Κάθομαι στον τελευταίο όροφο στο γραφείο του παππού μου στο σπίτι στην Ερμούπολη, στην Σύρο. Η αποπνικτική ζέστη έχει «ψήσει» τα πλακάκια από τερακότα και τα φορτωμένα κιγκλιδώματα της βεράντας που απλώνεται από το παράθυρο του γραφείου και αντανακλούν τη θερμότητα.
Από κάτω ακούγονται φωνές από τα πολύ υπερκινητικά παιδιά που βουτάνε μέσα στη θάλασσα από την προβλήτα που βρίσκεται κάτω από την εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Πλουσίων. Ο ήλιος και η γοητεία της θάλασσας με προκαλούν να εξορμμήσω στην ταράτσα και να θαυμάσω την θέα προν την Τήνο και την Μύκονο ή να ατενίσω το βιομηχανικό όγκο του Νεώριου. Αλλά σήμερα, αντιστέκομαι.
Παραμένω καθηλωμένη στην σχετική μούχλα που αποπνέει το δωμάτιο, που μοιάζει να έχει γαντζωθεί πάνω του, αν και έχει ανακαινιστεί αρκετά συμπαθητικά από εμένα με χρώματα κρεμ και βαθυκόκκινα, με ένα μεγαλόπρεπο ξύλινο γραφείο, που θα άρεσε στον παππού, βιβλιοθήκη και ντουλάπες από μαόνι, έναν ελκυστικό καναπέ που σε εμπνέει να κάτσεις και ένα αποδοτικό τζάκι. Κανενός είδους ανακαίνιση δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό το σπίτι. Οι φωτογραφίες του και οι αναμνήσεις που νιώθεις αποτελούν χρονομηχανή για ταξίδι στο παρελθόν.
Ο Μιχάλης Πνευματικός καταγόταν από μία οικογένεια Κασίων πλοιοκτητών, που ασχολούνταν με την ιδιοκτησία πλοίων τουλάχιστον από το 1842. Γεννημένος στην Κάσο, μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε σχολείο στο Robert College, ένα σχολείο που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Ο πατέρας του αποφάσισε ότι ο γιος του πλοιοκτήτη δεν θα μπορούσε ποτέ να μάθει με τον σκληρό τρόπο, αν η μαθητεία του γινόταν σε ένα από τα οικογενειακά πλοία, οπότε έστειλε τον παππού μου να μπαρκάρει με καράβια άλλων πλοιοκτητών, ιστιοφόρα και ατμόπλοια. Τελικά έγινε και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία, και ο ίδιος καπετάνιος του δικού του πλοίου. Αφού παντρεύτηκε την Σοφία Νικολέττω και έκαναν το πρώτο τους παιδί, τη μητέρα μου Μυρτώ, μετακόμισε στην Σύρο.
Είμαι περικυκλωμένη από, ξεφτισμένες χρωματικά, φωτογραφίες πλοίων και εφοπλιστών, που έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Φωτογραφίες από την γιαγιά μου και 9 ξαδέρφια ή φίλες, ντυμένες καμαριέρες και μία μικρή φωτογραφία της μητέρας μου μεταμφιεσμένη σε ψιλομύτα Κινέζα αριστοκράτισσα. Στα ράφια υπάρχουν πολυχρησιμοποιημένα βιβλία, ογκώδεις τόμοι πλαισιωμένοι από μικρά σημειωματάρια που είναι γεμάτα από τα τακτικά γράμματα του παππού μου. Μέσα σε αυτόν τον ναό της εργασιακής δράσης, εγκατέλειψα την ιδέα του να πάω για μπάνιο στη θάλασσα...
Πέρασα τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας στο Μονακό με τον παππού μου. Ήταν αδύνατος και κάπως σκυθρωπός μέσα στη μεγάλη του ηλικία, καθώς ενέδιδε μερικές φορές στην αυτολύπηση και την εμμονή, όχι και τόσο καλή παρέα για ένα αφηρημένο παιδί τεσσάρων χρονών. Πέρασα πολλές ημέρες και απογεύματα να προσπαθώ να τον διασκεδάσω, στριφογυρίζοντας την παχουλή φιγούρα μου γύρω από το κομψό σαλόνι ακούγοντας τον δίσκο «Drink, Drink» του Mario Lanza στο γραμμόφωνο.
Αυτό τον έβγαζε πάντα από την μελαγχολία του. Κι άλλα πράγματα του έφτιαχναν το κέφι, όπως τα παχουλά όστρακα, τα οποία ο εξίσου δύσθυμος νοσοκόμος του, συνήθιζε να ξεπλένει σε νερό ώστε να τους μειώσει το αλάτι. Επίσης, απολάμβανε να νευριάζει την γιαγιά μου, που περνούσε μέρες και νύχτες στη λέσχη του Bridge, και την απειλούσε ότι θα πεθάνει ενώ βρισκόταν στη μέση ενός παιχνιδιού.
Όταν τελικά έφυγα από το Μονακό και ένιωσα ενθουσιασμό που θα πήγαινα στη σχετική ζωντάνια του Λονδίνου ή την Αθήνας, τα θολά μπλε μάτια του γέμισαν δάκρυα, με έβαλε να κάτσω πάνω στο αποστεωμένο γόνατό του, μου χάιδεψε τα μαλλιά και μου είπε ότι δεν θα με έβλεπε ξανά.
Αυτό το τετράχρονο παιδί ήταν εξοικιωμένο με την ιδέα του θανάτου μόνο με την περίπτωση του Ντίκι, ενός κίτρινου καναρινιού, του οποίου το κλουβί ήταν στην ηλιόλουστη τραπεζαρία. Αυτό το χαρούμενο δωμάτιο με τα με τα έπιπλα από κερασιά, ντυμένα με κόκκινο δέρμα είχε θέα την ταράτσα του Hotel de Paris. Κάθε μέρα, στις δώδεκα, ένας ασπρομάλλης παχουλός κύριος καθόταν σε μία πολυθρόνα στη σκιά και κάπνιζε ένα πούρο. «Αυτός είναι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Κέρδισε τον πόλεμο για εμάς», συνήθιζε να μου λέει περήφανα η αγγλίδα νταντά μου.
Οπότε, ο Ντίκι ήταν ο μόνος που είχα δει να πεθαίνει όσο ζούσα, και για αυτό τον λόγο ο θάνατος του παππού μου φαινόταν μακρινός και απίθανος. Του σκούπισα τα δάκρυα και με μια δρασκελιά έφυγα από την αγκαλιά του.
Πράγματι, έπειτα από εκείνη την τελευταία από τις πολλές επισκέψεις μου, πέθανε και και δεν τον είδα ποτέ ξανά.
Το γραφείο του παππού στην Ερμούπολη είναι ένα δωμάτιο ναυτικών θαυμάτων. Ας ξεκινήσουμε με ένα μικρό και πολυδιαβασμένο βιβλίο του C.H. Barley, «Book of Useful Information», τυπωμένο στην Ουαλία. Αυτός ο αξιοθαύμαστος τόμος απεικονίζει διαγράμματα από κάθε τύπο μηχανής, από αυτοκίνητα μέχρι ατμογερανούς, σχέδια από προπέλες, καθώς και διαγράμματα από μπόιλερ, ένα λεξικό με ηλεκτρολογικούς όρους, δυναμό, ένα γλωσσάρι για τα εξαρτήματα, μία λίστα από τις ναυτικές ημέρες που χρειάζεται ένα πλοίο για να ταξιδέψει από το Α (όπως την Accra) μέχρι το Υ (την Yokohama).
Ο Καπετάν Μιχάλης, όπως ήταν γνωστός, κρατούσε σχολαστικά ένα μικροσκοπικό ημερολόγιο που χρονολογείτο από το 1935, με το προσεκτικό και τακτικό του γράψιμο που κατέγραφε όχι συναντήσεις ή κοινωνικές υποχρεώσεις αλλά καθημερινές πληρωμές. Υπάρχουν ακόμα δύο βιβλία τσέπης του αρχιπλοίαρχου σχετικά με τα ατμόπλοια «Χαλκηδών» και «Ηράκλειος» με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο των πλοίων.
Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει επιπλέον, ξεθωριασμένους τόμους από τα NAYTIKA XΡONIKA από το 1931 μέχρι το 1940 και, το παλαιότερο από όλα, ένα κουρελιασμένο φυλλάδιο με τίτλο «Official Austro Hungarian Veritas Rule Book», γραμμένο στα ιταλικά και χρονολογημένο το 1891, τυπωμένο στην Τεργέστη. Αυτό το βιβλιαράκι και οι κανόνες που περιείχε, αφορούσαν το τελευταίο ατμόπλοιο που αγόρασε ο πατέρας του παππού μου, Γιάννης Πνευματικός, σε συνεργασία με τον Βασίλη Ρεθύμνη, το Αυστρο-ουγγρικό πλοίο «Grazia» από την Τεργέστη, το οποίο μετονόμασαν «Λεωνίδας» όταν το απέκτησαν το 1898.
Τα ράφια είναι, επίσης, γεμάτα με λίστες δεμένες με δέρμα όπως το «Lloyds Register of Shipping vessel», βιβλία όπως το «Hull and Machinery Construction Rule», προδιαγραφές συμβολαίων για διάφορα πλοία που παραγγείλει από τις εταιρείες Northumberland και Doxford (όπως το «Χαδιώτης», το 1929, το «Θεμώνη», το 1929, το «Θεμώνη» το 1938 και το Κάσος, το 1939), τα ναυτικά του όργανα από την εποχή που ήταν στην θάλασσα, όπως έναν εξάντα, ένα χρονόμετρο, μία πυξίδα και ένα ναυτικό ρολόι, και πολλά εταιρικά έγγραφα της επιχείρησης που είχε ως έδρα την Σύρο, την Kassos Steam Navigation Co., στην οποία, μαζί με τα ξαδέρφια του, τους Ρεθύμνηδες και την οικογένεια του Στάθη Γιάναγα, ήταν μέτοχοι, όπως επίσης οι οικογένειές τους ήταν μέτοχοι σε ένα πρακτορείο με έδρα το Λονδίνο και επωνυμία «Rethymnis & Kulukundis».
Είχα αποθηκεύσει όλο το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης σε μία αποθήκη στο Μοσχάτο, κοντά στο Πειραιά, η οποία πλημμύρισε το 1993, οπότε εκτός από το πέρασμα του χρόνου, τα βιβλία αυτά έχουν σημάδια από λάσπη η οποία τα κάνει ακόμα πιο ξεθωριασμένα και εύθραυστα. Η δύναμή τους, όμως, η ιστορία τους είναι παντοτινή.
Η σκέψη μου επιστρέφει στην θάλασσα. Στους μικρούς κυματισμούς, λίγα μέτρα από κάτω από εμένα. Ο τρόπος που με αγκαλιάζει, που μου φτιάχνει το κέφι, με ανανεώνει και με αναπτερώνει. Παρόλα αυτά, προτιμώ να εμβαθύνω στην ανάμνηση του παππού μου, αν και μια βαριά σκέψη με περικλείει όσο το κάνω.
Εδώ δούλευε, με αυτές τις δύο φωτογραφίες στον τοίχο, μια ενός πλοίου που αγαπούσε, το s.s. «Χρυσόπολις» και το οποίο βυθίστηκε το 1936 και η άλλη από την τελετή καθέλκυσης το 1938 του s.s. «Άγιος Γεώργιος IV» στο Σάντερλαντ, που απεικονίζει, τον ξάδερφο και συνεργάτη του, Νικόλα Ρεθύμνη, τη Βιολέτα Μαυρολέων (που βάφτισε το πλοίο) και τον σύζυγό της, Βασίλη, εφοπλιστή και οικοδεσπότη, τον Γεώργιο Νικολάου και τους αδερφούς Λεντάκη, τον Μιχάλη και τον Γιάννη.
Του άρεσε ιδιαιτέρως αυτό το δωμάτιο που έβλεπε από ψηλά την θάλασσα γιατί μπορούσε να κατασκοπεύει με τα κιάλια του τα πλοία που έφταναν και έφευγαν από το λιμάνι, καθώς και τι γινόταν στο ναυπηγείο, στο οποίο πήγαινε η οικογένειά μας τα πλοία για επιθεώρηση και επισκευή.
Λίγο έξω από το τείχος του λιμανιού βρίσκεται ένα θλιβερό, καφέ νησί που ονομάζεται Γαϊδουρονήσι στην καθομιλουμένη και έχει ένα μικρότερο νησί κολλημένο πάνω του. Τα νησιά αυτά είναι επισήμως γνωστά ως Δίδυμη. Πάνω τους βρίσκεται ένας φάρος και είναι γεμάτος ιστορίες σχετικά με πλοία που έπεσαν στη στεριά.
Ένα από τα πλοία του παππού μου, το «Παναγία», έκανε ακριβώς αυτό. Μπορεί κανείς να φανταστεί την αντίδραση του παππού μου απέναντι στον άτυχο αλλά φανερά αφηρημένο καπετάνιο του πλοίου. Ο Μιχάλης Ματαντός, ο αγαπημένος μου ξάδερφος που γράψαμε μαζί αυτό το άρθρο, διηγείται την ιστορία ενός πλοίου με «καπετάνιο» ένα σκύλο που πέρασε με επιτυχία το σημείο αυτό, αντίθετα με το άτυχο «Παναγιά».
Τέλος, η μητέρα μου μου είπε ότι ένα από τα πλοία του πατέρα μου, από την Chandris Shipping Company, επίσης «την πάτησε» στο Γαϊδουρονήσι, και ήταν η αφορμή για να γνωριστούν οι γονείς μου. Μία ακόμη ανάμνηση, που φυλάω όπως όλες τις άλλες και μπορώ να φέρω στη μνήμη μου όταν βρίσκομαι σε αυτό το γραφείο. Δεν υπάρχει κανένα άλλο δωμάτιο που αγαπώ τόσο πολύ.