Ο Αξιότιμος Γιατρός Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας δήλωσε πριν λίγες μέρες ότι «Έχουμε πόλεμο και η Aριστερά ξέρει να πολεμάει». Είναι Κρητικός. Δεν ξέρω τι πόλεμο έκανε η Αριστερά στην Κρήτη. Ξέρω όμως τι πόλεμο έκανε στην Κεφαλονιά. Εκεί στην κατοχή το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ της Αριστεράς σκότωσε κάπου εξακόσιους (600). Άρα, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η Αριστερά γενικά ξέρει και παραξέρει από πόλεμο. Σίγουρα, όπως στην Κεφαλονιά. Με μπροστάρηδες τους Καπετάνιους, τον Τρικυμία, τον Τρομάρα, τον Δία, τον Βάκχο, τον Θεό, τον Διομήδη, και τον θρυλικό νεανία Αστραπόγιαννο. Ο τελευταίος μάλιστα ήταν, σύμφωνα με την διακήρυξη του ΚΚΕ για τα 70χρονα του ΔΣΕ, «στρατιωτικός ηγέτης» εφάμιλλος του Φλωράκη και του Κολιγιάννη.
Ναι, ήταν πολλοί οι Καπεταναίοι στην Κεφαλονιά, ήταν πολλά εκεί τα παλληκάρια της Εθνικής Αντίστασης. Όλοι τιμημένοι και ένδοξοι αγωνιστές, και με πλούσιο εθνικό έργο. Γέμισαν τις σπηλιές του Αίνου με πτώματα. Τιμή και δόξα τους. Μόνο που κανένας, μα κανένας, δηλαδή ΟΥΤΕ ένας από τους 600 νεκρούς δεν ήταν Ιταλός η Γερμανός. Ήταν όλοι «αντιδραστικοί», «μοναρχοφασίστες», «προσκυνημένοι», και «πλουτοκράτες». Αρκετοί δε από τους 600 ήταν και ιδρυτικά μέλη και στελέχη του ΕΑΜ, αγνοί πατριώτες, που την κοπάνησαν όταν άρχισαν να ακούνε για «λαϊκά» δικαστήρια, και για «λαϊκά» καθεστώτα μετά την απελευθέρωση.
Μόνο μέσα σε μια νύχτα, την άνοιξη του 1944 στον Ελειό, ο Τρικυμίας, ένας από τους «αλύγιστους της ταξικής πάλης», που ήξερε από πόλεμο, κατακρεούργησε 28 ηλικιωμένους άνδρες και γυναικόπαιδα. Πήρε και για καβάτζα 18 γυναικόπαιδα ομήρους στον Αίνο. Ψιλοπράγματα, μια από τις «υπερβάσεις» του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ που έλεγε ο Ζαχαριάδης. Ένα από εκείνα τα «λάθη της Αριστεράς» στην Εθνική Αντίσταση που διαβάζουμε σε κάτι βαρυσήμαντα απομνημονεύματα αγωνιστών. Σε αφηγήματα που έγιναν μαζικά αποδεκτά, αφελώς και απερίσκεπτα, από πολλούς νεανίες στα αμφιθέατρα και τα συνδικάτα της μεταπολίτευσης.
Και μετά ήταν οι συγγενείς, και όχι μόνο, των 600. Αυτοί που πήραν όπλα από τους Γερμανούς για να γλυτώσουν τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους από τις συμμορίες του κάθε Τρικυμία. Αυτοί που άσκησαν το αναφαίρετο δικαίωμα της προστασίας της ζωής, της ελευθερίας, και της περιουσίας των οικογενειών τους. Το δικαίωμα που τους έδινε το τελευταίο νόμιμο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, του 1927. Αυτοί που τους πολιτογράφησαν οι κομπογιαννίτες ιστοριουδίσκοι της Παραϊστορίας της Αριστεράς ως προδότες, ταγματασφαλίτες και Γερμανοτσολιάδες της Κεφαλονιάς. Ευτυχώς που υπάρχουν και «αναθεωρητές» και στην Ιστορία. Που, τελευταία, την γράφουν ακριβώς όπως έγινε.
Και επειδή διαβάζουμε αυτές τις μέρες σε διάφορες κίτρινες πατσαβούρες του καθημερινού για την περίφημη «απελευθέρωση» της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ, να πούμε και πώς έγινε και αυτή της Κεφαλονιάς. Στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1944, τρεις μέρες μετά την αναγκαστική και βιαστική αποχώρηση των κατακτητών για την Γερμανία, ήρθαν από την Στερεά ΕΛΑΣίτες με τον Διομήδη και Ιταλογιουγκοσλάβοι με τον Άμος Παμπαλόνι για να απελευθερώσουν την ελεύθερη Κεφαλονιά. Και αφού παρέλασαν κόκκινοφουλαράτοι και γαλονάτοι οι ελευθερωτές στο Αργοστόλι, μετά πιάσανε δουλειά, την ΕΑΜοκρατία. Όπως και της Θεσσαλονίκης που την περιγράφει καλύτερα ο Σάκης ο Μουμτζής. Όσο για τον Παμπαλόνι, του ξήλωσαν αργότερα τα γαλόνια οι Ιταλοί. Όταν έμαθαν για την «συμμαχική» του δράση στην Αμφιλοχία. Οι Ιταλοί δεν έκαναν τους εγκληματίες πολέμου αγάλματα στις πλατείες τους.
Και άρχισαν να φεύγουν τα καΐκια καθημερινά φορτωμένα με «αντεθνικούς» για απέναντι. Όλη η αστική τάξη του νησιού μέχρι και του τελευταίου νοικοκύρη (300 συνολικά) στάλθηκε στους προθάλαμους της Τατάρνας, της γνωστής πηγάδας. Το σχέδιο για τους ομήρους το είχε γράψει, και για τον Διομήδη, ο διανοούμενος ο Γληνός. Αν επικρατούσε ο ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά θα κατέληγαν στην πηγάδα. Ευτυχώς που τα παλληκάρια του Μακρυγιάννη και της Τρίτης Ορεινής του Τσακαλώτου, και οι ενισχύσεις του ιμπεριαλιστή του Σκόμπι, όχι μόνο τους «πήραν την Αθήνα» αλλά και το Παγκράτι χωρίς να «τους βγει το μάτι», που λέει και το τραγούδι της υποχώρησης του ΕΛΑΣιτών από την πρωτεύουσα.
Τον πατέρα μου δεν τον βρήκαν. Στην αρχή τον έκρυβε στο σπίτι του ο Γιώργος ο Πινιατώρος, γεωπόνος μηχανικός και πρόεδρος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Αργότερα, όταν έπεσε και αυτός σε δυσμένεια από το ΕΑΜ, τον έκρυβε μια φίλη της αδελφής του από τα Λουρδάτα σε μια καταπακτή κάτω από τη στάνη με τις γίδες της. Ο άντρας και ο γιος της φίλης, που ήταν ΕΛΑΣίτες, δεν ήξεραν τίποτα. Η κρυψώνα ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Ο πατέρας μου είδε πάλι το φως του ήλιου όταν έφτασε η Εθνοφυλακή στην Κεφαλονιά τον Μάρτη του 1945. Δεν θα είχα γεννηθεί ποτέ αν δεν υπήρχαν αυτή η φίλη και η κρυψώνα της. Και οι υπερασπιστές της Αθήνας, φυσικά.
Ο αδελφός του πατέρα μου δεν ήταν από τους τυχερούς. Τον πήρε ο Τρικυμίας με τους αγωνιστές του, για «ορισμένες ερωτήσεις», στο γειτονικό άντρο του απελευθερωτικού αγώνα. Την Μεγάλη Πέμπτη του 1944. Άφησε πίσω του ολόκληρη οικογένεια, πρώτα και κύρια δυο πεντάχρονα παιδιά. Την Κυριακή του Πάσχα τον πήγαν στον Αίνο. Τον «τελείωσαν» με σφαίρες στον λαιμό και στο στήθος αφού πρώτα τον βασάνισαν φριχτά. Τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις έχουν τα έντυπα της εποχής. Τον βρήκαν στο τέλος του Ιούλη στον Φτερόλακκο, μαζί με άλλους 40 «προδότες», μέσα σε μια σπηλιά Μεγάλου Βουνού. Ορισμένοι από αυτούς τους αγωνιστές πήραν και σύνταξη Εθνικής Αντίστασης. Τα ονόματά τους είναι στα ΦΕΚ της επίσημης Ελληνικής Κυβέρνησης, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στα ίδια ΦΕΚ φαίνεται ότι πήραν σύνταξη και αγωνιστές που ήταν 9χρονα παιδιά το 1941. Αυτά ήταν τα τσικό της Αντίστασης στην Κεφαλονιά.
Με λένε Μάκη γιατί αυτό ήταν το όνομα του θείου μου. Τον παππού μου τον έλεγαν Βασίλη. Δηλαδή, για να ξέρεις, κύριε Υπουργέ, εμένα με βάφτισε ο Τρικυμίας. Αυτός ήταν ο νονός μου. Γι΄αυτό και δεν σε φοβάμαι αν θέλεις να πολεμήσουμε. Από αυτόν έμαθα για πόλεμο. Το δούλευε καλά το χασαπομάχαιρο, και το πιστόλι που πήρε από τους Ιταλούς. Αυτό δεν ήταν όμως προδοτικό όπως το Γερμανικό του πατέρα μου. Θα στα γράψω αναλυτικότερα σε βιβλιαράκι όταν τελειώσω με κάτι πειράματα της έρευνας μου. Και, ΝΑΙ τo ξέρω κι αυτό, ότι υπήρχαν και πολλοί άτυχοι και από την άλλη μεριά. Η ατυχία τους όμως άρχισε μετά το μακελειό του Τρικυμία στον Ελειό. Ο χρόνος έχει πρόσημο. Οι άνεμοι που σπέρνονται θερίζονται πάντα σαν θύελλες, και από αθώους. Το βιβλιαράκι θα λέει για όλους τους άτυχους. Οι Φυσικοί δεν κρύβουν ποτέ δεδομένα.
Εκείνη την Μεγάλη Πέμπτη του Σκληρού Απρίλη, όχι του '45 του Μεγάλου Χατζιδάκι αλλά του '44, όταν βγήκε παγανιά ο Τρικυμίας τον καλωσόρισε τον Χάρο στην πόρτα του πατρικού, που αργότερα γκρέμισε ο Εγκέλαδος, μια από τις αδελφές του πατέρα μου, η Στάμω. Τη γιαγιά μου την έλεγαν Μαρία. Ο Ντόνιτζ όμως, ο αρχιναύαρχος του Χίτλερ, βάφτισε την αδελφή μου Στάμω. Γιατί μετά τον Μάκη πήρε ο πόλεμος και την Στάμω. Σκοτώθηκε από νάρκη των Γερμανών πάνω σε καΐκι. Είναι κακό και καταραμένο πράγμα ο πόλεμος κ. Υπουργέ. Σε παρακαλώ, μη μας μιλάς πια για πολέμους. Κοίταξε καλύτερα μπας και καλυτερέψεις το ΕΣΥ που έχει τα μαύρα του τα χάλια (Σας απευθύνομαι στον ενικό γιατί είμαι και εγώ Ντόκτορας, της Πυρηνικής).
Για επίλογο θα σου αφιερώσω Γιατρέ την ιστορία της γιαγιάς της γυναίκας μου. Έχει να κάνει με τον πόλεμο της Αριστεράς στην Εύβοια. Εκεί ήταν το σπίτι της. Είχε την κακή τύχη να είναι κόρη πλουτοκράτη και να μάθει από την νταντά της Γερμανικά. Την ανάγκασαν στην κατοχή να κάνει τον διερμηνέα. Την «τελείωσαν», σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία ενός εκ των εκτελεστών, σαν το σκυλί σε ένα αμπέλι της Ρούμελης, ευτυχώς μόνο με σφαίρες. Γιατί δεν μπορούσε να ακολουθεί για μερόνυχτα, σαν όμηρος, αυτόν και τους συναγωνιστές του, με τα αποσαρκωμένα ξυπόλητα πόδια της. Μόλις πριν λίγες μέρες την είχαν αθωώσει και επίσημα τα ίδια τα Λαϊκά Δικαστήρια των Καπεταναίων της Ρούμελης. Η γραπτή απόφαση του Λαϊκού είναι οικογενειακό κειμήλιο.
Τώρα όμως πες μου Γιατρέ, σε παρακαλώ, τι πόλεμο έκανε η Αριστερά στην Κρήτη; Ξέρω μόνο τι έκαναν οι Κρητικοί το 1941, στην Μάχη της Κρήτης. Στην Μάχη ενάντια στον Κατακτητή, που την έχασαν με άνισους όρους. Αλλά που την κέρδισαν όμως με τον τρόπο τους. Και που είμαστε υπερήφανοι για αυτό.
Αφιερωμένο στη μνήμη του Μάκη και Στάμως Πετράτου, και όλων όσων χάθηκαν άδικα, και από τις δυο μεριές.