Το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου για την παραμονή ή όχι της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει και πάλι την ανεπάρκεια των δημοσκοπήσεων, ως εργαλείου πρόβλεψης. Στο πρόσφατο παρελθόν, το 2015, οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν, τόσο την κοινοβουλευτική επικράτηση του σημερινού πρωθυπουργού David Cameron, όσο και την ανάδειξη του Jeremy Corbyn στην ηγεσία των Εργατικών. Στις βρετανικές εκλογές, καμία από τις 90 δημοσκοπήσεις που έγιναν σε εθνικό επίπεδο, δεν προέβλεψε το πραγματικό αποτέλεσμα. Όλες έδειχναν τα δύο μεγάλα κόμματα σχεδόν ισόπαλα, στο 34 με 35%. Τελικά το αποτέλεσμα ήταν θριαμβευτικό για τον David Cameron, και συντριπτικό για το Εργατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης.
Σήμερα -και τις επόμενες ημέρες- με το παγκόσμιο ενδιαφέρον στραμμένο στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οι δημοσκοπήσεις βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Κυβερνήσεις, πολιτικοί, κεντρικές τράπεζες, επιχειρήσεις και επενδυτές, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ, στην Κίνα ή την Ιαπωνία, προσπαθούν να προβλέψουν και να προετοιμαστούν για το αρνητικό ενδεχόμενο ενός Brexit. Καθώς η αγωνία όλων κορυφώνεται, όλο και πληθαίνουν εκείνοι που αμφισβητούν την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων και την ικανότητά τους να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο πρόβλεψης.
Οι δεκάδες δημοσκοπήσεις που γίνονται τους τελευταίους μήνες μέχρι πρότινος έδειχναν να προηγείται με μικρή διαφορά η παραμονή στην Ε.Ε. (stay), ενώ οι πρόσφατες δείχνουν προβάδισμα της αποχώρησης (leave). Η τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας YouGov δείχνει 43% υπέρ της αποχώρησης, 42% υπέρ της παραμονής και 11% αναποφάσιστους. Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας η ORB έδειξε να προηγείται η αποχώρηση κατά 10 μονάδες (55% leave, 45% remain) ενώ η τελευταία του Guardian και της ICM έδιεξε 53% υπέρ της αποχώρησης και 47% υπέρ της παραμονής.
Την ίδια ώρα οι στοιχηματικές εταιρίες εξακολουθούν να δίνουν 68% πιθανότητα στην παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια από τις αιτίες για τις αστοχίες και τις διαφορές στα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων που γίνονται από διαφορετικές εταιρίες οφείλεται στη μεθοδολογία. Στις τηλεφωνικές έρευνες συχνά ο βαθμός ανταπόκρισης είναι πολύ κάτω του 10% κι αν δεν υπάρχει γραμμή σταθερής τηλεφωνίας δεν υπάρχει περίπτωση να «μετρηθείς». Οι διαδικτυακές έρευνες συνήθως παρουσιάζουν το πρόβλημα της μικρής εκπροσώπησης των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων και των ομάδων χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου.
Μια άλλη αιτία είναι ότι σπάνια υπολογίζεται σωστά ο βαθμός κινητοποίησης του εκλογικού σώματος και πόσο «θορυβώδεις» ή «ντροπαλοί» είναι οι υποστηρικτές της κάθε πλευράς. Μεγάλη σημασία στην πρόβλεψη έχει ακόμη ο σωστός υπολογισμός της πρόθεσης για αποχή, η συμπεριφορά των νέων ψηφοφόρων και φυσικά των αναποφάσιστων.
Τα ίδια συνέβησαν και στην Ελλάδα: οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω, δείχνοντας λανθασμένες προβλέψεις, τόσο για το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου, όσο και για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Επιπλέον, η επιμονή αρκετών δημοσκόπων να υπερασπίζονται την προβληματική μεθοδολογία τους και να αποδίδουν την αποτυχία πρόβλεψης σε εξωτερικούς παράγοντες, δε συμβάλλει καθόλου στην ενίσχυση της αξιοπιστίας τους.
Σε κάθε περίπτωση, με όποια μεθοδολογία κι αν διεξάγεται η δημοσκόπηση (τηλεφωνικά, διαδικτυακά ή πρόσωπο με πρόσωπο) η πρόκληση είναι -με ένα περιορισμένο δείγμα- να αποτυπώσουν σωστά τις προτιμήσεις ολόκληρου του εκλογικού σώματος.
Ανεξάρτητα όμως από το τι θα καταφέρουν να προβλέψουν οι δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι η χρήση ενός δημοψηφίσματος για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων -όπως έγινε τον περασμένο Ιούλιο στη χώρα μας από το Σύριζα- ή για το ξεκαθάρισμα εσωκομματικών λογαριασμών -όπως γίνεται σήμερα στη Βρετανία από τον David Cameron- αποτελεί πάντοτε μια ολέθρια επιλογή. Επιλογή που στο τέλος την πληρώνουν πανάκριβα οι πολίτες. Κι όχι μόνον την πληρώνουν αλλά έχουν επισφραγίσει με την ψήφο τους τα όσα δυσάρεστα πρόκειται να επακολουθήσουν.
Μπορεί οι Βρετανοί φίλοι μας να παρακολουθούσαν με σηκωμένο το φρύδι τα περσινά μας καμώματα, αλλά σήμερα είναι έτοιμοι να μάς μιμηθούν ακολουθώντας τα δικά μας καταστροφικά βήματα. Μόνο που γι' αυτούς ίσως δεν θα υπάρχει δρόμος επιστροφής.