Παρακολουθώντας τον Τάσο Μπουλμέτη να καθοδηγεί τους ηθοποιούς του με σταθερότητα, αυστηρότητα, αλλά και διάθεση επιβράβευσης, στα γυρίσματα της νέας του ταινίας «Νοτιάς», σκεφτόμουν πως έχει να αναμετρηθεί με τον μεγαλύτερο «εχθρό»: τον εαυτό του. Πριν 15 χρόνια, η «Πολίτικη κουζίνα» έκοψε 1,6 εκατομμύρια εισιτήρια. Ακόμα και η γιαγιά μου, που είχε τριάντα χρόνια να πάει σινεμά, σηκώθηκε από τον καναπέ της για να μυρίσει στο πανί τις μυρωδιές της Πόλης και να νοιώσει το γλυκόπικρο συναίσθημα της συμβίωσης με τους Τούρκους.
Ο Μπουλμέτης έπρεπε για χρόνια να διαχειριστεί όλη αυτή την υπέρμετρη προσδοκία της «επόμενης ταινίας». Όπως μου λέει, αυτό τον άγχωνε για μεγάλο διάστημα, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασε. «Έπρεπε επιτέλους να αποδομήσω αυτό το συναίσθημα δέους για την Πολίτικη Kουζίνα. Η διαχείριση της επιτυχίας δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Κι εγώ το μόνο που ήθελα πάντα είναι να παραμείνω απομονωμένος με τους φίλους μου». Σήκωσε λοιπόν τα μανίκια και ετοιμάζει ένα φιλμ που δεν έχει σχέση με γεύσεις και Τούρκους αλλά διαθέτει το αναγνωρίσιμο στυλ του: γλυκόπικρο χιούμορ, νοσταλγία, συναίσθημα και συλλογικές ελληνικές μνήμες: βλέπετε, ο «Νοτιάς» παρακολουθεί την ενηλικίωση ενός παιδιού (τον ενσαρκώνει ο πολλά υποσχόμενος Γιάννης Νιάρρος) από το 1968 έως την μεταπολίτευση, φτάνοντας μέχρι το 1981, δηλαδή την άνοδο του Ανδρέα.
Βρισκόμαστε στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, στην καρδιά του Πειραιά, έναν χώρο που με το καλημέρα σε ταξιδεύει στην Ελλάδα του χθες. Μια αίθουσα έχει μεταμορφωθεί σε σημείο συνάντησης μιας ομάδας Αριστερών φοιτητών της εποχής του '70 (μετά το Πολυτεχνείο): τα συνθήματα στους τοίχους οικεία: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», «Κάτω οι Αμερικάνοι», «Ρήγας Φεραίος», «Το Πολυτεχνείο ζει», «Ποτέ πια φασισμός», εικόνες του Βελουχιώτη, αφίσες της Πανσπουδαστικής και της ΠΑΣΠ. Η αίθουσα γεμάτη κάπνα διότι οι καλλιτεχνίζοντες πολιτικοποιημένοι φοιτητές της εν λόγω σκηνής καπνίζουν αρειμανίως (στην πραγματικότητα ένα μηχάνημα εκτοξεύει συνεχώς καπνό!).
«Πρόκειται για μια δική μου, βιωματική αναφορά στο τότε Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών», μου εξηγεί ο Τάσος Μπουλμέτης. Στην πραγματικότητα, όλη η ταινία βασίζεται εν πολλοίς σε αυτοβιογραφικά περιστατικά. «Και το οικογενειακό πλαίσιο της ταινίας βιωματικό είναι», ομολογεί. Ακόμα και τα ερωτικά του ήρωα; τον ρωτώ. Χαμογελά. «Ναι, μέχρι ενός σημείου».Πάντως ο κινηματογραφικός του ήρωας «ερωτεύεται στην πορεία γυναίκες που είναι συνδεδεμένες με κάποιον τρόπο με το εκάστοτε πολιτικό σύστημα της εποχής».
Ένα πλήθος νεαρών, φάτσες προσεκτικά επιλεγμένες από την υπεύθυνη κάστινγκ Σωτηρία Μαρίνη, αναδίδουν αυτήν την χαρακτηριστική «σεβεντίλα»: παντελόνι καμπάνα, μακρύ μαλλί, κοκάλινα γυαλιά, πουλοβεράκια, πουκαμισάκια, αλογοουρές και μούσια -πολλά μούσια. Μας θυμίζει το «Ρήγας Φεραίος ο κάθε σέξι νέος!». Γραφομηχανές και βιβλία συμπληρώνουν το σκηνικό. «Τα τασάκια να γεμίσουν με αποτσίγαρα παρακαλώ!», φωνάζει ο Μπουλμέτης. Ο οποίος εξηγεί στα παιδιά (ανάμεσά τους ο πρωταγωνιστής, και ο κολλητός του, τον οποίο ενσαρκώνει ο Όμηρος Πουλάκης): «Μόλις έχει πέσει η χούντα. Επικρατεί πολιτικός αναβρασμός, και κάνει την εμφάνισή του το ΠΑΣΟΚ».
Οι φοιτητές ετοιμάζουν μια στρατευμένη ταινία μικρού μήκους και καλούνται να αποφασίσουν για το σενάριο. Κάποιες από τις ατάκες τους κλείνουν το μάτι στο σήμερα: «Τώρα η Ελλάδα, εκτός από τους Αμερικάνους έχει και νέους «συμμάχους»: τους Ευρωπαίους, που κι αυτοί επιβουλεύονται την εθνική μας ανεξαρτησία»...Ή, «ο λαός αναζητά απελπισμένα νέους μύθους και νέους ήρωες».
Η ταινία υποτίθεται πως παρακολουθεί την περιπλάνηση ενός επαρχιώτη φοιτητή στη σύγχρονη Αθήνα. Ο οποίος γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα και «συνειδητοποιεί πως παντού καραδοκεί ένα τέρας έτοιμο να τον κατασπαράξει». Ποιο είναι αυτό; Η γραφειοκρατία, η διαρκής παρουσία της αστυνομίας, η μοναξιά, ο καπιταλισμός.
Η στιχομυθία που ακολουθεί έχει πλάκα, καθώς ο Όμηρος Πουλάκης εξανίσταται ως προς την χρήση ευρυγώνιου φακού στην ταινία: «Σας θυμίζω πως ο ευρυγώνιος φακός είναι αγαπημένος της αστικής τάξης! Καταφέρνοντας να βάλει στο πλάνο τα πάντα, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ότι όλα μπορούν να αποκτηθούν απ' όλους!».
«Σας είναι καθόλου οικεία ολ΄ αυτά;», ρωτάει τα νεαρά παιδιά, μαζί κι εμένα, ο σκηνοθέτης. Η αλήθεια είναι πως κάτι απ΄ όλο αυτό το κλίμα «διασώζεται» ακόμα στα πανεπιστήμια. Αλλά τείνει να εκλείψει... Δύσκολοι καιροί για ρομαντικούς.
Ο Όμηρος Πουλάκης πάντως («Το γάλα», «Τungsten»), αργότερα θα μου πει κάτι που με βάζει σε σκέψεις: «Υπάρχει κάτι κοινό στο τότε και στο σήμερα: η πολιτική είναι στο προσκήνιο. Διότι για μια πολύ μεγάλη περίοδο υπήρχε μια αδιαφορία για τα πολιτικά. Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία χαρακτηριζόταν πολύ ντεπασέ να ασχολείται κανείς με τέτοια πράγματα».Σκέφτομαι ότι η δική μου γενιά, εκτός από «απολιτίκ», κατηγορήθηκε πως μεγάλωσε στα πούπουλα, χωρίς να βιώσει δύσκολες καταστάσεις. Ο Όμηρος βέβαια ανήκει στην αμέσως επόμενη γενιά. «Εμείς δεν δεχτήκαμε τέτοια κριτική. Προσωπικά, από τα 20 μου θυμάμαι να γίνονται άσχημα πράγματα. Θυμάμαι πώς ένοιωθα το 2004, με τους Ολυμπιακούς, όλο αυτό το γκροτέσκο πράγμα, αυτήν την υπερβολή. Υπήρχε ένας δημόσιος διάλογος αλλά όσοι εξέφραζαν την δυσπιστία τους για όλο αυτό αντιμετωπίζονταν με χλεύη».
Κάποιοι σήμερα μιλούν για μια γενιά καταδικασμένη. Ο Όμηρος διαφωνεί: «Και η χούντα ήταν καταστροφή όμως εκείνη η γενιά αντιστάθηκε σημαντικά. Και σήμερα έχει επέλθει καταστροφή αλλά δεν σημαίνει πως είμαστε καταδικασμένοι. Δεν μπορείς να προδικάσεις το ιστορικό πρόσημο μιας γενιάς».
Το μάτι μας παίρνει την Μαργαρίτα Μαντά, αξιόλογη σκηνοθέτρια («Για πάντα»), η οποία εργάζεται στο πλευρό του Μπουλμέτη έχοντας αναλάβει το σκριπτ. Όσο για τον Σίμο Σαρκετζή, πρέπει να είναι ο νεότερος διευθυντής φωτογραφίας που έχουμε. Μολις 39 ετών, απίστευτα ταλαντούχος, έχει υπογράψει μεταξύ άλλων και την «Μικρά Αγγλία» του Βούλγαρη.
Ο «Νοτιάς» «είναι με έναν τρόπο η συνέχεια της «Πολίτικης Κουζίνας», μου λέει ο Τάσος Μπουλμέτης. «Kαι εδώ, σε έναν μεγάλο βαθμό, ταυτίζομαι με τον ήρωα. Πάντα άλλωστε, θα βάζω στις ταινίες μου έναν Κωνσταντινουπολίτη...» Το σενάριο άρχισε να το δουλεύει πριν 5-6 χρόνια κι ήταν ακριβώς το βιωματικό αυτό στοιχείο που τον έπεισε πως αυτός πρέπει να είναι ο καμβάς της επόμενης ταινίας του.
Νοσταλγία -και πάλι. Για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. «Κι όμως, συνεχίζουν να υπάρχουν ψήγματα εκείνης της εποχής και σήμερα. Θα διακρίνει κάποιος μια επικαιρότητα στο φιλμ. Κάποια πράγματα στην ρητορική εκείνης της εποχής, θα φανούν πολύ οικεία. Nοσταλγία, ναι, αλλά θα την χαρακτήριζα «μια σαρκαστική νοσταλγία». Θα είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία, με καλοπροαίρετο χιούμορ».
Το νεαρό ήρωα, τον Γιάννη Νιάρρο, τον είδε στο θέατρο, στην «Δυτική Αποβάθρα» στο Εθνικό. και εντυπωσιάστηκε. «Έξι μήνες τώρα δουλεύει απίστευτα. Έχει μια φοβερή καριέρα μπροστά του».
Η επιτυχία της «Πολίτικης Κουζίνας» πάντως τον βοήθησε να βρει ευκολότερα χρηματοδότες. «Ο OTE TV ήταν ο βασικός από αυτούς. Και τώρα έχει δημιουργήσει ένα φοβερό πρόγραμμα που ενθαρρύνει προτάσεις με ελληνικό θέμα. Από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου δεν έχω ακόμα απάντηση. Είναι ομιχλώδης η κατάσταση εκεί».Η ταινία του φαινομενικά μιλά για το χθες. «Στην ουσία όμως έχω καταπιαστεί με το σήμερα. Αναφέρομαι στην περίοδο όπου εδραιώνεται το σενάριο της επίπλαστης ευμάρειας τη οποίας το αποτέλεσμα βιώνουμε σήμερα. Ένα σενάριο το οποίο ήρθε να εκτελέσει το ΠΑΣΟΚ...».
Και σήμερα; Πρώτη φορά Αριστερά. Πως αξιολογεί τους πρώτους τρεις μήνες της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ; «Η εντατική ενασχόληση μου με την ταινία δεν μου επιτρέπει να έχω μια απόλυτα ρεαλιστική εικόνα του τι συμβαίνει. Αυτό που εισπράττω ωστόσο είναι μια απογοήτευση και ένα δέος από τον κόσμο. Μια γενικότερη αγωνία για το που θα οδηγηθεί η χώρα και ο καθένας μας».
Και οι τρεις ταινίες του μέχρι σήμερα διαδραματίζονται σε «τυρβώδεις περιόδους της Ελλάδας: η πρώτη, η «Βιοτεχνία Ονείρων», κατά την διάρκεια αυτού που αποκαλέστηκε το «βρώμικο» '89. Η «Πολίτικη Κουζίνα», στην περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Και σήμερα, ο «Νοτιάς», σε μια εποχή αναμονής, αβεβαιότητας, χωρίς την αισιοδοξία της αρχής».
Κάτι που τον ενοχλούσε ανέκαθεν στην Ελλάδα είναι ο κρατισμός: «Αισθάνομαι ότι μου ζητούν να παράγω πλούτο, ο οποίος θα φορολογείται ούτως ώστε να τροφοδοτείται διαρκώς ο Μινώταυρος του Κρατισμού». Τονίζει πάντως πως δεν αναφέρεται μόνο στην σημερινή κυβέρνηση...
Παρατηρώ μια αφίσα με το σλόγκαν που «άνδρωσε» γενιές και γενιές: «Έξω οι Αμερικάνοι». «Οι Αμερικάνοι βέβαια, παρέμειναν πανηγυρικά. Και σήμερα, ο καθένας θέτει διαφορετικούς εχθρούς στο στόχαστρό του: τους δανειστές, τους τοκογλύφους. Για μένα πάλι ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι: έχουμε μια αυτοκαταστροφική διάθεση. Δεν έχουμε συμφιλιωθεί με τις διάφορες ήττες και απογοητεύσεις που είχαμε στο παρελθόν. Μια διαχρονική θεματική των ταινιών μου άλλωστε, συνειδητοποίησα πως είναι η διαχείριση της απώλειας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο».