Επισκεπτόταν την παραλία Μαύρα Βόλια, με τα μαύρα βότσαλα ή καθόταν δίπλα στο μάγγανο, τον παραδοσιακό τροχό που ρίχνει νερό στις λεμονιές που πάλλονται από τον ήχο των λαλίστατων γρύλων και με αυτόν τον τρόπο θυμόταν την αγάπη που είχε ο πατέρας μου για τη Χίο και για εκείνη.
cunfek via Getty Images

5 Αυγούστου 2014, Χίος, Ελλάδα

Η χρυσαφένια λάμψη του απογευματινού ήλιου λούζει τα ταπεινά χωράφια με τα πυκνά σπαρτά και τα δεμάτια από άχυρα. Πλανάται πάνω από τα πυκνά και σκούρα φύλλα της λεμονιάς, τους κατεστραμμένους μπεζ πέτρινους τοίχους που χωρίζουν τα χωράφια καθώς η πόλη της Χίου φαίνεται να υποχωρεί και η βλάστηση του Κάμπου να ξεχύνεται και να κυριαρχεί.

Οι αχτίδες του ήλιου με ζεσταίνουν, καθώς ρεμβάζω από το μπαλκόνι μου και τα μάτια μου "τρέχουν" στον ορίζοντα με τα κυματιστά δέντρα. Η ενισχυμένη ψαλμωδία του παπά μεταφέρεται στο τοπίο από το φύσημα του αέρα. Η παραφωνία και το ρινικό βουητό, αντί να ταράσσουν τις αισθήσεις μου, είναι στην πραγματικότητα ανακουφιστικές. Τώρα, η λιτανεία με ναρκώνει, αλλά την ίδια ημέρα, 34 χρόνια πριν, προσπαθώντας να σταθώ όρθια στηριζόμενη σε αυτό το ίδιο μπαλκόνι, η ψαλμωδία έσκιζε την καρδιά μου σε χίλια κομμάτια. Είχα χάσει τον πατέρα μου από εμβολή που προκλήθηκε από ατύχημα. Ήμουν και πάλι αντιμέτωπη με τον θάνατο, τον θάνατο της μητέρας μου επτά μήνες πριν.

O θάνατος και των δύο γονιών μου δημιούργησε τέτοιο χάσμα στον χρόνο που με διαβεβαίωνε ότι έχω πλέον μεγαλώσει. Δύο τόσο διαφορετικοί θάνατοι. Εκείνος του πατέρα μου «σακάτεψε» τα συναισθήματά μου και την κρίση μου για πάρα πολλά χρόνια. Η καταστροφή ήρθε σαν στρόβιλος στη ζωή μου και ο απόηχος της είχε σοβαρές επιπτώσεις. Στην περίπτωση της μητέρας μου προσδοκούσα αυτό το ακατανόητο κενό και τον χαμό του μοναδικού μέρους που η καρδιά μου ησύχαζε καθώς έβλεπα τα τελευταία χρόνια, την άνοια να την κυριεύει αργά και με αμείλικτη βαρβαρότητα. Όταν «έφυγε», η αυτοκυριαρχία μου ήταν όσες και οι «νοητές» πρόβες που είχα κάνει φανταζόμενη αυτή τη στιγμή. Ακόμα αντιμετωπίζω τον θάνατό της με κάποια απόσταση. Σαν να ήμουν μέσα σε έναν φάκελο από ζελατίνα που μουδιάζει κάθε επικείμενη υστερία και εμποδίζει τα δάκρυά μου.

Τα περισσότερα καλοκαίρια μου τα περνάω στη Μύκονο, ένα αφιλόξενο βραχώδες νησί που πάλλεται από την εορταστική του ενέργεια, διάσημο για τα εκκωφαντικά του πάρτι και τα Διονυσιακά του ξεφαντώματα.

Η μετάβαση από το κοσμικό Κυκλαδίτικο νησί στους κατάφυτους οπωρώνες και στις απομονωμένες εκτάσεις της Χίου στο Βόρειο Αιγαίο, όπου βρίσκεται ο οικογενειακός μας τάφος μου προσέφερε νηφαλιότητα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έτρεμα την ιεραρχική μετάβαση από το δικό μου μικρότερο δωμάτιο στο διπλανό που κάποτε ήταν της μητέρας μου. Ήταν, όμως μία μακρά διαδικασία που μου προσέφερε στήριγμα. Η θέα, που ήταν ακόμα πιο όμορφη από το δωμάτιο της, με έκανε να νιώθω σαν να με καλωσορίζει. Ο ύπνος μου είναι πάντα άστατος. Εκείνες τις μέρες, όμως, κοιμήθηκα αθόρυβα, λες και καθόταν δίπλα στο κρεβάτι μου, απαλύνοντας όλες μου τις έγνοιες και τις ανησυχίες, σαν έναν τρυφερό φύλακα.

Αντιστεκόμενη στην ψυχαναγκαστική μου ορμή να τακτοποιώ και να οργανώνω κάθε αντικείμενο και σκέψη στη ζωή μου, δεν μετακίνησα τα καλοκαιρινά πράγματά της από την ντουλάπα. Οι ξεθωριασμένες της σαγιονάρες και οι ελαφρώς χαλασμένες ψάθινες τσάντες θαλάσσης ήταν ακριβώς εκεί που τις άφησε, να συνυπάρχουν χαρούμενα με τη συλλογή μου από μεγάλες τσάντες. Στη νωθρότητα της απογευματινής μοναξιάς απήλαυσα, όπως κάνω κάθε χρόνο, τη χαρά του να είμαι στο σπίτι μου με την υπνωτιστική ζέστη και τον ήχο από τα έντομα να παρεισφρέει σε αυτή.

Κάθε απόγευμα καθώς καθόμουν στο κρεβάτι μου και διάλεγα ποια κοσμήματα θα φορέσω το βράδυ, ένιωθα να παίρνω την ντελικάτη μορφή της, να υιοθετώ την ήρεμη στάση του σώματός της. Ήταν μία σύνδεση μαζί της, ανυπέρβλητη και ευτυχής που με έκανε να μου λείπει λιγότερο.

Με έκανε, όμως, και να συνειδητοποιώ ότι έχει "φύγει". Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπλε τσαλακωμένο πλαστικό διακοσμητικό που μου είχαν φτιάξει τα παιδιά μου στην καλοκαιρινή κατασκήνωση που είχαν πάει στα βροχερά Χάιλαντς της Σκωτίας. Κρεμόταν από ένα ξύλινο, βαμμένο ντουλάπι που συνήθιζε να αποθηκεύει θησαυρούς ομορφιάς και φαρμακευτικά επιστημονικά θαύματα. Από εκεί η μητέρα μας, μας έδινε ασπιρίνη, σαπούνι από τριαντάφυλλο και γεράνι ή Γαλλικό αφρόλουτρο από τα Χάροντς, που πάντοτε δημιουργούσε το αίσθημα θαυμασμού και ευχαρίστησης στα παιδιά της και τα εγγόνια της.

Η μητέρα μου καταγόταν από τη Σύρο και ο πατέρας μου από αυτό το μεγαλύτερο νησί που έχει αναθρέψει φημισμένους πλοιοκτήτες και εμπόρους. Η Χίος είναι γνωστή για τα οχυρωμένα χωριά της και την μαστίχα της, που δεν φυτρώνει πουθενά αλλού στον κόσμο και η μητέρα μου την έκανε το πνευματικό της σπίτι. Χήρα για 34 χρόνια, περνούσε κάθε καλοκαίρι στο εξοχικό του πατέρα μου. Επισκεπτόταν την παραλία Μαύρα Βόλια, με τα μαύρα βότσαλα ή καθόταν δίπλα στο μάγγανο, τον παραδοσιακό τροχό που ρίχνει νερό στις λεμονιές που πάλλονται από τον ήχο των λαλίστατων γρύλων και με αυτόν τον τρόπο θυμόταν την αγάπη που είχε ο πατέρας μου για τη Χίο και για εκείνη.

Ακόμα θυμάμαι τις κρίσεις πανικού που με κυρίευαν το βράδυ που έχασα τον πατέρα μου. Υπάρχει μία θλίψη, στο μαύρο σκοτάδι που υπάρχει στις 5 το ξημέρωμα. Καμία άλλη φωνή δεν μπορεί να ηχήσει στα αυτιά σου, κανένας περισπασμός για το ψυχοφθόρο κενό που αναδύεται ανάμεσα στην καρδιά και το στομάχι.

Με τη μητέρα μου, ο θρήνος μου ήταν ήρεμος. Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα της ξαναμιλήσω ποτέ. Δεν θα ξαναέχω μαζί της, ούτε καν τη μονόπλευρη συζήτηση που κάναμε, όπου την πείραζα και έκανα τον γελωτοποιό, ενώ η μητέρα μου δεν θυμόταν τίποτα. Είμαι ειδικός στις αυταπάτες, αλλά ακόμα κι εγώ αναγνώριζα ότι έχει άνοια. Παρόλα αυτά είχαμε την αγαπημένη μας καθημερινή ρουτίνα, το απλανές της βλέμμα που κοίταζε ακούραστα την τηλεόραση που έμενε ανοιχτή για ώρες, το ροζιασμένο, αλλά ακόμα όμορφο χέρι της, που κρατούσε το δικό μου. Και στις δύο μας έλειπε το μυαλό της, αλλά τουλάχιστον μπορούσαμε να είμαστε ακόμα μαζί.

Φοβόμουν το βάρβαρο θέαμα και το σκληρό τράνταγμα του θανάτου. Φοβόμουν να μείνω μόνη μαζί της σε εκείνη την τελική κρίση, φοβόμουν μήπως την εγκαταλείψω και δεν της προσφέρω ανακούφιση. Μήπως δεν καταφέρω να τη διαβεβαιώσω ότι όλα θα πάνε καλά, εκείνο το τελευταίο δέκατο του δευτερολέπτου που "έφευγε" από κοντά μας.

Τελικά, κανένας από αυτούς τους φόβους δεν έγινε πραγματικότητα. Πέθανε περιτριγυρισμένη από τα παιδιά της και τα εγγόνια της, να την κρατάνε. Έφυγε με την αγάπη μας και τις προσευχές μας.

Ο θάνατός της, όπως και η ζωή της, συνέβη με χάρη και αξιοπρέπεια. Η αύρα και όλη η ατμόσφαιρα του θανάτου της είναι ακόμα μαζί μου, ένας βλαβερός φόβος, παράλυση που έχει προκληθεί από την απώλεια. Η αποτύπωσή του, όμως, σε χαρτί ήταν όπως συνήθως καθαρτική.

Η ανάμνηση της μου προκαλεί ακόμα στεναχώρια αλλά η αγάπη της για εμένα και το γεγονός ότι αναπαύθηκε και είναι ευτυχής με τον τρόπο της, απαλύνει τον πόνο μου. Αμφιβάλλω, όμως, αν θα τον διώξει ποτέ μακριά.

Δημοφιλή