Τατιάνα Σπινάρη: Δεν νιώθω πως υπήρξε καμία έκθεση στην οποία συμβιβάστηκα

Αν και ιστορικός τέχνης, δεν είχε εμπειρία στον συγκεκριμένο χώρο. «Μια γκαλερί δεν είναι ίδρυμα, έχει εμπορικό χαρακτήρα. Κι έπρεπε να βρω την σωστή ισορροπία. Μου φαινόταν παράξενο να εμπορεύομαι την τέχνη. Ένιωθα μια καχυποψία απέναντι σε όλο αυτό. Θυμάμαι τότε που κάναμε την έκθεση στον Στηβεν Αντωνάκο, να με ρωτάει η κοπέλα που με βοηθούσε: «Με συγχωρείτε, τα έργα αυτά τα δείχνουμε απλώς ή τα πουλάμε;». Και να της απαντώ: «Τα δείχνουμε, για να τ' αγαπήσουνε, αλλά αν κάποιοι επιμείνουν, τους τα πουλάμε!».
archive

Το γιοτ του Δάκη Ιωάννου με το προβοκατόρικο όνομα «Guilty» σκίζει ανάλαφρα τα νερά του Αργοσαρωνικού και αράζει στο λιμάνι του Πόρου. Φιλοτεχνημένο από τον διάσημο Τζεφ Κουνς προσελκύει το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων που μένουν να χαζεύουν με ανοιχτό το στόμα τα μοναδικά χρώματα αυτού του πλωτού έργου τέχνης. Όμως το Guilty και ο γνωστός συλλέκτης και επιχειρηματίας, δεν ήταν οι μόνοι επώνυμοι επισκέπτες του Πόρου το περασμένο σαββατοκύριακο. Ένα πλήθος εικαστικών, ανάμεσά τους και ο Κώστας Βαρώτσος, ο ταλαντούχος (και όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε γοητευτικός) Έλληνας γλύπτης του εκπληκτικού Δρομέα, που «ασθμαίνει» απέναντι από το Χίλτον ακριβώς όπως ο σύγχρονος άνθρωπος, βρέθηκαν στο όμορφο νησί παρέα με άλλους συλλέκτες, εικαστικούς, δημοσιογράφους και ανθρώπους του πολιτισμού.

Αφορμή η έκθεση στην γκαλερί Citronne του Γιώργου Λάππα, πρωτοπόρου γλύπτη, που χάθηκε πρόωρα πέρυσι. Και μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, η έκθεση της συζύγου του Λάππα, της Αφροδίτης Λίτη, στον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Πόρου. Οι κουκουβάγιες της Λίτη, έργο ετών, με το απόκοσμο, σχεδόν μεταφυσικό, βλέμμα τους κατέλαβαν τo μουσείο «συνομιλώντας» με τα αρχαία εκθέματα, σαν να έχουν προσγειωθεί αυθάδικα πάνω τους... Δύο σημαντικοί καλλιτέχνες, ζευγάρι στη ζωή, συναντιούνται και πάλι, μετά θάνατον, με πρωτοβουλία της Τατιάνας Σπινάρη-Πολλάλη: της γυναίκας που τα τελευταία χρόνια εκτόξευσε τον Πόρο σε διεθνή καλλιτεχνικό προορισμό.

Ιδιοκτήτρια της γκαλερί Citronne, που πήρε, όπως μας είπε, το όνομά της από το γειτονικό Λεμονόδασος (όπως και το γνωστό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη), η Τατιάνα Σπινάρη συνεχίζει να φέρνει στο μικρό γραφικό νησί τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής πρωτοπορίας. Οι κάτοικοι του Πόρου γρήγορα την αγκάλιασαν -κι ας υπάρχουν οι γνωστές γκρίνιες του τύπου «φέρνει όλο ξένους, δεν προβάλλει τους ντόπιους καλλιτέχνες». Αυτή είναι όμως η μειοψηφία. Διότι το νησί μόνο κερδισμένο βγαίνει από τις διαρκείς τονωτικές ενέσεις που του προσφέρει η γκαλερί της.

Κοσμοπολίτισσα, κομψή και φινετσάτη, αλλά χωρίς ίχνος επιτήδευσης, η Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη, μιλά με πάθος για το όραμά της κοιτώντας με το ευθύ φωτεινό γαλάζιο βλέμμα της. Ιστορικός τέχνης με σπουδές στην Αμερική και διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και την Μουσειολογία, δίδαξε στο Boston College. Στις ΗΠΑ γνώρισε και τον σύζυγό της, τον Σπύρο Πολλάλη, καθηγητή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Χάρβαρντ. Έξω γεννήθηκαν και τα δυo τους παιδιά με αποτέλεσμα να πηγαινοέρχονται συνεχώς στην Ελλάδα.

«Ο Σπύρος έχει καταγωγή από τον Πόρο, εδώ περνούσε τα καλοκαίρια του και είναι συνδεδεμένος με το νησί, έτσι πριν 14 χρόνια αγοράσαμε αυτό το σπίτι», εξηγεί.

«Αυτό το σπίτι είναι ένα λευκό πανέμορφο οίκημα υδραίικου χαρακτήρα μπροστά στη θάλασσα, στην αριστερή πλευρά του λιμανιού που στο μπροστινό του τμήμα στεγάζει την γκαλερί. Ήταν του Τσαμαδού, του αγωνιστή της επανάστασης». Με την Τατιάνα πίνουμε τον καφέ μας σε ένα μαρμάρινο τραπέζι στην πίσω εσωτερική αυλή, κάτω από μια κληματαριά και δίπλα σε βουκαμβίλιες. Προσέχω πως η κούπα της απεικονίζει «Το παλικάρι» του Ι.Μόραλη.

«Τα σπίτια του οικισμού», μου λέει, «είναι μεικτής χρήσης, οικιστικής και εμπορικής. Δεν θα ήταν σωστό να χρησιμοποιήσουμε το οίκημα μόνο ως κατοικία». Και κάπως έτσι της ήρθε η ιδέα για την γκαλερί.

Αν και ιστορικός τέχνης, δεν είχε εμπειρία στον συγκεκριμένο χώρο. «Μια γκαλερί δεν είναι ίδρυμα, έχει εμπορικό χαρακτήρα. Κι έπρεπε να βρω την σωστή ισορροπία. Μου φαινόταν παράξενο να εμπορεύομαι την τέχνη. Ένιωθα μια καχυποψία απέναντι σε όλο αυτό. Θυμάμαι τότε που κάναμε την έκθεση στον Στηβεν Αντωνάκο, να με ρωτάει η κοπέλα που με βοηθούσε: «Με συγχωρείτε, τα έργα αυτά τα δείχνουμε απλώς ή τα πουλάμε;». Και να της απαντώ: «Τα δείχνουμε, για να τ' αγαπήσουνε, αλλά αν κάποιοι επιμείνουν, τους τα πουλάμε!».

Οι εκθέσεις της πάντα έχουν μια φιλοσοφία, μια θεματική. Φέτος ο κοινός άξονας που ενώνει τους τρεις καλλιτέχνες που θα παρουσιαστούν μέσα στο καλοκαίρι (Γ. Λάππας, 20/5-11/7, Γ. Αδαμάκος 15/7-4/9 και Α. Αθανασιάδη 9/9-31/10) είναι «τα όρια».

Την ρωτώ αν μια γκαλερί, και μάλιστα τέτοιων αξιώσεων, μπορεί να είναι βιώσιμη σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης. «Αυτή τη στιγμή μπορεί και συντηρείται χωρίς συμβιβασμούς στην ποιότητα. Δεν νιώθω πως υπήρξε καμία έκθεση στην οποία συμβιβάστηκα. Εξάλλου είναι δύσκολο να μην πουλήσουν οι καλλιτέχνες που επιλέγω». Ταυτόχρονα όμως φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει τους ντόπιους και τους επισκέπτες. «Έχει τεράστια σημασία ο διαπαιδαγωγικός ρόλος της γκαλερί. Δεν ανοίγεις μια γκαλερί χωρίς όραμα και στόχο. Για παράδειγμα η έκθεση του Λάππα που μόλις εγκαινιάσαμε δεν είναι μια τυπική έκθεση Λάππα με τις γνωστές μπλε και κόκκινες φιγούρες του -αν και έχουμε και δύο τέτοιες. Θελήσαμε να δείξουμε σπάνια έργα του. Πώς έφτασε εκεί; Καλύπτουμε μια μεγάλη περίοδο: από τα φοιτητικά του χρόνια (1978) μέχρι το τέλος της ζωής του το 2016».

Ανάμεσα στα εκθέματα θα συναντήσει κανείς και το εκπληκτικό γλυπτό του «Σακίδιο με αυτιά» που δείχνει ακριβώς αυτό: ένα ταξιδιωτικό σακίδιο με δύο μεγάλα αυτά. Εξ ου και ο τίτλος της έκθεσης: «Φιγούρες και σακίδιο με αυτιά». Το μάτι μας πέφτει σε ένα ανθρώπινο κεφάλι όπου πάνω του στέκεται μια καρέκλα. Παραπέρα μια ανθρώπινη φιγούρα, χωρίς κορμό, με καρφιά αντί για χέρια...«Οι συλλέκτες έδειξαν ενδιαφέρον ακριβώς διότι δεν επρόκειτο για τα πιο χαρακτηριστικά του έργα».

Αυτά τα 12 χρόνια έχουν περάσει πολλοί από εδώ: από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη μέχρι τον Παναγιώτη Τέτση και από τον Κώστα Βαρώτσο μέχρι τον Χρόνη Μπότσογλου. «Καλλιτέχνες που αξίζει τον κόπο να γνωρίσει ο κόσμος».

Υπήρξαν και περιπτώσεις καλλιτεχνών συνδεδεμένων με τον τόπο: «ο Κώστας Παπανικολάου, που του κάναμε 3 εκθέσεις, εργάζεται εδώ και χρόνια στον Γαλατά, και δουλεύει πάνω σε τοπία της περιοχής». Το εκλαμβάνω ως απάντηση σε αυτούς που λένε πως θα έπρεπε να δώσει βήμα στους local artists. «Όμως μια γκαλερί πρέπει να δώσει το στίγμα της, είναι άλλος ο ρόλος της», υπογραμμίζει.

Ωστόσο διαπιστώνω πως συνεργάζεται πρόθυμα και με άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού στον Πόρο. Εκείνη άλλωστε επιμελήθηκε την έκθεση «Γλαύκες» της Αφροδίτης Λίτη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου που θα διαρκέσει έως τις 31 Οκτωβρίου.

Αναρωτιόμαστε πως εισέπραξε ο απλώς κόσμος μερικά από τα πιο «δύσκολα» έργα που έχει κατά καιρούς δείξει.

Χαμογελά και θυμάται τότε που είχε παρουσιάσει έργα του Μαρκ Χατζηπατέρα. «Ο Μαρκ χρησιμοποιούσε μέταλλα για τα έργα του: βίδες, ελατήρια, κομμάτια από παλιές λαμαρίνες... Κάποια στιγμή λοιπόν επισκέπτεται την έκθεση ο σιδεράς του Πόρου. Τον είδα να τα κοιτά με ενδιαφέρον. «Θα μπορούσα κι εγώ να το κάνω αυτό», είπε. Κι ύστερα κομπιάζει και λέει: «Βέβαια εγώ δεν θα το είχα σκεφτεί ποτέ. Δεν θα είχα την έμπνευση να το κάνω». Κατάλαβε δηλαδή ότι είναι η ιδέα, και η έμπνευση αυτό που μετατρέπει κάτι σε έργο τέχνης. Χαίρομαι πολύ να βλέπω ανθρώπους να συγκινούνται με ένα έργο -το να μπεις στην διαδικασία να το αναλύσεις είναι δευτερεύον... Γι' αυτό και καθένας μας «κουβαλάει» πολύ διαφορετικά το ίδιο έργο τέχνης».

Η ίδια είναι πολύ επιλεκτική. «Ποτέ δεν σκέφτηκα "θα πάω στο εργαστήρι ενός γνωστού καλλιτέχνη να δω τι έχει μείνει και να το δείξω". Θέλω να υπάρχει ένα σκεπτικό».

-Πώς επιλέγει αλήθεια τι θα παρουσιάσει;

Είναι πολύ προσωπική ιστορία. Επιλέγω να δείξω τα έργα που θα ήθελα να έχω στο σπίτι μου. Και ομολογώ πως έχω έργα όλων όσων παρουσίασα. Περιμένω να τελειώσει κάθε έκθεση, να επιλέξει ο κόσμος τι θέλει και ύστερα διαλέγω για τον εαυτό μου. Θα ήταν ανέντιμο να αγοράσω πριν ανοίξει η έκθεση».

Ένας καλλιτέχνης που αγαπά πολύ είναι ο Τάσος Μαντζαβίνος. «Εχω καταλήξει να έχω πολλά έργα του».

Άποψή της είναι πως πρέπει να επιλέγει κανείς τα καλύτερα έργα ενός καλλιτέχνη. «Και ως συλλέκτης, πρέπει να αγοράζεις τα καλύτερα έργα κι όχι να κάνεις ευκαιριακές αγορές επειδή κάποιο είναι έργο του χ καλλιτέχνη και το βρίσκεις σε καλή τιμή. Δεν με ενδιαφέρουν τα δεύτερα έργα, όσο καλή κι αν είναι η τιμή τους...».

Ζητώ την γνώμη της για τις συχνά εξωφρενικές ακρότητες της σύγχρονης τέχνης. «Έχουμε μπερδέψει ορισμένα πράγματα. Υπάρχει και πολύ «σκουπιδαριό» στη σύγχρονη τέχνη. Κάποια πράγματα γίνονται καθαρά για εντυπωσιασμό, χωρίς να υπάρχει ουσία...».

Ο Πόρος ήταν ανέκαθεν αγαπημένος προορισμός αλλά και πηγή έμπνευσης καλλιτεχνών. Εκτός από τον Κοσμά Πολίτη υπήρξε χώρος ανάπαυσης αλλά και αναψυχής του Γιώργου Θεοτοκά, του Κωστή Παλαμά και βέβαια του Γιώργου Σεφέρη -θρυλική είναι η πανέμορφη νεοκλασική βίλα Γαλήνη, το «κόκκινο σπίτι» κατά τους ντόπιους, όπου ο Σεφέρης κατέγραψε τις σκέψεις του για την «Κίχλη» (ένα μικρό βοηθητικό πλοίο του στόλου, το οποίο άραζε συνήθως μπροστά στο σπίτι). Από το σπίτι αυτό πέρασαν πολλοί: από τον Χένρι Μίλερ μέχρι την Γκρέτα Γκάρμπο.

Η Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη, κατάφερε να συνεχίσει αυτήν την παράδοση τοποθετώντας τον Πόρο στον σύγχρονο εικαστικό χάρτη της Ελλάδας μαζί με την Άνδρο και την Ύδρα. Γιατί τα ελληνικά νησιά δεν είναι μόνο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου»...