Δύο συνεντεύξεις και δύο ομιλίες: μια «κανονικότητα» δρόμος

Καταλαβαίνεις ότι έχει επιστρέψει η «κανονικότητα», όταν σταματά το live blogging στα ειδησεογραφικά σάιτ. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να ήταν και κινέζικο ρητό γραμμένο σε ξεχασμένη περγαμηνή, αλλά τελικά ήταν η ίδια η ζωή μας.
ASSOCIATED PRESS

Καταλαβαίνεις ότι έχει επιστρέψει η «κανονικότητα», όταν σταματά το live blogging στα ειδησεογραφικά σάιτ. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να ήταν και κινέζικο ρητό γραμμένο σε ξεχασμένη περγαμηνή, αλλά τελικά ήταν η ίδια η ζωή μας. Για να επιστρέψει, βέβαια, χρειάστηκε να πέσουν κάμποσα κέρματα στο αναποδογυρισμένο της καπελάκι. Αν το σκεφτείς το αντίτιμο δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Τα περισσότερα νομίσματα είχαν στη μια τους όψη μία σύνοδο κορυφής που λειτούργησε με όρους cosa nostra και στην άλλη ένα πρόγραμμα στήριξης που δεν πιστεύει κανείς. Στα υπόλοιπα ψιλά έβρισκες από την ψήφιση προαπαιτούμενων μέτρων, με τρόπο που εξέθεσε τον τρόπο λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού, και τα σοβαρότατα πλήγματα στην ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις ενορχηστρωμένες και ιταμές μιντιακές επιθέσεις σε «αντιφρονούντες». Κάπως έτσι, βρέθηκε ένας πρωθυπουργός να εξηγεί γιατί τα υφεσιακά μέτρα της δικής του κυβέρνησης ήταν μεν «αναπόφευκτα», αλλά, σε κάθε περίπτωση, «καλύτερα» από εκείνα των προηγούμενων. Με αυτό το τελευταίο θα ασχοληθούμε λίγο περισσότερο εδώ. Όχι τόσο με το τι είπε ο πρωθυπουργός, αλλά κυρίως με το πώς το είπε.

Ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε σε διάφορες περιστάσεις για τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής της 12ης Ιουλίου, με πιο πρόσφατες την συνέντευξη του στο «Κόκκινο» και την τοποθέτησή του στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Είχαν προηγηθεί μία ακόμη συνέντευξη στην ΕΡΤ, μία ομιλία στην ΚΟ του κόμματος και άλλες δύο κατά τη συζήτηση για την ψήφιση των προαπαιτούμενων μέτρων προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το νέο πρόγραμμα δανειοδότησης. Πολύ-πολύ σχηματικά, η επιχειρηματολογία του υπέρ της συμφωνίας που έφερε από τις Βρυξέλλες ήταν η εξής: η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε σκληρά αλλά στο τέλος εκβιάστηκε, προκειμένου να δεχτεί μια συμφωνία με πολλά προβλήματα, καθώς η άλλη εναλλακτική ήταν η άτακτη χρεοκοπία. Ακόμα κι έτσι όμως, συνεχίζει η κυβερνητική επιχειρηματολογία, η επιλογή που τελικά έγινε ήταν πολύ καλύτερη από το να είχε γίνει αποδεκτό το τελευταίο τελεσίγραφο των εταίρων, δηλαδή η πρόταση Γιούνγκερ της 25ης Ιουνίου.

Επομένως, ο πρωθυπουργός έπρεπε με κάποιο τρόπο να αναπαραστήσει γλωσσικά την παραπάνω ερμηνεία, εδραιώνοντας στον «επίσημο» κυβερνητικό λόγο τόσο την οπτική του εκβιασμού, δηλαδή της μη εθελούσιας αποδοχής της πρότασης των δανειστών, όσο και τα όποια θετικά, κατά τον ίδιο, στοιχεία υπήρχαν σε αυτή τη συμφωνία. Θα δούμε μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους επιχείρησε να το πετύχει, αντλώντας στοιχεία από τις δύο συνεντεύξεις (ΕΡΤ και «Κόκκινο») και τις δύο ομιλίες του στην ολομέλεια.

Ως προς το πρώτο μέρος της ερμηνείας, οι γλωσσικές επιλογές γίνονται από το πάνω-πάνω ράφι του λεξιλογίου. Για παράδειγμα, στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, ο κύριος Τσίπρας έκανε λόγο για την αύξηση του ΦΠΑ και την ουσιαστική μείωση της αγοραστικής αξίας (sic) τα οποία είναι «ο παραλογισμός μιας πολιτικής που μάς επιβάλλεται». Σε ένα άλλο σημείο, αναφερόμενος στη λιτότητα, σχολίασε ότι «η σκληρή πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό, είναι ότι επιβλήθηκε (σ.σ. η λιτότητα) με ένα σκληρό τρόπο, ως μονόδρομος για την Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια». Στη συνέντευξή του στο «Κόκκινο» υπογράμμισε τη δυνατότητα υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών με προοδευτικό και αριστερό πρόσημο «ακόμα και σε πλαίσια μιας σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβάλλεται από το εξωτερικό».

Κι αν οι λεξιλογικές επιλογές (χρήση των τύπων του επιβάλλομαι) είναι μάλλον οι πρώτες στις οποίες θα προστρέξει κανείς για να κατασκευάσει γλωσσικά τον κόσμο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιλογές από το επίπεδο της σύνταξης δεν συμβάλλουν στην καθιέρωση μιας συγκεκριμένης ερμηνείας στο λόγο. Έτσι, λοιπόν, η χρήση των παθητικών τύπων (επιβάλλεται κτλ.) στα παραπάνω παραδείγματα δίνει μια συγκεκριμένη διάσταση σε όσα λέει ο πρωθυπουργός. Η παθητική σύνταξη προβάλλει σημασιολογικά μια δράση από την προοπτική του δέκτη ή του αποτελέσματος αυτής της δράσης, ενώ ταυτόχρονα δίνει την επιλογή στον ομιλητή να αποκρύψει το δράστη αυτής της ενέργειας. Θολώνει την επικοινωνιακή διαφάνεια μιας πρότασης και πολλές φορές δίνει την αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει «από μόνο του» ή σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις ότι συμβαίνει σαν «φυσικό γεγονός».

Τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται στο λόγο του πρωθυπουργού όταν καλείται να μιλήσει για τα μέτρα που συνεπάγεται αυτή η συμφωνία. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα πάλι από τη συνέντευξή του στην ΕΡΤ:

«Δεν κόβεται η σύνταξη για να πάει στο χρέος, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, που μειώθηκαν 40% οι συντάξεις» ή «Θα αντικατασταθεί το ΕΚΑΣ από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και θα αντικατασταθεί το 2020» και, τέλος «Η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος δεν καταργείται. Η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος θα επανεξεταστεί μέχρι το τέλος του 2016, όταν θα φέρουμε τη συνολική μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό».

Σε αυτά τα αποσπάσματα τα μέτρα παρουσιάζονται αποκομμένα από το ιστορικό τους και πολιτικό πλαίσιο. Απλώς συμβαίνουν, παρά το γεγονός ότι αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων και συζητήσεων και όταν φτάσουν στην οριστική τους εκδοχή θα έχουν την αρχική έγκριση των θεσμών και θα έχουν επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Με άλλα λόγια, αυτό που δεν δηλώνεται ρητά στο λόγο του πρωθυπουργού είναι οι πολιτικές διεργασίες που θα οδηγήσουν σε αυτά τα μέτρα. Για να είμαστε δίκαιοι, κάθε πρωθυπουργός και κάθε πολιτικός στον κόσμο -όχι μόνο δηλαδή ο Έλληνας Πρωθυπουργός- που πρέπει να μιλήσει για δημοσιονομικά μέτρα χρησιμοποιεί για προφανείς λόγους τέτοιου είδους δομές. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί ελαφρυντικό, απλώς πιστοποιεί ότι μία από τις βασικές λειτουργίες του πολιτικού λόγου είναι να αξιοποιήσει συγκεκριμένες γλωσσικές δομές προκειμένου να εδραιώνει τις επιθυμητές για κάθε εξουσία ερμηνείες.

Σκαλίζοντας λίγο παραπάνω την παθητική σύνταξη και πώς αυτή συμβάλλει στο να κατανοήσουμε -με τον τρόπο που θέλει ο Αλέξης Τσίπρας- τα όσα συνέβησαν στη σύνοδο της 12ης Ιουλίου, μπορούμε να σταθούμε σε αυτό το μικρό απόσπασμα από την ομιλία του στη Βουλή την προηγούμενη Τετάρτη:

«Η ουσία είναι ότι την προηγούμενη Κυριακή προς Δευτέρα, στις 12 του Ιούλη, οδηγηθήκαμε σε έναν δύσκολο συμβιβασμό βάσει του οποίου σήμερα καλούμαστε σε έκτακτες συνθήκες, τις δύο Τετάρτες, να νομοθετήσουμε. Οδηγηθήκαμε σε έναν δύσκολο συμβιβασμό, έχοντας εξαντλήσει κάθε όριο και περιθώριο διαπραγμάτευσης».

Η ελληνική πλευρά προβάλλεται ως ο αποδέκτης μιας ενέργειας. Ένα ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι από ποιους οδηγήθηκε σε αυτό το συμβιβασμό; Από τα ευρύτερα συμφραζόμενα προκύπτει ότι το πέτυχαν οι «συντηρητικές δυνάμεις» της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ συχνά ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί την παραπάνω έκφραση ή την ταυτόσημη «συντηρητικοί κύκλοι» προκειμένου να αναφερθεί στην «απέναντι πλευρά». Αναφέρεται δηλαδή σε ένα συλλογικό υποκείμενο, το οποίο όμως είναι απρόσωπο και προσδιορίζεται στη βάση ενός αξιολογικού χαρακτηρισμού που δηλώνει την ιδεολογική/πολιτική ταυτότητα αυτού του υποκειμένου. Στο προηγούμενο απόσπασμα, «αποπροσωποιούνται» τα γεγονότα της συνόδου, οι δράστες μοιάζουν κάπως ασαφείς και ταυτόχρονα προβάλλεται η οπτική του δέκτη -όχι η ίδια η ενέργεια ούτε εκείνοι που ενέργησαν. Οι διαδικασίες, λοιπόν, μοιάζουν σαν «φυσικές», λες και συμβαίνουν γραμμικά. Οι κειμενικές αυτές επιλογές συμβάλλουν στην καθιέρωση της ερμηνείας ότι ο δύσκολος συμβιβασμός «συνέβη» και ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να τον δεχτεί επειδή δεν γινόταν αλλιώς. Στην ουσία, η παραπάνω οπτική απηχεί τη θέση του πρωθυπουργού πως η συγκεκριμένη συμφωνία δεν αποτελεί ιδιοκτησία της κυβέρνησης. Και πράγματι, στο «Κόκκινο» το είπε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο:

«Η μεγάλη διαφορά, η τεράστια διαφορά και εκεί που τους πονάει και επιτίθενται και μέσα στη Βουλή και έξω από αυτήν, ποια είναι; Είναι ότι εμείς δεν δηλώνουμε ιδιοκτήτες αυτού του προγράμματος. Κι όταν όλη η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει δει με ποιόν τρόπο οδηγήθηκε η ελληνική κυβέρνηση και εγώ προσωπικά σε αυτόν τον συμβιβασμό, δεν μπορεί κανείς να αξιώνει πια ότι η ιδιοκτησία ανήκει σε εμάς».

Το δεύτερο μέρος της κυβερνητικής ερμηνείας εστιάζει στα «πλεονεκτήματα» που έχει το νέο πρόγραμμα σε σχέση με τα προηγούμενα. Ο πρωθυπουργός επιλέγει να προβάλλει τα θετικά του προγράμματος δίνοντας έμφαση σε αριθμούς και δείκτες.

Για παράδειγμα εδώ:

«Μέχρι τώρα, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, είχαμε προσαρμογή 4% κάθε χρόνο. Συνολικά, τα τέσσερα τελευταία χρόνια 16%. Η προσαρμογή που έχουμε τώρα θα είναι 1% τον χρόνο. Σαφώς ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Τα μέτρα είναι 7,9 δισ. ευρώ σε βάθος τριετίας. Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό θα δημιουργήσει υφεσιακές τάσεις, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί το υφεσιακό μείγμα των προηγούμενων προγραμμάτων, με το υφεσιακό μείγμα του προγράμματος συμφωνίας που φέραμε εμείς εδώ».

Ή εδώ:

«Όμως, στο ερώτημα Β - και εδώ πρέπει να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς - είναι η ημέρα με τη νύχτα. Είχαμε πέντε μήνες, 10 δισ., πέντε reviews. Τώρα έχουμε 83 δισ., δηλαδή πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών για το μεσοπρόθεσμο διάστημα 2015-2018: 47 δισ. για τις εξωτερικές πληρωμές, 11,5 δισ. για τα repos, 4,5 δισ. για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου συν 20 δισ. για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών συν την ισχυρή και ουσιαστική δέσμευση για το ζήτημα του χρέους. Άρα, ουσιαστικά στο ερώτημα Α υπάρχει μια υποχώρηση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και στο ερώτημα Β υπάρχει μια καλυτέρευση και άρα το Δημοψήφισμα έπαιξε το ρόλο του».

Τα δύο παραδείγματα προέρχονται αντίστοιχα από τις συνεντεύξεις στην ΕΡΤ και το «Κόκκινο». Αρκετά παρόμοια μπορεί να εντοπίσει κανείς όχι μόνο στα συγκεκριμένα κείμενα, αλλά και στις ομιλίες του Αλέξη Τσίπρα για την ψήφιση των προαπαιτούμενων. Τυπικά, αυτό το παιχνίδι με τους αριθμούς προσθέτει στο λόγο ενός ομιλητή ακρίβεια, αντικειμενικότητα και κύρος. Η παράθεση τόσων πολλών αριθμητικών στοιχείων σε συνδυασμό με τη χρήση ειδικών/τεχνικών όρων προσδίδει αξιοπιστία στη θέση του πρωθυπουργού. Η παραπομπή σε «αδιάψευστα», «απτά» και «μετρήσιμα στοιχεία» καθιστά περισσότερο αξιόπιστο το επιχείρημα περί «καλύτερης» συμφωνίας. Η ερμηνεία αυτή αποκτά χαρακτήρα «αντικειμενικό» και «φυσικό», ο οποίος μένει ανεπηρέαστος, τάχα, από τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές αποχρώσεις.

Παρόλα αυτά, τέτοιου είδους χρήσεις αριθμητικών δεδομένων συσκοτίζουν το νόημα του λόγου. Πρώτον, οι αριθμοί αυτοί όταν δίνονται αποκομμένοι και αποσπασματικά, δεν λένε κάτι. Δεύτερον, η χρήση του ειδικού λεξιλογίου κάνει πιο δύσκολη την κατανόηση. Οι πολίτες δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή την ορολογία ή, ακόμα αν είναι, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι την καταλαβαίνουν πλήρως. Στο σημείο αυτό ο κυνικός παρατηρητής σηκώνει το χέρι του και σημειώνει ότι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τόσο το χειρότερο για τους πολίτες. Οι δείκτες, τα στατιστικά και οι αριθμοί διαθέτουν μια επίφαση ουδετερότητας. Το παιχνίδισμα μαζί τους προσφέρει στον ομιλητή μια σπουδαία δυνατότητα: μπορεί να τους δώσει «θερμοκρασία», πλαισιώνοντας τα με την ερμηνεία που τον εξυπηρετεί καλύτερα. Το ίδιο κάνει και ο Αλέξης Τσίπρας. Αφού αναφερθεί διεξοδικά και με ακρίβεια στους αριθμούς της συμφωνίας, χρησιμοποιεί μια φράση η οποία πλαισιώνει ερμηνευτικά όσα έχουν προηγουμένως ειπωθεί. Στην πρώτη περίπτωση η φράση αυτή είναι η «Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό... που φέραμε εμείς εδώ» και στη δεύτερη η φράση «Άρα, ουσιαστικά στο ερώτημα Α... έπαιξε το ρόλο του».

Αν αντέξατε και φτάσατε έως εδώ, είναι πιθανό η στρατηγική αυτή κάτι να σας θυμίζει. Πράγματι, με τους αριθμούς έπαιξαν και οι προηγούμενοι Έλληνες πρωθυπουργοί όταν κλήθηκαν να επιχειρηματολογήσουν για την ανάγκη λήψης και ψήφισης δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων. Επίσης, είναι μια στρατηγική που χρησιμοποιείται συχνά στον αντι-μεταναστευτικό λόγο, διότι προσφέρει την ευκολία δήθεν αντικειμενικών συμψηφισμών.

Πολλοί πολιτικοί θα διεκδικούσαν με αξιώσεις το βραβείο για την πιο αποτελεσματική αξιοποίηση του παιχνιδιού των αριθμών. Πολύ πρόχειρα μπορώ να θυμηθώ των Ευάγγελο Βενιζέλο, όταν ως υπουργός Οικονομικών, μιλούσε για την «υπαρξιακή» διάσταση του PSI. Για τον Αλέξη Τσίπρα δεν υπάρχει κάποιο βραβείο. Ωστόσο, ο ίδιος κυνικός παρατηρητής που ζήτησε προηγουμένως το λόγο θα σχολίαζε ότι ο πρωθυπουργός αξίζει τουλάχιστον μία εύφημο μνεία. Δεν είναι και λίγο πράγμα να μετατρέπεις το 61% του δημοψηφίσματος σε ζόρι, κόμπο, απογοήτευση και TINA.

Δημοφιλή