Τη χρονιά που διανύουμε συμπληρώνονται 2400 χρόνια από την γέννηση μιας από τις πλέον σημαντικές μορφές στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, του Αριστοτέλη. Η Γενική Διάσκεψη της UNESCO, συνεπώς, εύστοχα αποφάσισε να ανακηρύξει το 2016 «Επετειακό Έτος Αριστοτέλη». Στο πρόσωπο του Αριστοτέλη δεν τιμάται, φυσικά, ο ίδιος. Κάτι τέτοιο δεν θα είχε, άλλωστε, νόημα για έναν φιλόσοφο που σημάδεψε ανεξίτηλα τη διανόηση του δυτικού κόσμου συνολικά, του οποίου οι φιλοσοφικές θέσεις διδάσκονται μετ' επιτάσεως και αδιαλείπτως από την αρχαιότητα έως σήμερα, και τον οποίον δεκάδες επιστημονικά πεδία αναγνωρίζουν και τιμούν ως θεμελιωτή τους. Στο πρόσωπο του Αριστοτέλη τιμάται η λαμπρή φιλοσοφική παράδοση του δυτικού κόσμου, την οποία εκείνος θεμελίωσε από κοινού με τον Πλάτωνα. Τιμάται, επίσης, ο πνευματικός πολιτισμός και ο πνευματικός άνθρωπος. Το επετειακό έτος Αριστοτέλη εορτάζεται με επισημότητα και λαμπρότητα σε ολόκληρο τον κόσμο, διότι η σκέψη του σπουδαίου αυτού πνεύματος σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε τον κόσμο μας όπως αυτός είναι σήμερα. Τα βλέμματα της παγκόσμιας φιλοσοφικής κοινότητας, όμως, όπως είναι φυσικό, είναι στραμμένα στον τόπο αυτόν που δικαιούται να σεμνύνεται πως γέννησε και εξέθρεψε ένα τέτοιο πνεύμα, στην χώρα μας - και ιδιαιτέρως στην Αθήνα. Και για τούτο υπάρχουν αρκετοί καλοί λόγοι.
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγειρα της Μακεδονίας και, έως ότου εκμετρήσει τον βίο του στην Χαλκίδα, είχε ήδη προλάβει να ζήσει σε πέντε μεγάλες ελληνικές πόλεις. Καμία, ωστόσο, δεν μπόρεσε να τον κερδίσει και να τον κρατήσει κοντά της για περισσότερα χρόνια από όσα η Αθήνα, στην οποία έζησε συνολικά περίπου 32 έτη μοιρασμένα σε δύο μεγάλες περιόδους, σχεδόν τα μισά της ζωής του. Καμία πόλη, επίσης, δε δικαιούται να καυχάται πως σημάδεψε τον Αριστοτέλη περισσότερο από όσο η Αθήνα - σε αυτήν διδάχθηκε αλλά και δίδαξε τη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης οφείλει στην Αθήνα αυτό που έγινε: ο μέγιστος των φιλοσόφων. Αλλά και η Αθήνα οφείλει στον Αριστοτέλη αυτό που έγινε: η διαχρονική παγκόσμια πρωτεύουσα του πνεύματος.
Φέτος το καλοκαίρι - και συγκεκριμένα από τις 10 έως τις 15 Ιουλίου - ο Αριστοτέλης θα είναι σα να επιστρέφει στην Αθήνα για ακόμη μια φορά. Αυτή την φορά δε θα είναι ο σαστισμένος δεκαεπτάχρονος που αναζητά το μέλλον του, ούτε ο ώριμος φιλόσοφος που διεκδικεί τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών. Τώρα θα βρίσκονται εδώ συγκεντρωμένοι για να τον υποδεχθούν και να τον τιμήσουν επίγονοί του από ολόκληρο τον κόσμο: φιλόσοφοι, επιστήμονες, θεράποντες των τεχνών, αλλά και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος. Όλοι αυτοί, όλοι εμείς, οφείλουμε στον Αριστοτέλη πολλά, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ξεπληρώσουμε ένα μέρος της οφειλής μας συζητώντας για αυτόν επί πέντε ημέρες στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου θα διεξαχθεί το Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας με θέμα «Η φιλοσοφία του Αριστοτέλους», συνέδριο που συνδιοργανώνουν η Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, η Διεθνής Εταιρεία Ελληνικής Φιλοσοφίας και η Φιλοσοφική Εταιρεία της Κύπρου υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας και με την υποστήριξη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Φιλοσοφικών Εταιρειών. Θα παρακολουθήσουμε την διαδρομή του συμμετέχοντας σε ειδικές συνεδρίες που θα διεξαχθούν, μεταξύ άλλων, εκεί που ο Αριστοτέλης διδάχθηκε φιλοσοφία, στην Ακαδημία του Πλάτωνος, αλλά και εκεί που δίδαξε ο ίδιος, στο Λύκειο. Θα έχουμε την σπάνια ευκαιρία να συνομιλήσουμε με διακεκριμένους φιλοσόφους για όλα αυτά που ο Αριστοτέλης είτε θεμελίωσε, είτε αποκρυστάλλωσε και καθόρισε με την σκέψη του: την πολιτική, την ηθική, την αισθητική, την ρητορική, τις φυσικές επιστήμες, την βιολογία, και τόσα άλλα επιστημονικά πεδία, πολλά από τα οποία, αν δεν τα είχε καλλιεργήσει ο Αριστοτέλης, είτε δεν θα είχαν σήμερα εξελιχθεί στον βαθμό που έχουν, είτε θα είχαν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο.
Υποστήριξα νωρίτερα πως ο κόσμος μας θα ήταν πολύ διαφορετικός εάν δεν είχε υπάρξει ο Αριστοτέλης - κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ φτωχότερος. Επιτρέψτε μου να τεκμηριώσω την θέση μου αυτήν προστρέχοντας στην επιστήμη που ο ίδιος έχω την τιμή να υπηρετώ, την Ηθική. Η Ηθική έχει μια ιδιαιτερότητα έναντι των υπολοίπων επιστημών, και τούτη έγκειται στο ότι όλοι μας μετέχουμε σε αυτήν αφ' ενός ενεργά, αφ' ετέρου αναπόδραστα, κάτι που δεν συμβαίνει, φέρ' ειπείν, με τη βιολογία ή την φυσική. Οι δυο αυτές επιστήμες μπορούν να εξελίσσονται ερήμην ημών: προφανώς όλοι μας επηρεαζόμαστε από τα επιτεύγματά τους, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμμετέχουμε στον σχετικό με αυτές διάλογο και να λαμβάνουμε θέση στα ζητήματα που προκύπτουν.
Σε ό, τι αφορά την Ηθική, αντιθέτως, δε γνωρίζω κάποιον που να πορεύεται στην ζωή του χωρίς συγκεκριμένες ηθικές αντιλήψεις και στάσεις - κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν απολύτως αδύνατο, αφού η πορεία της ζωή μας δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά μας φέρνει διαρκώς μπροστά σε σταυροδρόμια, τρίστρατα ή δαιδάλους, και κάθε φορά μπορούμε να επιλέξουμε έναν μόνον από τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά μας. Τις περισσότερες από αυτές τις φορές, αν όχι όλες, επιλέγουμε τον δρόμο μας στηριγμένοι σε ένα «πρέπει» ή σε ένα «δεν πρέπει». Η ζωή μας, συνεπώς είναι μια αέναη αλληλουχία ηθικών επιλογών, ένα αγώνισμα νοηματοδότησης και πρόκρισης του ορθού έναντι του εσφαλμένου. Σε αυτό το αγώνισμα ο Αριστοτέλης συνεισέφερε ένα μεγάλο μέρος των κανόνων αφ' ενός, και έναν καλό οδηγό για πολλούς από εμάς στην καθημερινή μας ζωή.
Στο ερώτημα «ποιο δρόμο να ακολουθήσω;» ή «τι πρέπει να πράξω;» έχουν κατά καιρούς δοθεί ποικίλες απαντήσεις. Πριν από τον Αριστοτέλη (αλλά και μετά από αυτόν) οι περισσότερες εξ αυτών ήταν πάνω κάτω της μορφής: «κάνε αυτό που προστάζει ο θεός, ή εκείνο που επιβάλλει η φύση, ή ό, τι απαιτεί η στιγμή». Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που μεθοδικά και τεκμηριωμένα μας προτείνει να κάνουμε αυτό που συνάδει με την λογική μας φύση. Συγκεκριμένα, στο ερώτημα «τι πρέπει να πράξω;» απαντά: «Κάνε αυτό που θα επέλεγε ο ενάρετος άνθρωπος». Και ποιος είναι αυτός; «Εκείνος που διακρίνεται από τις αρετές». Και τι είναι πάλι ετούτες; «Γνωρίσματα του χαρακτήρα που μας οδηγούν στην ευδαιμονία». Και πώς θα ξεχωρίσουμε τα γνωρίσματα αυτά; «Αποφεύγουν τα άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη, και αγαπούν την μεσότητα, ανάλογα, βεβαίως, με την περίσταση».
Ο Αριστοτέλης, με λίγα λόγια, μας λέει πως για να αποφασίσουμε σωστά κάθε φορά που βρισκόμαστε σε δίλημμα, είναι αρκετό να εντοπίσουμε τη μέση οδό μεταξύ των δύο άκρων, όπως αυτά διαμορφώνονται κατά περίσταση, και να την επιλέξουμε. Πάνω από όλα, ωστόσο, μας λέει πως η ηθικώς ορθή επιλογή είναι στις άκρες των δακτύλων μας: ο λόγος μας, κοινός σε όλους τους ανθρώπους, είναι επαρκής ώστε να εντοπίσουμε και να επιλέξουμε το σωστό, το δίκαιο, το ενάρετο. Υπό αυτήν την έννοια, ο Αριστοτέλης ανοίγει τον δρόμο τόσο για την καντιανή ηθική όσο και για την συνεπειοκρατική αιώνες αργότερα. Αν σκεφτούμε πως οι τρεις αυτές παραδόσεις καθορίζουν κατά το μάλλον ή ήττον την ηθική του δυτικού ανθρώπου έως και σήμερα, είναι, νομίζω, προφανές πόσα πολλά οφείλουμε στον Αριστοτέλη - όχι μόνον οι ειδικοί, αλλά συνολικά ο δυτικός κόσμος και ο κάθε ένας από εμάς ξεχωριστά.