Η ΙΩΑΝΝΑ ήταν το πιο ωραίο κορίτσι που είχα φιλήσει μέχρι τότε. Αρκετά μικρότερη από μένα - έξι χρόνια παρά δύο μήνες, αν δεν κάνω λάθος -, μελαχρινή, με τα πιο καλοσχηματισμένα χείλη, την πιο ίσια μύτη και τα πιο εκφραστικά μάτια που είχα δει ποτέ μαζεμένα στο ίδιο πρόσωπο. Ήταν φοιτήτρια γαλλικής φιλολογίας, έμενε στα Βριλήσσια με τους γονείς της και είχε δικό της αυτοκίνητο. Έξι από τα εφτά απογεύματα της εβδομάδας έκανε ιδιαίτερα γαλλικών σε μαθητές από την Αργυρούπολη ως τα Σεπόλια, η ηλικία των οποίων κυμαινόταν από τα δεκατέσσερα ως τα σαράντα δύο. Αν υπήρχε κάτι που αγαπούσε περισσότερο από μένα, αυτό ήταν τα γαλλικά, παρότι δε συνέτρεχε ιδιαίτερος λόγος για να της συμβαίνει αυτό. Θέλω να πω, οι γονείς της δεν είχαν καμία σχέση με τη Γαλλία, ούτε συντονίζονταν στο Canal+ με το πρωινό.
Η Ιωάννα αγάπησε τα γαλλικά για τον ίδιο ανεξήγητο τρόπο που αγαπάς έναν άνθρωπο για τον οποίο όλο γκρινιάζεις ότι τον βαριέσαι, ότι δε σου κάνει, ότι είχες και καλύτερους. Τα αγάπησε χωρίς περιστροφές ή δικαιολογίες. Ακριβώς όπως αγάπησε και μένα, δύο χρόνια πριν, παρότι ήμουν απασχολημένος με το να μπαινοβγαίνω σε σχέσεις ψάχνοντας τη Μία που θα φέρει στον κόσμο τα παιδιά μου. Το 2011 την αγάπησα κι εγώ. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Τον Μάιο του 2011 το περιοδικό έκλεισε και εγώ αγόρασα τις πρώτες εφημερίδες με αγγελίες. Πολύ πριν αρχίσω να στέλνω βιογραφικά, είχα πάρει δύο βαρυσήμαντες αποφάσεις. Η λιγότερο κρίσιμη ήταν να δώσω μια ευκαιρία στην Ιωάννα. Η περισσότερο κρίσιμη ήταν να γίνω επαγγελματίας τζογαδόρος. Για τις ανάγκες της δεύτερης απόφασης, αγόρασα και τέσσερα σχετικά βιβλία από το Amazon. Τη μέρα που έφτασαν στο σπίτι μου ζήτησαν από την Ιωάννα να μη βρεθούμε, γιατί ήθελα να μελετήσω. Εξυπακούεται ότι δεν της είπα τον αληθινό λόγο. Όλοι θα καταλάβαιναν την επιλογή μου να ζήσω από τον τζόγο όταν θα είχε σημασία, δηλαδή όταν θα τα κατάφερνα. Άπιαστος ξεάπιαστος, στο μυαλό μου ήταν ένας καθ' όλα έντιμος στόχος.
Το δικό μου φετίχ ήταν να σημειώνω αναλυτικά τι κέρδιζα και τι έχανα κάθε μήνα παίζοντας. Και κάθε μήνας από τους τελευταίους δεκαπέντε τελείωνε με εμένα να χάνω σταθερά περισσότερα λεφτά από το ακριβές μου μηνιάτικο. Ο λογαριασμός στο τέλος του μήνα ήταν πάντα κόκκινος.
Προτού χαθώ στην ανάγνωση της απίστευτης ιστορίας ενός Αμερικανού δημοσιογράφου που έζησε από κοντά τον Billy Walters, τον δισεκατομμυριούχο που έχει χτίσει μια αμύθητη περιουσία τζογάροντας, έστειλα μερικά βιογραφικά. Τα έστειλα για να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι προσπαθώ να βρω δουλειά, πράγμα αρκετά οξύμωρο αν αναλογιστεί κανείς ότι μετά το Send ευχόμουν στους ανοιχτούς ουρανούς να μη με καλέσει κανείς για συνέντευξη και να με αφήσουν να πνιγώ ευτυχισμένος στη θάλασσα του τζόγου. Του επαγγελματικού, ιδανικά.
Όλα τα ρητά για τους μεγάλους άντρες και τις δύσκολες στιγμές εναλλάσσονταν στο μυαλό μου σαν τις διαφημίσεις στο τεράστιο μάτριξ στην ταράτσα του γείτονα. Αγκαλιά με το «κάθε εμπόδιο για καλό», πίστεψα ότι «τίποτα δεν είναι τυχαίο» και παραδόθηκα στο τζόγο. Το διαθέσιμο κεφάλαιο ήταν μεγαλύτερο από ποτέ. Η αποζημίωση από το περιοδικό, μια πιστωτική κάρτα που είχε εγκριθεί λίγο πριν μείνω άνεργος και ένας τρέχων μισθός συνεργάζονταν για ένα σύνολο που ξεπερνούσε τα 10.000 ευρώ και μου έδινε τον απαραίτητο χρόνο για να δράσω ψύχραιμα και υπεύθυνα. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.
Η Ιωάννα δεν ήταν το πρώτο κορίτσι που συμφώνησε να κοιμηθεί έναν τοίχο μακριά από το δωμάτιο των γονιών μου. Κόντευα να κλείσω τα είκοσι οχτώ και, παρότι δούλευα ήδη πέντε χρόνια, έμενα ακόμα στο σπίτι όπου έπαιξα το πρώτο μου στοίχημα. Αυτό είχε ως συνέπεια τα εκάστοτε κορίτσια μου να κοιμούνται, να κάνουν σεξ και να χύνουν στο παιδικό μου δωμάτιο. Είναι που δεν είχα και ποτέ φετίχ με τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Ούτε με τις γκόμενες που φτιάχνονταν με την ιδέα να σκεπάζονται κάτω από σκεπάσματα νοτισμένα με τα υγρά δύο ή περισσότερων αγνώστων.
Το δικό μου φετίχ ήταν να σημειώνω αναλυτικά τι κέρδιζα και τι έχανα κάθε μήνα παίζοντας. Και κάθε μήνας από τους τελευταίους δεκαπέντε τελείωνε με εμένα να χάνω σταθερά περισσότερα λεφτά από το ακριβές μου μηνιάτικο. Ο λογαριασμός στο τέλος του μήνα ήταν πάντα κόκκινος. Από τις τριάντα μέρες, τις οχτώ κέρδιζα και τις είκοσι δύο έχανα. Ονόμασα «Ilias» το αρχείο με τον ισολογισμό του τζόγου και το έκρυψα στο φάκελο των Λήψεων. Κανείς δε θα 'ψαχνε, κανείς δε θα μάθαινε γι' αυτό. Έτσι κι αλλιώς, τώρα που ο τρόπος προσέγγισης του παιχνιδιού θα γινόταν πιο ορθολογικός - τι στον διάολο τα 'θελα τα βιβλία αν ήταν να συνεχίσω να παίζω χωρίς πλάνο;-, οι πρώτοι μήνες με πράσινο ισολογισμό θα έρχονταν με φόρα. Μια πιο ρεαλιστική απόδοση της τελευταίας πρότασης είναι η εξής: ο δρόμος που οδηγούσε στο ζόφο του τζόγου ήταν ορθάνοιχτος- και τα σκυλιά δεμένα.
*Το βιβλίο «Δευτέρα» του Ηλία Αναστασιάδη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.