιορίστηκε το πρώτο νεοελληνικό κράτος.

Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τις ταξικές διαστάσεις της εξέγερσης, το 1821 είναι μια επανάσταση που επιδιώκει τη διαμόρφωση εθνικού κράτους με όρους ευρωπαϊκούς και ιδίως με τους όρους που διαμορφώθηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Μια νεωτερική εθνογένεση κρατοκεντρικού χαρακτήρα, όπου ο δυτικός Διαφωτισμός υπήρξε το αποφασιστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ελληνικής επαναστατικής και εθνικής συνείδησης. Η ελληνική επανάσταση, μαζί με εκείνη του ιταλικού Νότου και του Σιμόν Μπολιβάρ στη Λατινική Αμερική, είναι από τις ελάχιστες της εποχής που πραγματοποιήθηκαν με βάση έναν προσχεδιασμένο επαναστατικό στόχο.

Στο πλαίσιο αυτό, το προεπαναστατικό έργο των Ελλήνων διαφωτιστών διανοούμενων είναι η επινόηση της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων, η διάδοσή της, η διδασκαλία της και τέλος η ανύψωσή της σε πολιτική ιδεολογία. Ο Ανώνυμος συνόψισε θαυμάσια αυτή την ιδεολογία στην Ελληνική Νομαρχία. Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης είναι η ιστορία ενός πολιτικού υποκειμένου που αυτοοργανώνεται και μετεξελίσσεται: από την δράση των διαφωτιστών διανοούμενων και την Φιλική Εταιρεία, μέχρι τα τοπικά πολιτεύματα, την Εθνική Διοίκηση, την πρώτη Εθνοσυνέλευση και τη σύνταξη του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος».

Με το «ζωτικό ψεύδος», γνωστό από τα έργα του Ερρίκου Ίψεν, άνθρωποι και κοινωνίες κατασκευάζουν καθησυχαστικές ιστορίες για να αποφύγουν ή να αποκρύψουν οδυνηρές και συχνά αδυσώπητες αλήθειες. Κάθε ζωτικό ψεύδος συνδέεται με ιστορίες που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, ενώ ασήμαντα γεγονότα αποκτούν μεγάλη διάσταση, προκειμένου να διατηρηθεί η ασφάλεια της ομάδας και η εικόνα ενός ωραιοποιημένου εαυτού. Το ψέμα είναι ζωτικό επειδή διατηρεί μία επιφανειακή αρμονία και λειτουργεί σαν μια συλλογική κοινωνική καθησυχαστική συνείδηση, παρά το μεγάλο κόστος.

Ο Σβορώνος σε εκείνο το επίδικο άρθρο του για την εθνογένεση, αναφέρει πως για να γνωρίσεις τις διαδοχικές συνειδητοποιήσεις ενός λαού, πρέπει να γνωρίσεις την ιστορία του. Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό το Εικοσιένα. Γιατί, ένας λαός εθισμένος στη λήθη και τη σιωπή, στους μύθους και τις παραμυθίες, σε νοσταλγικές αφηγήσεις και επιλεγμένες μνήμες, βρίσκεται (ακόμα) πολύ μακριά από την ιστορική του αυτογνωσία.

Δημοφιλή