Η νίκη Μακρόν έχει ερμηνευθεί από το μεγαλύτερο μέρος του τύπου και των αναλυτών ως ένα καινούργιο, φρέσκο άνοιγμα προς ένα καλύτερο μέλλον για τη Γαλλία αλλά και για την Ευρώπη. Αυτή η αντίληψη στηρίζεται σε μια σειρά αληθοφανών εκτιμήσεων.
Η πρώτη εκτίμηση έχει να κάνει με την ίδια την πολιτική φιγούρα του Μακρόν, σύμβολο της πολιτικής ανανέωσης.
Με έναν αριστοτεχνικά έξυπνο επικοινωνιακά και συμβολικά τρόπο στήθηκε το πολιτικό προφίλ του Μακρόν πείθοντας ότι απαντά στο ιδεότυπο του «Πολιτικού Άνδρα του 21ου αιώνα»: νέος, επιτυχημένος που γνωρίζει τον ιδιωτικό τομέα, άρα έχει βγάλει λεφτά και ξέρει, αλλά συγχρόνως και διανοούμενος με λαμπρές σπουδές, σχεδόν παιδί-θαύμα με προοδευτικές απόψεις, δηλαδή με απόψεις που μπορούν να λύσουν τις αντιφάσεις της σύγχρονης πολιτικής πέρα από τις στείρες ιδεολογικές διαμάχες του παρελθόντος.
Η πορεία του νεοεκλεγμένου προέδρου της Γαλλίας είναι πολύ πιο κλασική και κοινότοπη από ότι εμφανίστηκε. Ο Ε. Μακρόν αποτυγχάνοντας την εισαγωγή του στην περίφημη École normale Supérieure, κάνει ένα πέρασμα από το Πανεπιστήμιο Nanterre το οποίο θα εργαλειοποιηθεί στην συνέχεια χρωματίζοντας τον ως «διανοούμενο που συνεργάσθηκε με μεγάλα ονόματα της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας», κάτι που αμφισβητήθηκε από το περιβάλλον των στοχοποιημένων P. Ricoeur, E. Balibar. Η μετέπειτα εισαγωγή του στην Εθνική Σχολή της Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί την πιο συμβατική επιλογή για την ανερχόμενη ελίτ στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα δύο ταχυτήτων.
Πριν βρεθεί στον ιδιωτικό τομέα, υπηρετεί το κράτος στη μεγάλου κύρους και πανίσχυρη Γενική Επιθεώρηση Οικονομικών από την οποία έχουν παρελάσει πολλοί δεινόσαυροι της γαλλικής πολιτικής, Ντ΄εστέν, Ροκάρ, Ζίπε κτλ. Συνολικά δούλεψε περισσότερα χρόνια στο δημόσιο, παρά στον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα. Ο χρόνος παραμονής του στους Rothschilds, πριν βρεθεί στην ηγετική ομάδα του Φ. Ολάντ, αποδείχθηκε αρκετός για να κερδίσει πολλά χρήματα και να χτίσει ένα εντυπωσιακό προσωπικό carnet d' adresses των οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών κύκλων. Ο Μακρόν είναι παιδί της γαλλικής νομενκλατούρας που φτιάχνει τα μελλοντικά στελέχη της κρατικής μηχανής. Ακολούθησε τα γνωστά μονοπάτια αναρρίχησης όπως και οι περισσότεροι apparatchiks του γαλλικού πολιτικού συστήματος με τη διαφορά ότι τα πέρασε γρήγορα ξεδιπλώνοντας με κομψότητα τον αρριβισμό του, γι΄αυτό άλλωστε και συγκρίνεται με στανταλικό ήρωα.
Μια δεύτερη εκτίμηση που κέρδισε πολλούς είναι ότι ο Μακρόν έκανε την έκπληξη ως challenger-outsider καταρρίπτοντας κάθε προβλεψιμότητα.
Πώς κατασκευάζεται λοιπόν η δημοφιλία όταν ο χρόνος πιέζει; Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σύσσωμο το σύνολο του γαλλικού συστημικού τύπου δούλεψε συστηματικά υπέρ της υποψηφιότητας Μακρόν με μια έντονη δόση αμερικανοποιημένης αισθητικής. Από την περίοδο Σαρκοζί μέχρι σήμερα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Γαλλία έγιναν αντικείμενο ενός άνευ προηγουμένου hold-up - εντός του οποίου και ο ίδιος ο Μακρόν είχε εμπλοκή στην ανακεφαλαίωση της εφημερίδας Le Monde ενώ δούλευε στους Rothschilds - με τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας να έχουν μοιραστεί την μιντιακή πίτα της χώρας. Η επικοινωνιακή στρατηγική των επικρατούντων (mainstream) ΜΜΕ κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια, συνεχής βομβαρδισμός των δημοσκοπικών ευρημάτων με στοιχεία καταγραφής των τάσεων καθ΄όλη την προεκλογική περίοδο προωθώντας την άποψη ότι υπάρχει μια έκπληξη σε αυτή την εκλογή, αυτή του Μακρόν, και από την άλλη, συγκαλυμμένη ισλαμοφοβική κάλυψη του θέματος της laïcité (κοσμικότητα) που έδωσε έναυσμα στην Λεπέν να ενισχύσει ανεμπόδιστα την ρατσιστική ρητορεία της. Χωρίς να έχουν δημοσιευθεί ακόμα τα ακριβή στοιχεία των χρηματοδοτών του Μακρόν, έχει γίνει γνωστό ότι το 45% του όγκου των χορηγιών της προεκλογικής του καμπάνιας προέρχεται από μεγάλους επιχειρηματίες, τραπεζίτες από τη Γαλλία και το εξωτερικό.
Μια τρίτη εκτίμηση που δείχνει να κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση είναι ότι επιτέλους ένας νέος άνθρωπος έχει την ευκαιρία να βάλει σε εφαρμογή καινοτόμες ιδέες και να εκσυγχρονίσει τη Γαλλία.
Ο Μακρόν περιστοιχίζεται από την παλιά φρουρά του σοσιαλιστικού κόμματος, μεταξύ των οποίων είναι οι Ζ. Ατταλί, Ζ. Πιζανί Φερρί. Πρόκειται για τους ινστρούκτορες εδώ και πολλές δεκαετίες της φιλελευθεροποίησης της γαλλικής οικονομίας και τους σκιώδεις προωθητές της αντίληψης ότι το κοινωνικό μοντέλο της Γαλλίας λειτουργεί επιβαρυντικά στην οικονομία της. Ο τότε μη εκλεγμένος Μακρόν προωθήθηκε στους κόλπους της ηγετικής ομάδας του σοσιαλιστικού κόμματος από αυτούς, αφού ορίστηκε από τον Ατταλί βοηθός εισηγητής της «Επιτροπής για την απελευθέρωση της ανάπτυξης» το 2007. Ως Υπουργός της Οικονομίας προώθησε νομοθετικά μέτρα με τα οποία η γαλλική εργοδοσία έδειξε άπλετη ικανοποίηση (το σύμφωνο ευθύνης για τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η έκπτωση φόρου για τις γαλλικές επιχειρήσεις, o νόμος El Khomri μιας πρώτης απορρύθμισης του εργατικού κώδικα).
Ο Πρόεδρος του γαλλικού εργοδοτικού φορέα Π. Γκατάζ δε διστάζει επανειλημμένα να εκφράσει δημόσια την στήριξη του στον υποψήφιο και πλέον εκλεγμένο Πρόεδρο Μακρόν. Κάπως έτσι το επίσημο σοσιαλιστικό κόμμα οργάνωσε σιωπηρά ένα εσωτερικό coup d'état προεκλογικά και αυτομόλησε στο μέτωπο Μακρόν στερώντας στον επίσημο υποψήφιο του B. Hamon τη θεσμική νομιμοποίηση που είχε ανάγκη. Και όχι μόνο, ο βετεράνος κεντρώος Bayrou και το κόμμα του Modem συντάχθηκαν επίσης μαζί του και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχουν αναλάβει σημαντικά υπουργεία στην γαλλική κυβέρνηση που σχηματίστηκε. Αν υπάρχει κάτι που είναι απτό στο κατά τα άλλα θολό και γενικόλογο πρόγραμμα του Μακρόν που με άπλετο λαϊκισμό βάφτισε «και δεξιό και αριστερό»- μόνο το 16% των γάλλων πολιτών ψήφισαν τον Μακρόν για το περιεχόμενο του προγράμματος του - είναι η συνέχιση της απορρυθμιστικής πολιτικής των Σαρκοζί και Ολάντ στα εργασιακά και το ασφαλιστικό, και μάλιστα με χρήση επιταχυμένων νομοθετικών διαδικασιών (προεδρικά διατάγματα, διαδικασία 49.3 του γαλλικού συντάγματος). Βρίσκουμε την παλιά ατζέντα Schröder 2000, την επίσης παλιά πλέον ρητορεία flexicurity, στηρίζοντας κυρίως την φιλελεύθερη πλευρά της παρά την κοινωνική, με τις γνωστές πινελιές του αφηγήματος περί ψηφιακής οικονομίας (start up economy). Η νέα κυβέρνηση Μακρόν έχει κέντρο βάρους της το «μικρό Matignon» με την οικονομία, τα δημοσιονομικά, τη βιομηχανία και τη δημόσια διοίκηση να είναι στα χέρια της γκωλικής δεξιάς με τον Μπ. Λε Μερ, γνωστό υπέρμαχο της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, να προΐσταται του Υπουργείου Οικονομίας.
Πέρα από τον οικονομικό παλαιοχρονισμό, ο Μακρόν έχει δηλώσει υπέρμαχος του ορθολογικού κοινοβουλευτισμού προτάσσοντας στο πλαίσιο της 5ης μοναρχίζουσας γαλλικής Δημοκρατίας ως βασική δημοκρατική μεταρρύθμιση τη μείωση του αριθμού των βουλευτών, την αύξηση του αριθμού των συμβούλων και των κοινοβουλευτικών επιτροπών έρευνας αλλά και την ηθικοποίηση της γαλλικής πολιτικής ζωής. Ο κοινωνιολόγος Max Weber σημείωνε εύστοχα ότι η ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού ουδεμία σχέση έχει με τον εκδημοκρατισμό μιας χώρας. Ακόμα λιγότερο, δεδομένης της κουλτούρας «des talents» του Μακρόν που κρίνει θετική την εισχώρηση στο χώρο των κυβερνητικών κλιμακίων ανθρώπων που πριν κατείχαν καίριες θέσεις συμβούλου ή λομπίστα σε ομίλους του ιδιωτικού τομέα, αρκεί να το δηλώνουν δημόσια. Σε αυτό το πνεύμα, δεν αποτέλεσε πρόβλημα το γεγονός ότι ο νέος πρωθυπουργός, γκωλικός επίσης, Ε. Φιλίπ, είναι πρώην στέλεχος του κολλοσού Areva.
Μια τέταρτη εκτίμηση είναι ότι ο Μακρόν τίναξε στον αέρα την πολιτική ισορροπία με τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα του ρεπουμπλικάνικου και του σοσιαλιστικού κόμματος να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και τη θέση τους να καλύπτουν από την μια αντι-συστημικές λαϊκίστικες δυνάμεις που καλύπτουν τα άκρα της πολιτικής σκακιέρας (Λεπέν και Μελανσόν) και από την άλλη το νέο κέντρο με τον Ε. Μακρόν ως τη λύση απέναντι στον καλπάζοντα εθνο-πατριωτισμό.
Η dream team Macron έστησε την πολιτική επικοινωνία γύρω από μια διπλή στρατηγική. Τo τέχνασμα της ιδεολογικο-πολιτικής εξίσωσης Λεπέν και Μελενσόν και την ενδυνάμωση του πολωτικού σχήματος μεταξύ προοδευτικών και εθνικιστών. Βούτυρο στο ψωμί της Λεπέν που έκανε καμπάνια με το μότο "les mondialistes contre les patriotes". Η ενεργοποίηση του «άλλου εχθρού», γνωστό εργαλείο του λαϊκισμού, κρίθηκε χρήσιμη για το στρατόπεδο Μακρόν: η απειλή είναι μία και λέγεται ακροδεξιά, και μπορεί να την αντιμετωπίσει μόνο ένας μετριοπαθής ρασιοναλιστής πολιτικός πέρα από διαιρέσεις. Με την τακτική αυτή ρίχνεται σκόνη, άραγε για πόσο ακόμα, στην μνήμη των γάλλων πολιτών σχετικά με το ότι η αναμφισβήτητη άνοδος της λεπενιστικής ακρο-δεξιάς ανδρώθηκε στα χρόνια του Μιττεράν και είδε το λόγο της να νομιμοποιείται επί προεδρίας Σαρκοζί και Ολάντ με την υιοθέτηση ενός αυταρχικού πατριωτισμού από τον πρώτο και πολιτικών ασφαλειοποίησης από το δεύτερο, όπως και την περαιτέρω νομιμοποίηση των πολιτικών αποβιομηχάνισης και φτωχοποίησης.
Η διπλή στρατηγική Μακρόν έχει ένα αμφιλεγόμενο αντι-δημοκρατικό υπόβαθρο. Η εξισωτική αντίληψη του ακροδεξιού φασισμού και της ριζοσπαστικής αριστεράς προτάσσει την ναπολεόντεια αντίληψη για «τους υπερφίαλους ιδεολόγους και τη νεφελώδη μεταφυσική της ιδεολογίας». Όμως η αντίληψη αυτή καταρρίπτεται με την κοινωνιολογική ανάλυση της ψήφου. Η κοινωνιολογική ανάλυση της ψήφου Λεπέν δείχνει ότι αφορά κυρίως τα χαμηλο-μεσαία και χαμηλά περιθωριοποιημένα στρώματα της γαλλικής αποβιομηχανοποιημένης περιφέρειας όπου δεν υπάρχουν μεγάλοι θύλακες με μετανάστες, αλλά κυρίως φτωχοποιημένοι πληθυσμοί με έντονες κοινωνικές ευπάθειες και αποκλεισμό από την εκπαίδευση.
Η Λεπέν ήρθε πρώτη σε ψήφους μεταξύ των εργατών, ανέργων και μισθωτών (34%, 30%, 30,1%) ενώ ο Μελανσόν ακολουθεί (24%, 27,5%, 23,1%). Η κοινωνιολογία της ψήφου Μελανσόν είναι πολύ διαφορετική - δείγμα της δυσκολίας της αριστεράς να μιλήσει στους «έκπτωτους»- αφού αποτελείται κυρίως από ανθρώπους που ανήκουν σε ηλικιακά νεότερους και μορφωμένους ενεργούς πληθυσμούς των αστικών κέντρων με έντονες ανησυχίες γύρω από τα μεγάλα μετα-υλικά διακυβεύματα της εποχής (οικολογία, ενεργειακή μετάβαση, αλληλέγγυα οικονομία κτλ.), οι οποίοι και κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο δύσκολο χτίσιμο του προγράμματος bottom-up του κινήματος «Η Ανυπόταχτη Γαλλία». Τα αιτήματα της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς εστιάζουν στην κοινωνική ισότητα και στα πολιτικά δικαιώματα για όλους, ενώ αυτά του Εθνικού Μετώπου στην συσπείρωση των «εθνικά και πολιτισμικά καθαρών ιθαγενών» με την εγκαθίδρυση σκληρών κοινωνικών ιεραρχιών. Το Εθνικό Μέτωπο ήταν και θα συνεχίσει να είναι χρήσιμος αντίπαλος για την συστημική πολιτική αφού η απειλητική παρουσία του επιτρέπει την ανάπτυξη τακτικών απο-ιδεολογικοποίησης και απλούστευσης του πολιτικού διλήμματος «προοδευτικοί ή εθνικιστές;». Για αυτό άλλωστε, η παλιά-νέα καθεστηκυία τάξη δεν μιλά ανοιχτά για το «βαθύ» Εθνικό Μέτωπο, το κρυπτο-ναζιστικό, αντισημιτικό μικρο-κόμμα Jeanne της Λεπέν.
Εν κατακλείδι, αντί της ανασύνθεσης του πολιτικού τοπίου με τον Μακρόν βασικό μάστορα αναδιανομής της πολιτικής επιρροής, η μετεκλογική πραγματικότητα δείχνει λιγότερο ενθουσιώδης: ο Μακρόν αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη μειοψηφία (24,1% των ψηφισάντων εκ του οποίου μόνο το 55% έριξε θετική ψήφο υπέρ του και όχι αντι-ψήφο) σε μια ιδιαίτερα κατακερματισμένη πολιτική σκακιέρα κομματικών φατριών.
Απέναντι στα προσχήματα που συντηρούσε τόσο η γαλλική αντι-κρατική νεοφιλελεύθερη δεξιά όσο και η κρυψίνουσα νεοφιλελεύθερη κυβερνώσα κεντρο-αριστερά, ο Μακρόν, που και λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν του άρεσαν ποτέ οι διαιρετικές τομές, προτείνει το μαγικό μείγμα: ένα νεοφιλελευθερισμό décomplexé σε συνδυασμό με έναν εκλεπτυσμένο κοινωνιακό και πολιτισμικό φιλελευθερισμό, και αυτό πράγματι είναι ένα καινούργιο στοιχείο στην πολιτική αισθητική της χώρας. Η σύνθεση της νέας γαλλικής κυβέρνησης δείχνει ότι ο Μακρόν με λογική καισαρισμού και πραγματισμού προχώρησε σε μια σειρά αντιφατικών διορισμών και εκ των πραγμάτων θα έχει τον ρόλο του τελικού διαιτητή για όλα τα φλέγοντα ζητήματα.
Απέναντι στον Μακρόν, απασχολημένο να εδραιώσει το χώρο του νεοφιλελεύθερου κοινωνισμού, η Λεπέν θα συνεχίσει υπομονετικά να ενδυναμώνει την ψευδο-αντισυστημική ταυτότητα του Εθνικού Μετώπου μέσα από τον λαϊκό ελιτισμό, θα συνεχίσει να ανακυκλώνει μεγάλο μέρος του αφηγήματος του σοσιαλιστικού κόμματος της δεκαετίας 80-90 απευθύνομενη στον εργατικό κόσμο και στους απο-ταξικοποιημένους. Ο γαλλικός εθνικισμός εκμεταλλεύθηκε την αποτυχία της γαλλικής αριστεράς να απαντήσει στη νεοφιλελεύθερη συνταγή. Απέναντι στον Μακρόν, απασχολημένο να πείσει τους Γάλλους πολίτες που τον ψήφισαν - εκ των οποίων το 45% έριξε «χρήσιμη ψήφο» υπέρ του (ψήφος αντι-Λεπέν) - ότι αντιπροσωπεύει το δημοκρατικό τόξο, η γαλλική αριστερά δείχνει αποπροσανατολισμένη και κατακερματισμένη. Απέναντι στα λαϊκά στρώματα που θεωρούν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον να ζουν σε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, η γαλλική αριστερά δείχνει αδύναμη να απαντήσει. Μάλιστα το διακύβευμα, εν αναμονή των βουλευτικών εκλογών αλλά και για όλη την επόμενη πενταετία, είναι πλέον ακόμα πιο μεγάλο για αυτήν, αφού καλείται να απαντήσει τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.