H πανέμορφη πατρίδα μας φαίνεται να προχωρά παράλληλα με την αιώνια μοίρα των Dora Maar και Marie -Therese Walter. Μοιάζουμε να πορευόμαστε όπως χρωμάτισαν και δαχτυλόγραψαν τα χρωματιστά πινέλα του Pablo Picasso που έπρεπε να ντύνει σουρεαλιστικά παραμορφωτικά στον καμβά την δοσμένη απλόχερα ομορφιά των πανέμορφων γήινων και αιθέριων ταυτόχρονα αυτών μοντέλων που έμειναν αποτυπωμένα αιώνια σε αφίσες φιλότεχνων σε όλο τον κόσμο. Η πραγματική αντικειμενική ομορφιά τους έπρεπε να ισορροπείται, παραμορφώνοντας, γραμμικά, κακομούτσουνα τις πανέμορφες καμπύλες του προσώπου και του σώματος των, ώστε να διαθέτει ο μεγάλος ζωγράφος ένα άλλοθι και μία εφήμερη εξήγηση απέναντι στην ίδια του την ταυρική macho συμπεριφορά όταν τις απαθανάτιζε και τις κάδραρε αιώνια. Στο κάτω κάτω της καμβικής ζωγραφικής του κι αυτός ξεκίνησε από ένα γαλάζιο ορίζοντα που μετά κυβίστηκε και στο τέλος απογειώθηκε από το κομβικό τέλμα του ρεαλισμού σε ένα κόσμο κυνικό, δυσνόητο, πολεμικό, που συμπεριφέρονταν αλλόκοτα.
Όσο πιο ωραίος και μαγευτικός ένας τόπος τόσο μεγαλύτερη ανάγκη των μυστήριων στυγερών και αποτρόπαιων και συνάμα ανεξήγητων εγκλημάτων των κατοίκων του. Ο «διδυμόκορφος» (=Twin Peaks) David Lynch λες και σέρνεται μέσα μας και μας ραντίζει ενοχικά και ανεξήγητα παντοτινά δίνοντας την δικιά του εκδοχή στο ερώτημα γιατί τα στρουμπουλά γεμάτο καμπύλες, ακόμα και άσχημα μοντέλα έχουν κι αυτά λόγο ύπαρξης επιτέλους μετά από ένα οπτικό βομβαρδισμό δεκαετιών με ανορεκτικά σώματα που έκαναν μόδα την ευθεία γραμμή και τις αιχμηρές γωνίες κάτω από τα εσώρουχα της εμπριμέ αλλά ξεβαμμένης ψυχής μας.
Τα χρήματα μας βγήκαν από τις τρύπιες τσέπες μας και ξαργυρώσανε την ανθρώπινη θωράκιση της αιγαιοπελαγίτικης ψυχής μας. Μια ψυχή που ξέρει πώς να διακοσμείται από γόνιμα βράχια και έμαθε να κάνει μπουκέτο τον πόνο της από τα κλαδιά της τριανταφυλλιάς μας, σαν γιαπωνέζικο ikebana, όταν μαραίνονται τα ρόδα που πάντα είναι εφήμερα εδώ στο Νότο και δεν ευωδιάζουν πια αφού, «είναι πλαστικά».
Η αρχαιοπληξία μας προτάσσεται σαν άλλοθι μέσα στην ολοένα και πιο κενού περιεχομένου μόρφωσή μας, αφού εντοιχισμένοι εκτοπίσαμε το ευτυχισμένοι με μεταχρονισμένες επιταγές που ποτέ δεν ξαργυρώνονται. Την ψυχή μας ανταλλάξαμε με παραμορφωτικούς ναρκισσο-καθρέπτες αμφίβολης χρηματιστηριακής αξίας που η ημερομηνία λήξης και πλήξης της προηγείται αυτής της παραγωγής του μόχθου που έπρεπε στην ουσία να διαθέτει.
Έτσι η άγνοια της ολιγόκαρπης θυσίας του Μεφιστοφελή ισοφαρίζεται από την απουσία μεσαίας τάξης και γραμμής και επιθετικής καλλιτεχνικής αφλογιστίας εδώ και αρκετά χρόνια, όταν ταυτόχρονα αμυντικά κάνουμε άσφαιρη ενοχική πολιτιστική επίθεση στο Ινστιτούτο Γκαίτε για να ανέβουμε λίγο ψηλότερα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί υπάρχει και συμβάλλει με τον δικό του τρόπο γενικότερα στα αθηναϊκά καλλιτεχνικά πράγματα και μας στέλνει Documenta χωρίς πολλά μυστικά, αλλά ίσως ακόμα γιατί τόλμησε και εδρεύει στην Οδό Ομήρου.
Η Τέχνη στην Ελλάδα άνθιζε όταν αυτό που αποκαλούσαμε Αριστερά μαστιγώνονταν και εκτοπίζονταν στα παλιά τα χρόνια ή όταν αυτοεξορίζεται, αυτομαστιγώνεται και αυτοκατεδαφίζεται, όπως γίνεται σήμερα με τα σκορπισμένα μπάζα της, που έπεσαν από το Φορτηγό του Διονύση- που πάντα είχε και έχει καλές προθέσεις- χωρίς καν να το έχει δηλώσει πως είναι ανατρεπόμενο. Απλά το επιτάξανε κι αυτό αυθαίρετα.
Η γλώσσα της νεολαίας μας δείχνει τροχιοδεικτικά ποια πορεία έχουμε πάρει στην έρημο συνεχώς αποκακρυνόμενοι και αφυδατωμένοι από το ζωογόνο υδάτινο στοιχείο.
Το «βασικά» και το «εντάξει» στην αρχή της κάθε πρόταση μας μαρτυρά την προχειρότητα και την ξεπέτα της ανύπαρκτης ποιότητας της αβαθούς εργασίας μας.
Το «τέλεια» νερώθηκε όπως και το φιλότιμο που διαφημίζουμε την παγκόσμια μοναδικότητα του.
Το «δεν υπάρχει» προδίδει τον εντυπωσιασμό που υποβάλλουμε τον συνομιλητή μας για να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι το νικέλιο, που υπάρχει σε αφθονία, το σερβίρουμε σαν πλατίνα και τα χαλίκια ξάφνου ρουμπινοσμαραγδιάσανε.
Το «όλα τα λεφτά», τη μανία με την οποία σύσσωμος ο ελληνικός πληθυσμός ξυπνάει και παίζει μόνο όταν υπάρχει τζακ ποτ, λες και ένα μόνο εκατομμύριο δεν θα μας φτάνει που κληρώνει κάθε βδομάδα.
Τα άκαρπα εγκαταλειμμένα κλαδιά στους ελαιώνες που πήραν ακλάδευτα ύψος σαν κυπαρίσσια προδίδουν τις αδικαιολόγητες απουσίες που έχουμε στον έλεγχό μας, που μετετράπη σε σαΐτα αφού ως γνωστόν η ράτσα μας δεν θέλει ελέγχους και αξιολογήσεις .
Η τελειότητα μας είναι δεδομένη και a priori .
Ταυτόχρονα συνεχίζουμε να είμαστε κολλημένοι στο ζαχαρωμένο κατακάθι του freddo αφρού μέσα στο πλαστικό ποτήρι μας καθισμένοι στις καφετέριες. Εκεί που νοθεύσανε τόσο πια τον υπερκτιμημένο καφέ με χαρούπια και ρεβύθια. Άλλωστε ο καφές νοθεύεται πλέον. Η παγωμένη του γεύση αδρανοποιεί τα αισθητήρια της γλώσσας μας και η ποιοτική του αξία πλησιάζει μια μαρμίτα από αποσταγμένο humus στο ποτήρι μας.