Ο ρατσισμός είναι η αντίληψη και η αποδοχή ενός πληθυσμού με κληρονομούμενα χαρακτηριστικά υπεροχής ή μειονεξίας και εστιάζεται κυρίως στις σωματικές διαφορές των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον Άντονι Γκίντενς, οι ρατσιστικές στάσεις διαμορφώθηκαν την περίοδο της δυτικής αποικιοκρατίας (η έννοια της φυλής είναι σύγχρονη), ωστόσο μηχανισμοί προκατάληψης και δυσμενούς μεταχείρισης συναντώνται σε πολλές περιπτώσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Το περιστατικό στο Ωραιόκαστρο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προκατάληψης, στη συγκεκριμένη περίπτωση από μέλη της τοπικής κοινωνίας απέναντι στη στάση, την κουλτούρα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των προσφύγων. Ο «Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων» της περιοχής έχοντας ελάχιστα ανακριβή στοιχεία στη διάθεσή του, σχημάτισε μία άποψη, η οποία δε θα μεταβληθεί ακόμη και αν εμφανιστούν νέες πληροφορίες.
Η προκατάληψη, σύμφωνα με την ίδια κοινωνιολογική προσέγγιση, είναι η βάση της δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, δηλαδή της πραγματικής συμπεριφοράς απέναντι σε μία άλλη ομάδα. Στο Ωραιόκαστρο, εκδηλώθηκε με το αίτημα του αποκλεισμού των παιδιών-προσφύγων από τις σχολικές δραστηριότητες και την απειλή της κατάληψης του σχολικού κτιρίου.
Οι πρόσφυγες αποτελούν για τον σύλλογο του Ωραιοκάστρου «αποδιοπομπαίους τράγους», τους οποίους κατηγορούν για ζητήματα την ευθύνη των οποίων δεν φέρουν, αφενός γιατί είναι μία εύκολα διακριτή ομάδα και αφετέρου γιατί αποτελούν εύκολο στόχο λόγω της αδυναμίας τους να αντιδράσουν. Παράλληλα, ο φόβος της απώλειας μίας θέσης εργασίας ή ενός μέρους του μισθού αποτελεί για τους κατοίκους της περιοχής κίνητρο δυναμικής αντίδρασης απέναντι σε όσους αποτελούν «κίνδυνο» για τη μεταβολή της κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης.
Η κοινωνιολογική προσέγγιση του ζητήματος, ωστόσο, δεν μπορεί να περιγράψει τον αποτροπιασμό που νιώθει κανείς διαβάζοντας τα αιτήματα γονέων που ζητούν τον αποκλεισμό παιδιών από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Ο ρατσισμός είναι βαθιά ριζωμένος σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το μέγεθος του οποίου έγινε αντιληπτό μόνο μετά τον κατακερματισμό των δύο κυρίαρχων κομμάτων της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα της συντηρητικής παράταξης. Μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος, μειοψηφικές φωνές έμεναν στο περιθώριο, γεγονός που ευνοούσε τη σταθερή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, απαλλαγμένο από ακραία στοιχεία.
Όσοι αποφάσισαν τον αποκλεισμό των προσφύγων είναι οι εκπρόσωποι μιας παράλληλης Ελλάδας, που γνωρίζουμε ότι υπάρχει, αλλά την αγνοούμε επιδεικτικά για να διασώσουμε το μύθο της ελληνικής μεγαλοψυχίας.
Ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, όμως, δεν βρίσκουν πεδίο δράσης μόνο σε ακτιβιστικά κινήματα της άκρας δεξιάς, που αναπαράγουν ιδεολογικά φαντάσματα ενός σκοτεινού παρελθόντος. «Ο νεοναζισμός δεν είναι άλλοι». Οι ρίζες της προκατάληψης είναι πιο βαθιές, αναπτύσσεται στην καθημερινότητα, στο χώρο εργασίας, στη γειτoνιά. Διαμορφώνεται μέσα από την παθητική στάση όλων όσων δεν αντιδρούν σε αυτήν.
Όσοι αποφάσισαν τον αποκλεισμό των προσφύγων είναι οι εκπρόσωποι μιας παράλληλης Ελλάδας, που γνωρίζουμε ότι υπάρχει, αλλά την αγνοούμε επιδεικτικά για να διασώσουμε το μύθο της ελληνικής μεγαλοψυχίας. Θέλοντας να διαφυλάξουμε μία ωραιοποιημένη εικόνα του συλλογικού μας εγωισμού, πληγώνουμε βαθιά τη δημοκρατία και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, καλλιεργούμε το έδαφος, στο οποίο θα φυτρώσουν οι παραφυάδες του μίσους.
Η αντιμετώπιση αυτής της νοοτροπίας είναι μία μακροπρόθεσμη διαδικασία, με βασικό εργαλείο για την οικοδόμηση μιας ανοιχτής προς την διαπολιτισμικότητα κοινωνίας, την Παιδεία. Τα σχολεία στα οποία θα γνωρίσουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό οι πρόσφυγες μαθητές, μπορούν να αποτελέσουν πέρα από κοινό περιβάλλον συμβίωσης και χώρο ανταλλαγής εμπειριών, σκέψεων και παιχνιδιού με τους Έλληνες μαθητές. Σε μία χώρα με επιθετικό φόβο, ας δώσουμε το παράδειγμα της δημιουργικής ελπίδας.