Το άρθρο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο «Game Over - Η αλήθεια για την κρίση» (Κεφ. 15 «Ντοβίλ»)
Το κοσμοπολίτικο παραθαλάσσιο θέρετρο της Ντοβίλ στη Νορμανδία δεν είναι ένας τόπος όπου αναμένει κανείς να ληφθούν συνταρακτικές πολιτικές αποφάσεις. Είναι γνωστό κυρίως για τη μακριά ξύλινη πλατφόρμα περιπάτου πάνω στην αμμουδιά, και για το ομώνυμο φεστιβάλ κινηματογράφου. Η Ντοβίλ όμως επελέγη τον Οκτώβριο του 2010 για μια διμερή συνάντηση κορυφής Γαλλίας -Γερμανίας, και εκεί ακριβώς η Ευρωζώνη έζησε μία από τις χειρότερες στιγμές της. Όσο καλές και αν ήταν οι προθέσεις, οι αποφάσεις που λήφθηκαν έδωσαν συστημικά χαρακτηριστικά στην κρίση. Άνοιξαν τις πόρτες της κόλασης για την Ευρωζώνη, επιταχύνοντας την ένταξη της Ιρλανδίας και, στη συνέχεια, της Πορτογαλίας σε μηχανισμούς στήριξης αντίστοιχους με εκείνους της Ελλάδας.
Στις 18 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα που οι υπουργοί Οικονομικών βρίσκονταν στις Βρυξέλλες για το καθιερωμένο μηνιαίο Γιούρογκρουπ αλλά και για τη συνάντηση της ομάδας Βαν Ρομπέι, ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος βγήκαν για μια βόλτα στην ξύλινη προβλήτα της Ντοβίλ. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων πίσω από κλειστές πόρτες, σε εκείνη τη βόλτα κατέληξαν σε μια συμφωνία που εξέπληξε ακόμα και στενούς τους συνεργάτες.
Η Γερμανία έκανε πίσω στο ζήτημα των αυτόματων ποινών για χώρες που παραβίαζαν τους δημοσιονομικούς κανόνες και αποδέχτηκε να ισχύσει η αρχή της ενισχυμένης πλειοψηφίας στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Αυτό έδινε περιθώριο διαπραγμάτευσης στις κυβερνήσεις, κάτι που ήθελε διακαώς η Γαλλία. Σε αντάλλαγμα, η Γαλλία αποδέχτηκε μια περιορισμένη αλλαγή στη Συνθήκη της ΕΕ, η οποία θα μετέτρεπε από το 2013 τον προσωρινό μηχανισμό στήριξης σε μόνιμο θεσμό. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι η αλλαγή ενσωμάτωνε και τη δυνατότητα χρεοκοπίας μιας χώρας. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ιδιώτες πιστωτές θα ήταν υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν στη διάσωση, αποδεχόμενοι απώλειες στις επενδύσεις τους μέσα από ένα «κούρεμα» του χρέους.
Ήταν μια ιδιαίτερα ατυχής στιγμή. Το μήνυμα που έστειλε στις αγορές ήταν ότι από το 2013, οι επενδυτές θα υποστούν πιθανότατα απώλειες στα ομόλογα που διακρατούν. Ποιος ο λόγος συνεπώς για έναν επενδυτή με ομόλογα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας στην κατοχή του να μην τα πουλήσει αμέσως - και, πολύ περισσότερο, γιατί να αγοράσει νέα ομόλογα;
Ήταν αναμφίβολα απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ένας μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης. Και είναι δύσκολο να αντικρούσει κανείς τη λογική ότι «και οι τράπεζες πρέπει να πληρώσουν», όχι μόνο οι φορολογούμενοι. Η καγκελάριος εξέφραζε το πολιτικό κλίμα στη Γερμανία, και απαντούσε έτσι στις πιέσεις που δεχόταν εξαιτίας της διαφαινόμενης ιρλανδικής διάσωσης. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο επέλεξε να υλοποιήσει αυτήν την κατά βάση σωστή πολιτική θέση ήταν καταστροφικός, γιατί αγνόησε το πώς θα αντιδρούσαν οι αγορές. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αμέσως έδωσαν τη δική τους ερμηνεία: Η ανακοίνωση σήμαινε την προοπτική να χάσουν χρήματα στα ελληνικά ομόλογα, τα οποία είχαν ατύπως συμφωνήσει με τις κυβερνήσεις να διακρατήσουν όταν υπογράφηκε το Μνημόνιο. Και η λογική αυτή είχε εφαρμογή και για άλλες χώρες που βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Παραδόξως, οι επιπτώσεις από τη βόμβα της οποίας το φιτίλι άναψαν οι δύο ηγέτες στην Ντοβίλ δεν έγιναν αμέσως κατανοητές από τους υπουργούς Οικονομικών. Όταν τα νέα έφτασαν στη συνάντηση που ήταν σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες, οι αντιδράσεις επικεντρώθηκαν περισσότερο στο γεγονός ότι η Γερμανία είχε κάνει πίσω στο ζήτημα της αυτοματοποίησης των ποινών. Μόνον ο Τρισέ, σφοδρός πολέμιος οποιασδήποτε μορφής κουρέματος του ιδιωτικού χρέους, κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε η απόφαση. «Θα καταστρέψετε το ευρώ», ήταν η έξαλλη αντίδρασή του στις αντιπροσωπείες της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Η απόφαση αυτή έμελλε αργότερα να αναθεωρηθεί, εξαναγκάζοντας τη Γερμανία να παραδεχτεί το λάθος της. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Και ήταν εντυπωσιακό το πώς για άλλη μια φορά η Γερμανία επιτάχυνε και έκανε δυσμενέστερο το σενάριο που ήθελε πάσει θυσία να αποφύγει. Ήθελε να μετριάσει την πίεση της κοινής γνώμης της για το κόστος διάσωσης άλλων χωρών της Ευρωζώνης, κτίζοντας το επιχείρημα ότι εφεξής τα βάρη δεν θα τα επωμίζονται μόνον οι φορολογούμενοι αλλά και οι τράπεζες. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο: Επιτάχυνε τις εξελίξεις και την ανάγκη διάσωσης και άλλων χωρών, οδηγώντας τελικά στη χορήγηση περισσότερων δανείων με κρατικούς πόρους προς τις χώρες της Ευρωζώνης.
Πράγματι, η υπόσχεση ότι στο μέλλον θα υποστούν απώλειες δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να προσελκύσεις επενδυτές. Η προαναγγελία, το 2010, ότι το 2013, με τους νέους κανόνες του μόνιμου μηχανισμού, οι επενδυτές σε ελληνικά ομόλογα θα είχαν πιθανότατα μεγάλες απώλειες, οδήγησε αμέσως τα περιθώρια κινδύνου υψηλότερα, αντιστρέφοντας τη θετική αξιολόγηση που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή το ελληνικό πρόγραμμα. Η δυναμική χάθηκε, και δεν ξαναβρέθηκε ποτέ.