Άνοιξη 2010 ξεκίνησε η γνωστή σε όλους μας «Κρίση». Βαίνουμε ήδη στον 6ο χρόνο αυτής. Ίσως όχι από την αρχή της αισθητή, αλλά χρονικά προσδιορισμένη από την αδυναμία της Ελλάδος να δανειστεί με λογικά επιτόκια από τις Αγορές και να αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια από τον Μηχανισμό Στήριξης που αποτελούνταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.), τη γνωστή «Τρόικα» ή... «Θεσμούς».
Τί εστί «λογικά» επιτόκια; Επιτόκια ανάλογα με αυτά που δανείζονται οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και τα οποία επιτρέπουν την αποπληρωμή του χρέους εφόσον υπάρξει Ανάπτυξη > Επιτοκίου. Γιατί η xώρα δεν έβρισκε δανεικά με λογικά επιτόκια; Γιατί το δημοσιονομικό έλλειμμα (Έσοδα - Έξοδα) ήταν τόσο υψηλό - μεγαλύτερο από 15% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) - που δεν θεωρούνταν αξιόχρεη χώρα, δηλαδή παρουσίαζε μεγάλη επισφάλεια επιστροφής των δανεικών και προκειμένου να της δανείσει κάποιος, επιθυμούσε υψηλό ασφάλιστρο κινδύνου (επιτόκιο) για να το πράξει. Τόσο μεγάλο που ήταν δύσκολο να καλυφθεί δημοπρασία 3-Μηνώνκαι 6-Μηνων εντόκων γραμματίων [Ομόλογα Μικρής Διάρκειας]. Έφτασε έτσι τον Απρίλιο 2010 να είναι η πρώτη παγκοσμίως χώρα σε πιθανότητα χρεοκοπίας, 44% για την ακρίβεια. Εφόσον λοιπόν δεν δάνειζε κανείς, εμφανίστηκε πρόβλημα ρευστότητας, δηλαδή πώς θα πληρώνονταν οι μισθοί και οι συντάξεις του μήνα εκείνου;
Το πρόβλημα ρευστότητας δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Αποτέλεσε συνέπεια του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών μεγεθών, ήτοι αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ εσόδων και εξόδων - δηλαδή το κράτος ξόδευε (πολύ) περισσότερα από όσα εισέπραττε - που καλυπτόταν με Δανεισμό, όπως περιγράφηκε στην αρχή του άρθρου. Δε δόθηκε μεγάλο βάρος στη μείωση του κρατικού μηχανισμού με στοχευμένες παρεμβάσεις αλλά στις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και στην υπέρμετρη αύξηση της φορολογίας. Οι οριζόντιες περικοπές οδήγησαν σε κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης σε μέγεθος πολύ μεγαλύτερο του αναμενομένου διότι, ως γνωστόν, η οριακή χρησιμότητα του χρήματος είναι φθίνουσα, δηλαδή αλλιώς επηρεάζει κάποιον μείωση μισθού κατά 20% που αμείβεται με € 1.000 το Μήνα, λιγότερο κάποιον που αμείβεται με € 2.000 και ούτω καθ' εξής (διατηρώντας το 20% σταθερό). Η αύξηση της φορολογίας από την άλλη, δεν διέθετε την κλιμάκωση που απαιτείτο με αποτέλεσμα να συμβάλει και αυτή στην κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης. Παράλληλα, υπήρχαν / υπάρχουν θηριώδη ποσά κατατεθειμένα σε τράπεζες του εξωτερικού τα οποία δεν φορολογήθηκαν παρά τις εκκλήσεις του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Γενικής Διευθύντριας του Δ.Ν.Τ... Τουτέστιν, οι οφειλές προς την Εφορία ξεπερνούν τα 85 δισεκατομμύρια Ευρώ με ρυθμό αύξησης ~ 1 δισ. € τον Μήνα.
Γιατί φτάσαμε στην παραπάνω κατάσταση; Λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου (Εισαγωγές - Εξαγωγές) εν έτει 2009 ξεπερνούσε το 15% του Α.Ε.Π. Μετά το ξεκίνημα της κρίσης μετατράπηκε σε πλεόνασμα, όχι τόσο λόγω της μεγάλης αύξησης των εξαγωγών αλλά εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης των εισαγωγών, συνέπεια της απομειούμενης αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων πολιτών πλέον του 25%. Η Ελλάδα υπήρξε η μόνη χώρα από εκείνες που βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα - μαζί με Πορτογαλία και Ιρλανδία - που δεν αύξησε σημαντικά τις εξαγωγές της, εξαιρουμένων καυσίμων. Αιτία της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, γνωστοί και όχι τόσο γνωστοί λόγοι.
Στους πλέον γνωστούς συμπεριλαμβάνονται η ασταθής οικονομική πολιτική, οι συχνές αλλαγές του Κώδικα Φορολογίας, η αργή απονομή δικαιοσύνης (δίκες εις μάκρος και επί χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσουν), το αυξημένο κόστος ηλεκτρικού ρεύματος που για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας μπορεί να αποτελέσει ίσαμε το 50% του τελικού κόστους του προϊόντος. Στους όχι τόσο γνωστούς εμπίπτει η σύνθεση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.) από διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Τα πρώτα που συνίστανται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της Οικονομίας, πλέον του τριτογενή μόνο όμως όσον αφορά Υπηρεσίες Τεχνολογικής Αιχμής, προσφέρουν υπεραξία, αυξάνουν την παραγωγικότητα, προσελκύουν επενδύσεις και δημιουργούν νέο εισόδημα. Πριν την είσοδο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες αποτελούσαν (2000) το 25% του Α.Ε.Π., ποσοστό αρκετά χαμηλό συγκρινόμενο με τα διεθνή δεδομένα. Το 2009, σχεδόν 10 χρόνια μετά, παρά τις δυνατότητες που προσέφερε το ενιαίο νόμισμα, το ποσοστό αυτό κατέρρευσε κάτω από το 20%, στα χαμηλότερα παγκοσμίως. Γι' αυτό μόλις το χρήμα σταμάτησε να είναι φθηνό - εφόσον στέρεψε η κάνουλα του δανεισμού - ήρθε και η κατάρρευση του Α.Ε.Π. κατά 25% αθροιστικά στα χρόνια της κρίσης, ποσοστό που παραπέμπει σε εμπόλεμη κατάσταση.
Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Ζυμώθηκε μέσα στο πολιτικό σύστημα που προώθησε την ανάπτυξη μέσω των δανεικών, του πλαστικού χρήματος και της κατανάλωσης, και όχι μέσω των παραγωγικών επενδύσεων που δημιουργούν νέο εισόδημα.
Φυσικά, το πολιτικό σύστημα δεν προέκυψε με παρθενογένεση. Εκλέχθηκε από έναν λαό ο οποίος διάγει την χειρότερη ίσως κρίση αξιών στην ιστορία του, μαστιζόμενος από διαφθορά - ανταγωνίζεται για την πρωτιά στην Ε.Ε. μαζί με Βουλγαρία, Ρουμανία αλλά και Ιταλία - κυριευμένος από συμπλέγματα προς την αριστεία, λάτρης της μετριότητας, φυγόπονος, αποστερούμενος κοινής λογικής αλλά και αισθητικού κριτηρίου.