Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι. Την εποχή του Ελύτη, το ελληνικό καλοκαίρι σκοτωνόταν με περίστροφο. Χρειαζότανε όντως μόνο μια μοναδική, υγρή σφαίρα. Η δολοφονία συνέβαινε κάπου τέλη Αυγούστου. Συνέπιπτε πάνω-κάτω με τα γενέθλιά μου. Είχε κατασκευαστεί μάλιστα στον παιδικό μου νου μια μεταφυσική συνωμοσία. Τα γενέθλια να γίνονται επέτειος θανάτου, ξόδι του θέρους. Μια πίκρα πως τελειώνανε οι διακοπές.
Θυμάμαι πάντως ξεκάθαρα τα όμορφα καλοκαίρια που δεν έβρεχε ποτέ Ιούνιο και Ιούλιο. Μάλλον υπερβάλλει η μνήμη μου. Ίσως έχει αφαιρέσει επιλεκτικά την όποια βροχόπτωση σαν ενοχλητικό λεκέ από λευκό τραπεζομάντηλο. Συγκρατεί μόνο ατέλειωτες φωτεινές μέρες. Με τον φίλο Ανδρέα να παίζουμε με μανία σκάκι στην εξοχή στην πρώτη γυμνασίου. Διάλειμμα για βουτιά στη θάλασσα και μετά πάλι βουτηγμένοι στη σκακιέρα. Θυμάμαι πως είχα επικρατήσει μετά από εκατό παρτίδες με 50,5-49,5. Ο Ανδρέας θυμάται πως είχε επικρατήσει εκείνος με 50,5-49,5. Έτσι είναι τα καλοκαίρια, θυμόμαστε ό,τι μας αρέσει. Και οι δυο έχουμε δίκιο: ο ένας στην Καλιφόρνια, ο άλλος στο Μανχάταν, ισόπαλοι στο σκορ θερινής νοσταλγίας.
Φέτος όμως το καλοκαίρι σκοτώθηκε με μυδραλιοβόλο. Καταιγίδες καρεκλοπόδαρα μετά τον πλέον βάναυσο καύσωνα. Μέσα Ιουλίου. Βρεθήκαμε με τη σύζυγό μου να οδηγούμε αργά το απόγευμα κάπου στα βόρεια, όταν ξέσπασε ο χαλασμός. Σκεφτήκαμε πού να βρίσκεται η κοντινότερη ακτή, να καταφύγουμε ικέτες. Θάλαττα, θάλαττα. Το μετεωρολογικό δελτίο εξάλλου μιλούσε για ακραία φαινόμενα στα ηπειρωτικά. Όχι στα παράλια.
Όντως υπήρχε ένας οικισμός με παραλία κάπου εκεί πέρα. Είχαμε ωραίες αναμνήσεις από αυτό το θέρετρο πριν πολλά χρόνια. Τόσο από τη φύση όσο και από την έμφυτη ευγένεια των απλών ανθρώπων. Αδύνατον να συνέβαιναν ακραία φαινόμενα εκεί. Αδύνατον, αποκλείεται. Διατηρούσαμε ατόφιες μνήμες αμμουδιάς, ήπιας κι ανέμελης, βγαλμένης απ' τα κόκκαλα του ελληνικού καλοκαιριού.
Κόψαμε μέσα από βουνά και λόγγους. Η βροχή εξασθενούσε, αλλά δεν κόπασε εντελώς. Φτάσαμε γύρω στις οκτώμιση. Όντως, η θλίψη δε σάρωνε με μυδραλιοβόλο εδώ. Χρησιμοποιούσε μόνο μια παλιά επαναληπτική καραμπίνα με σκάγια. Λίγες αραιές, χοντρές στάλες. Έπειτα οι σχηματισμένες λίμνες και η λάσπη στον χωματόδρομο αποδείκνυαν πρόσφατη επίδειξη ισχύος του παλιόκαιρου. Ο τόπος έρημος σχεδόν. Πού ήταν όλοι, γιατί δεν ξεπορτίζανε; Η θάλασσα γυαλί, ακίνητη. Δεν συμμεριζόταν την ουράνια ταραχή. Οι συνηθισμένες ελληνικές επιγραφές: ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ (υπογραμμισμένο, σαν να υπονοούσε ότι η αναχώρηση είναι το σημαντικότερο τοπικό γεγονός που θα μπορούσε να συμβεί). Πρόσκληση σε πανηγύρι με λαϊκή τραγουδίστρια και κλαρίνα. Hotel Ενοικιαζόμενα Δωμάτια Rooms to let Zimmer. Ταβέρνα. Στα κάρβουνα.
Καθόμαστε σε δυο ψάθινες καρέκλες. Σε ένα τραπέζι στην ταβέρνα υπάρχουν άνθρωποι. Συζητάνε χαρούμενοι. Δεν μιλάνε ελληνικά και δεν ξέρω τη γλώσσα τους. Σλαβική διάλεκτος ακούγεται. Στα δέκα μέτρα, στην αμμουδιά μια άλλη παρέα ετοιμάζεται για απογευματινό/βραδινό μπάνιο μετά τη μπόρα. Γελάνε και χαίρονται. Δεν μιλάνε ελληνικά και δεν ξέρω τη γλώσσα τους. Δεν μπορώ καν να την κατατάξω. Λίγο αργότερα εμφανίζεται μια οικογένεια. Κλασική διαδρομή αργόσχολης περιδιάβασης. Οι γονείς φιλονικούν, τα παιδιά στον κόσμο τους. Δεν μιλάνε ελληνικά και, πάλι, δεν ξέρω τη γλώσσα τους. Μετά διέρχεται το φαινομενικά ερωτευμένο ζευγάρι. Κάτι λένε. Δεν μιλάνε ελληνικά και, ξανά, δεν ξέρω τη γλώσσα τους. Θεωρούμαι και γλωσσομαθής, τρομάρα μου.
Έχει περάσει αρκετή ώρα και δε συναντήσαμε ακόμα κανέναν να μιλάει ελληνικά. Σηκώνομαι να περπατήσω παρά θιν' αλός. Σπίτια νοτισμένα από την κρίση, μούχλα και πεσμένοι σοβάδες. Hotel Ενοικιαζόμενα Δωμάτια Rooms to let Zimmer. Δε φαίνεται ψυχή. Αλλά να, σε ένα μπαλκονάκι μια ηλικιωμένη κυρία αγναντεύει τη θάλασσα. «Καλησπέρα», της λέω. Δεν απαντά. «Καλησπέρα», ξαναλέω. Φαίνεται να μην καταλαβαίνει. Δεν είναι ότι δε μιλάει ελληνικά. Δε μιλάει καν. Είναι καθηλωμένη αφασική στην καρέκλα. Κάποιοι την έχουν εγκαταστήσει στο μπαλκόνι εν αγνοία της. Θα σκέφτηκαν, αφού δεν καταλαβαίνει τίποτε, τουλάχιστον ας αγναντεύει τη θάλασσα.
Η θάλασσα παραμένει γυάλινη, ακίνητη. Δεν παράγει κανέναν ήχο, δε μιλάει καμία γλώσσα. Ανυπομονούσα να βρεθώ στην Ελλάδα καλοκαίρι. Και να, τώρα βρίσκομαι εδώ και δε μιλάει κανένας ελληνικά. Δεν τους καταλαβαίνω, είναι όλοι ξένοι. Όμως και τα νέα της χώρας, ό,τι διαβάζω, μου φαίνονται ξενικά. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας, λέει, υποδέχτηκε σόουμαν και φωτομοντέλο στο προεδρικό μέγαρο. Ο Γιούνκερ, λέει, ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου. Κάποιος οικονομολόγος έκανε, λέει, δηλώσεις περί παράλληλου νομίσματος. Κάτι αντίπαλοί του ανταπέδωσαν, λέει, αντιδηλώσεις. Έτσι λέει.
Νιώθω αφύσικα ξένος με την επίσημη ειδησεογραφία. Νιώθω εκτός θέματος. Και καλά αυτά ίσως είναι ευτράπελα. Αλλά μήπως οι σοβαροί; Πού κινούνται οι αναζητήσεις των ικανότερων; Τι ψάχνουν; Δυσκολεύομαι να καταλάβω καν για τι μιλάνε. Κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας εκτιμά ότι η δικτατορία ήταν ένα διάλειμμα και η οικονομία κι οι τέχνες άνθισαν επί χούντας. Τι έκανε λέει; Καθηγητής φιλοσοφίας επικαλείται τον έρμο Wittgenstein υποστηρίζοντας ότι η λατρεία του ιερού κάστανου που άγγιξε πριν 27 χρόνια ο γέρων Παΐσιος βρίσκεται υπεράνω κριτικής. Τι έκανε λέει; Νιώθω αφύσικα ξένος. Τι να σχολιάσω, τι να γράψω; Δεν καταλαβαίνω. Πριν καν ξεκινήσω, βρίσκομαι ήδη τελείως εκτός θέματος, με μηδενισμένο γραπτό.
Σκαλίζω αμήχανος το κινητό αναζητώντας καινούργια e-mail. Κάποια παρηγοριά στην επιστήμη, για κάτι που εχθές ακόμα δεν το είχε φανταστεί κανείς, αλλά σήμερα μπορεί να υπάρξει. Κάποια καλά νέα. Αλλά σήμερα ούτε από εκεί υπάρχει παρηγοριά. Το προηγούμενο βράδυ έλαβα το θλιβερό μήνυμα του Emmanuel. H Maryam μόλις είχε πεθάνει. Σαράντα χρονών. Η μικρόσωμη Μaryam Mirzakhani με τα γαλάζια-γκρίζα μάτια που από το θεοκρατικό Ιράν βρέθηκε 30 χρονών τακτική καθηγήτρια στο Στάνφορντ και το 2014 έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το μετάλλιο Fields, την ανώτατη διάκριση στα μαθηματικά. Η Maryam πήρε μαζί της όλες εκείνες τις γεωμετρικές επιφάνειες που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Πήρε μαζί της όλα εκείνα τα άπιαστα, ακατανόητα προβλήματα της υπερβολικής γεωμετρίας - κι έφυγε.
ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ. Οι ψιχάλες ξαναπληθαίνουν. Γυρίζω πίσω, καθόμαστε στο τραπέζι κάτω από την τέντα. Η παρέα δίπλα συνεχίζει να διασκεδάζει σε γλώσσα που αγνοώ. Είμαστε στην Ελλάδα, αλλά κανείς δε μιλάει ελληνικά εδώ. Μήπως να γυρίσω στην Καλιφόρνια; Εκεί τουλάχιστον ο Νίκος, η Τατιάνα, ο Αντώνης, η Αμαλία, ο Στέλιος και τόσοι άλλοι μιλάμε ελληνικά. Σκύβω να πιάσω το αλατοπίπερο, να τακτοποιήσω τις χαρτοπετσέτες, να κάνω κάτι. Πρέπει να προσαρμοστώ. Να προσαρμόσω τις προσδοκίες μου.
Ποιος ξέρει. Ίσως είναι ιερό το αλατοπίπερο. Ίσως είναι ιερή κι η χαρτοπετσέτα. Μπορεί να πέρασε κάποιος γέροντας και να τα άγγιξε κάποτε. Δεν κοροϊδεύω. Έτσι ήταν πάντα εδώ. Τι κι αν κατακεραυνώνανε τις δεισιδαιμονίες οι Πατέρες. Ξόανα, είδωλα, φυλαχτά, φετίχ παραμένουν πανίσχυρα. Πάντα πλήρη θεών.
Κοιτάζω ξανά τις αφίσες στον στύλο του ηλεκτρικού. Η λαϊκή τραγουδίστρια με το ντεκολτέ και ο οργανοπαίκτης με το κλαρίνο στα χείλη. Με κόκκινα, μεγάλα κεφαλαία γράμματα με προσκαλούν αναδρομικά στο πανηγύρι που ήδη πέρασε. Η οικονομία και η τέχνη λοιπόν, όπως λέγαμε, άνθισαν το 1967. Η ιταλική αναγέννηση και η ελληνική χούντα. Συναγωνίζονται ο Leonardo da Vinci και ο Παττακός, στήθος με στήθος. Στις μέρες μας η οικονομία και η τέχνη ξανανθίζουν και πάλι. Σίγουρα. Μήπως έχουμε ξανά δικτατορία και ούτε καν το πήραμε είδηση; Μήπως γι' αυτό ζούμε τέτοια απογείωση στην οικονομία και στις τέχνες; Έτσι θα εξηγείται. Όμως παρακαλώ μη με απογειώνετε τόσο, με πιάνει υψοφοβία.
Όλα αυτά που μας περικυκλώνουν και λέγονται και γράφονται καθημερινά φαίνονται αφύσικα. Ακόμα χειρότερα. Βρίσκονται μετά τα αφύσικα, παράδοξα ακόμα και για την παραδοξότητα, παράλογα ακόμα και για τον παραλογισμό. Όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού. Χαρακτηριστική εικόνα: ο Μακρόν (η σημαντικότερη (;) ελπίδα (;) της Ευρώπης (;)) αγκαλιάζεται με τον Τραμπ. Ο αντι-συστημικός βαθιά συστημικός Μακρόν αγκαλιάζει τον συστημικό βαθιά αντι-συστημικό Τραμπ. Αναρωτιέμαι πόσοι πολίτες νιώθουν να εκπροσωπούνται και πόσοι νιώθουν πλέον εκτός θέματος, μηδενισμένοι εκ προοιμίου. Πόσοι νιώθουν όχι ότι συμφωνούν ή διαφωνούν με το τι συμβαίνει γύρω τους, αλλά ότι είναι απλώς εκτός. Πόσοι νιώθουν πως όχι μόνο οι απαντήσεις, αλλά κυρίως οι ερωτήσεις είναι θεμελιακά λανθασμένες.
Σηκώνω το βυθισμένο κεφάλι μου από την προσευχή του αλατοπίπερου και από την προσκύνηση της χαρτοπετσέτας. Μπροστά στο τραπέζι μας στέκεται μια νεαρή, πανέμορφη, ευγενική κοπέλα με μελένια μάτια. Φοράει μαύρα. Μικρόσωμη, κρατάει ένα μωρό λίγων μηνών στα χέρια της. Η μορφή της θυμίζει την Παναγία, αλλά δεν είναι εικόνισμα, όραμα ή ενύπνιο, είναι πραγματική. Μας απευθύνει το λόγο. Σε άπταιστα ελληνικά. «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με. Λυπηθείτε το μωράκι μου». Δείχνει το παιδί της και παρακαλεί. Ο μόνος άνθρωπος που μιλάει την ελληνική γλώσσα εδώ πέρα. Mετά τη νεροποντή που διαμέλισε και ξέσκισε το ατιμασμένο κουφάρι του καλοκαιριού, ο μόνος άνθρωπος που μιλάει ελληνικά εδώ πέρα ζητάει ελεημοσύνη. Όλοι οι άλλοι τριγύρω διασκεδάζουν σε άγνωστες γλώσσες.