Λίγες σκέψεις για τις σχέσεις Εκκλησίας Κράτους

Εάν εμείς ο λαός του τόπου τούτου, η πλειοψηφία που λεγόμαστε Ορθόδοξοι δεν ήμασταν τόσο χλιαροί ως προς την πίστη μας, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Εάν είχαμε την αίσθηση και την πεποίθηση ότι συγκροτούμε το οικουμενικό σώμα του Λαού του Θεού και αναλαμβάναμε το ρόλο, τις ευθύνες και την προοπτική μιας τέτοιας τοποθέτησης θα μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα με άλλο μάτι. Εάν οι Εκκλησιαστικοί μας ηγέτες είχαν την αίσθηση ότι ηγούνται και καθοδηγούν όχι μια ομάδα ή ένα απλό ποίμνιο, αλλά ένα ιστορικό σώμα με εσχατολογική προοπτική θα μπορούσαμε να μιλήσουμε διαφορετικά.

Προχωράμε ολοταχώς προς την αναθεώρηση του Συντάγματος και ήδη η σχετική ομάδα υπό τον Υπουργό κατέθεσε τις προτάσεις της. Όσον αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους προτείνεται η καθιέρωση της πλήρους διακριτότητας ανάμεσα στους δυό θεσμούς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Εάν εμείς ο λαός του τόπου τούτου, η πλειοψηφία που λεγόμαστε Ορθόδοξοι δεν ήμασταν τόσο χλιαροί ως προς την πίστη μας, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Εάν είχαμε την αίσθηση και την πεποίθηση ότι συγκροτούμε το οικουμενικό σώμα του Λαού του Θεού και αναλαμβάναμε το ρόλο, τις ευθύνες και την προοπτική μιας τέτοιας τοποθέτησης θα μπορούσαμε να δούμε τα πράγματα με άλλο μάτι. Εάν οι Εκκλησιαστικοί μας ηγέτες είχαν την αίσθηση ότι ηγούνται και καθοδηγούν όχι μια ομάδα ή ένα απλό ποίμνιο, αλλά ένα ιστορικό σώμα με εσχατολογική προοπτική θα μπορούσαμε να μιλήσουμε διαφορετικά.

Τώρα όμως είμαστε απλώς πολυδιασπασμένοι και μόνοι πολίτες ενός ακόμα απλού κοσμικού κρατιδίου όπου απλώς και μόνο διαχειριζόμαστε την καθημερινότητα μας χωρίς καμιά άλλη διάσταση στη ζωή μας. Η δουλίτσα μας (αν έχουμε), τα ωράρια, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά μας και πέντε τυπικές κουβέντες στο διπλανό μας μέχρι να ξανανοίξουμε την οθόνη μας. Οι δε εκκλησιαστικοί ταγοί στην πλειοψηφία τους απλοί διεκπεραιωτές ανούσιων πρωτοκόλλων και εθιμικών υποχρεώσεων.

Εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά και εάν κάποτε η κατάσταση αλλάξει, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αλλιώς και να πούμε πολλά. Να μιλήσουμε για το ενιαίο οικουμενικό σώμα του Λαού του Θεού επί της γής, για την πρόσληψη και υπερνίκηση των επιμέρους εθνικών και άλλων διακρίσεων, για το σπουδαίο ρόλο στη διαποίμανση του ενός Λαού του Θεού τόσο από την κοινή ενιαία Εκκλησιαστική Αρχή του, όσο και από την κοινή ενιαία Πολιτική Αρχή του, για την αλληλοπεριχώρηση, τη συμπλήρωση και τη συναλληλία των δύο Αρχών, για μια εν ελευθερία και ενότητα θεοκεντρική αναζήτηση της κοινωνία, για την άντληση εμπειρίας από τη ρωμαίικη παράδοσή μας και την έκφραση της κατά το δυνατόν αποκαθαρμένης και με νέους όρους στο σύγχρονο κόσμο, για την ιστορική πορεία του σώματος και τη σωτηριολογική και εσχατολογική διάσταση και προοπτική.

Εκ των πραγμάτων όμως, υπό τις σημερινές συνθήκες θα πρέπει να μιλήσουμε μόνο για τα απλά, τα στοιχειώδη, τα ελάχιστα. Τι είναι λοιπόν Ορθοδοξία; Ορθοδοξία κατά τους πατέρες είναι η θεραπευτική του εσκοτισμένου νοός. Ορθοδοξία είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νοός κατά το τρόπο που συμβουλεύει η ησυχαστική και νηπτική παράδοσή μας. Τίποτα άλλο. Αυτό είναι το εν, ου εστι χρεία. Εάν αυτό δεν είναι το κέντρο κάθε ενέργειας και αναπνοής, τότε όλα (ακόμα και αυτά που θεωρούνται «καλά» κατά τα ανθρώπινα), εκπίπτουν και γίνονται φληναφήματα κοσμικά, τα οποία απλώς πολλαπλασιάζουν την τραγωδία.

Η Εκκλησία είναι κατά κύριο λόγο ένα Νοσοκομείο, ένα Θεραπευτήριο, όπου προστρέχουμε όλοι εμείς οι διαλυμένοι να επουλώσουμε τις πληγές μας, να αποκτήσουμε άλλες προοπτικές και να σταθούμε στα πόδια μας. Η κύρια και ουσιαστική αγωνία της Εκκλησίας θα έπρεπε να είναι να έχει και να αποκτήσει όσο γίνεται περισσότερους θεραπευτές, περισσότερους αγιοπνευματικούς ανθρώπους, περισσότερους ανθρώπους του ησυχασμού και της νήψης, περισσότερους θεραπευμένους, οι οποίοι γίνονται αυτόματα και αυτοί με τη σειρά τους θεραπευτές. Όλα τα υπόλοιπα χωρίς αυτό το κεντρικό σημείο είναι λάθος.

Με βάση αυτήν την προοπτική, ως προς τις σχέσεις με το κράτος, το μόνο ίσως που θα μπορούσε να ειπωθεί απλά, είναι το εξής: αν ήθελε το κράτος να αφήσει την Εκκλησία να πράττει ανενόχλητη το έργο της, δηλαδή να θεραπεύει τα τραύματα του λαού, αυτό, χωρίς να είναι αναγκαίο, θα ήταν καλό. Ακόμα καλύτερο θα ήταν (όπως έχει καταγραφεί στην ρωμαίικη παράδοσή μας) εάν το κράτος αναγνωρίζοντας ότι η προσφορά της Εκκλησίας είναι σημαντική για την κοινωνική ειρήνη και την πρόοδο του λαού, διευκόλυνε ή και ενίσχυε την Εκκλησία, χωρίς όμως να ζητάει ανταλλάγματα ή να στοχεύει στην ποδηγέτηση της Εκκλησίας. Εάν θέλει το κράτος. Εάν δεν θέλει, δεν πειράζει. Και πάλι όλα καλά. Η Εκκλησία, ούτως ή άλλως θα συνεχίσει έως συντελείας τη θεραπεία σε όποιο πλαίσιο της επιτραπεί, ακόμα και στο τίποτα, ακόμα και σε ένα απλό δωμάτιο, στο δρόμο, στο ύπαιθρο, στις κατακόμβες στις φυλακές, στο βουνό. Την Εκκλησία δεν την πιάνει τίποτα. Η Εκκλησία είναι ελεύθερη.

Και αυτή η ελευθερία δεν πρέπει να πουληθεί για κανένα αντάλλαγμα, για κανένα συμβιβασμό και συσχηματισμό, για καμιά διευκόλυνση, για καμιά δύναμη και εξουσία για καμιά «ενίσχυση κοινοτικών κονδυλίων», για καμιά «ανοικοδόμηση Πνευματικών Κέντρων», για κανένα διορισμό, για καμιά «ενίσχυση συσσιτίων», για καμιά πρόσκληση σε κοινωνικές εκδηλώσεις, για κανένα λόγο. Η Εκκλησία πρέπει να παραμείνει ελεύθερη και μακριά από κάθε εκκοσμίκευση. Αυτό είναι το πρώτιστο και το μεγάλο ζήτημα.

Και εκκοσμίκευση έχουμε όταν προσωπικά ως Ορθόδοξοι, ή συλλογικά ως Εκκλησιαστική δομή χάνουμε την ελπίδα μας στο Χριστό και ελπίζουμε σε κοσμικά σχήματα και λύσεις. Όταν αντί να δρούμε ως έδρασε ο Χριστός, δρούμε και συμπεριφερόμαστε ως ο κόσμος. Κατά τη στιγμή κατά την οποία η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως απλώς ακόμα άλλον έναν κοινωνικό σχηματισμό, ως ακόμα άλλον έναν παράγοντα ισχύος του κοινωνικού γίγνεσθαι, ως ακόμα άλλον έναν πόλο εξουσίας, τότε έχουμε εκκοσμίκευση. Και τότε η Εκκλησία από θεραπευτήριο και χώρος αγιασμού γίνεται απλώς άλλη μια κοσμική, συμβατική συλλογικότητα, χωρίς να μπορεί να προσφέρει κάτι διαφορετικό και ουσιώδες στη σωτηρία του κόσμου. Αντί να βλέπει ασθενείς και αδελφούς, αρχίζει να βλέπει «δικούς μας» και «ξένους», αντί να είναι ακέραιη, αρχίζει να διαπραγματεύεται, να συσχηματίζεται, να κλείνει το μάτι σε πολιτικούς σχηματισμούς, να βλέπει εχθρούς και αντιπάλους και μάλιστα με το αίτημα της επιθετικής ανατροπής, και εξουθένωσής τους. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, η εσωτερική αλλοίωση. Οι εξωτερικές πιέσεις και συνθήκες παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά είναι δευτερεύουσας σημασίας, αν η πίστη, η αντίληψη, το φρόνημα και το ήθος είναι ακέραια.

Ο Χριστός δεν αντέδρασε στις αιχμές του Πιλάτου, ο Χριστός δεν αμύνθηκε στο φιλί του Ιούδα, ο Χριστός δεν απέδωσε χαρακτηρισμούς στον ληστή που Τον προκάλεσε, ο Χριστός δεν κατέβηκε από το σταυρό, όπως Του έλεγαν, για να δείξει τη δύναμή Του. Δεν Τον ενδιέφερε να δείξει καμιά δύναμη. Προσευχόταν σιωπηλά και ασταμάτητα και το μόνο που Τον ενδιέφερε ήταν να σωθεί εν ελευθερία ο αγαπημένος αδελφός Του ο Πιλάτος, να σωθεί εν ελευθερία ο αγαπημένος αδελφός Του ο ληστής, να σωθεί εν ελευθερία ο αγαπημένος αδελφός Του ο Ιούδας. Φίλησέ με και στο άλλο μάγουλο, προτρέπει τον Ιούδα, δίνοντάς του νέα ευκαιρία να Τον κοιτάξει στα μάτια, να συναισθανθεί, να μετανιώσει και να θεραπευτεί. Να σωθεί ο Ιούδας. Να σωθεί ο αδερφός Του, να σωθώ εγώ, ο αδερφός Του.

Ο Χριστός δεν συσχηματίσθηκε με τον κόσμο, δεν μπλέχτηκε με τα σχήματα, με τις δομές, με τη δύναμη, με την εξουσία του κόσμου. Παρέμεινε θεραπευτής. Δεν είχε εχθρούς, μονάχα αδελφούς, τους οποίους θεράπευε, εάν και εκείνοι εν ελευθερία το επιθυμούσαν. Τα εξωτερικά σχήματα είναι δευτερεύοντα. Το πρώτιστο και βασικό είναι να παραμείνει η φλόγα άσβηστη και καθαρή. Και αυτή η φλόγα θα ζεστάνει, θα θεραπεύσει και θα αλλοιώσει πολλές καρδιές. Αλλοίωση που θα επιτρέψει στο Θεό την εκτυπότερη παρέμβασή Του και με τον τρόπο που θα είναι πραγματικά ωφέλιμος και σωτηριώδης για όλους μας.

|

Δημοφιλή