Είμαι εντυπωσιασμένος από την ευκολία με την οποία παρουσιάζεται ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας κ. Μακρόν, από πολλά ελληνικά ΜΜΕ, σαν ένας ακραίος νεοφιλελεύθερος και ένα ακόμη «όργανο» ή «δεκανίκι» του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε.
Τίποτα από αυτά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, δείχνουν όμως το επίπεδο στο οποίο κινείται, σε πολλές περιπτώσεις, το πολιτικό ρεπορτάζ και ο σχολιασμός.
Ο θριαμβευτής των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας είναι υποστηρικτής στοχευμένων και σχετικά ήπιων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ανακτήσει η γαλλική οικονομία τον χαμένο δυναμισμό της και να σταθεί στο ύψος της γερμανικής. Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο σημαντικά θέματα που κυριάρχησαν στον δημόσιο διάλογο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Ο κ. Μακρόν δεν σκέπτεται να αλλάξει στο άμεσο μέλλον το υπερβολικά γενναιόδωρο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης των 62 ετών που ισχύει στη Γαλλία. Εναντιώθηκε όμως στην πρόταση του υποψηφίου της ριζοσπαστικής Αριστεράς κ. Μελανσόν και της υποψήφιας του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου κ. Λεπέν για τη μείωσή του στα 60 έτη, με το σκεπτικό ότι θα δημιουργούσε μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα και πως θα άφηνε ακόμα πιο πίσω της Γαλλία στον οικονομικό ανταγωνισμό με τη Γερμανία, η οποία έχει δεχτεί, με τη σύμφωνη γνώμη των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλιστών, τη σταδιακή αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης στα 67 έτη.
Προσεκτικός είναι ο κ. Μακρόν και στο ζήτημα της διάρκειας της εργάσιμης εβδομάδας, η οποία έχει οριστεί στις 35 ώρες από το 1999, οπότε στην εξουσία ήταν οι Σοσιαλιστές. Ο κ. Μακρόν θέλει να κάνει πιο ελαστική την εφαρμογή του 35ωρου, χωρίς όμως να προχωρήσει στην κατάργησή του, για να περιορίσει το κόστος των υπερωριών των επιχειρήσεων που αναπτύσσονται και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης για τη νέα γενιά.
Εάν ήταν νεοφιλελεύθερος δεν θα ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βαλς και οικονομικός σύμβουλος του Προέδρου Ολάντ. Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας είναι αρκετά κοντά στη γερμανική αντίληψη για την κοινωνική οικονομία της αγοράς.
Εκφράζει όμως διαφορετικές θέσεις από το Βερολίνο σε οικονομικά ζητήματα μεγάλης σημασίας. Αναφέρω ενδεικτικά ότι είναι υπέρ της έκδοσης ευρωπαϊκών ομολόγων για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της Ε.Ε., υποστηρίζει χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, την μεγάλης κλίμακας αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, ενώ ζητεί μέτρα προστασίας στο εμπόριο και τις επενδύσεις έναντι χωρών, όπως η Κίνα, οι οποίες δεν δίνουν τις ίδιες ευκαιρίες στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τα προϊόντα τους. Προωθεί επίσης την ψήφιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο κανόνων που θα δίνουν προτεραιότητα σε ό,τι αφορά τα προγράμματα προμηθειών του Δημοσίου σε επιχειρήσεις που έχουν τουλάχιστον το 50% της δραστηριότητάς τους στην Ε.Ε. Όλα τα παραπάνω δεν βρίσκουν σύμφωνη την κυβέρνηση Μέρκελ και προσωπικά τον υπουργό Οικονομικών κ. Σόιμπλε.