Με το πρόγραμμα της τρόικας επιβλήθηκαν στις χώρες της κρίσης διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ως προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απλώς αναφέρονται σε αλλαγές στη διάρθρωση της οικονομίας και των επιμέρους αγορών που τη συνθέτουν - λόγου χάρη, τις αγορές εργασίας και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όλες οι χώρες έχουν διαρκώς ανάγκη από διαρθρωτική μεταρρύθμιση και μετασχηματισμό, καθώς μεταβάλλονται οι οικονομικές συγκυρίες που αντιμετωπίζουν. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επικράτησε ευρεία συναίνεση ότι ήταν απαραίτητο να γίνουν βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές όλων των προηγμένων χωρών.
Στις χώρες της κρίσης η τρόικα έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας ένα μείγμα μεταρρυθμίσεων, οι οποίες κυμαίνονταν από το ασήμαντο μέχρι το αντιπαραγωγικό, με ελάχιστη επικέντρωση της προσοχής στο πραγματικά σημαντικό. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα ήταν οι πιο απαιτητικές και ήταν αξιοσημείωτα αναποτελεσματικές, ενώ μερικές φορές αποδείχτηκαν ακόμη και καταστροφικές.
Υπάρχει ένα παλιό γνωμικό για εκείνον που χτενίζεται ενώ ο κόσμος γκρεμίζεται. Η Ελλάδα βρισκόταν σε οικονομική κρίση. Ο κόσμος πεινούσε. Δίχως άλλο έπρεπε να υπάρχει μια αίσθηση επείγοντος. Στα νοσοκομεία οι γιατροί κάνουν επιλογή περιστατικών, αντιμετωπίζοντας πρώτα τα προβλήματα που μπορεί να επιφέρουν θάνατο και ασχολούμενοι αργότερα με λιγότερο σημαντικά ζητήματα. Όμως η τρόικα όχι μόνο δεν έθεσε προτεραιότητες, αλλά πολλές από τις σημαντικότερες αλλαγές που θα έπρεπε να βρίσκονται στον κατάλογο των μεταρρυθμίσεων έμειναν εκτός.
Η προσφορά φταίει για όλα
Η τρόικα έχει ισχυριστεί πως η κρίση είναι, σε μεγάλο βαθμό, απότοκο διαρθρωτικών προβλημάτων, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα. Όμως τα διαρθρωτικά προβλήματα δεν ανακύπτουν ξαφνικά. Δεν υπήρχαν αλλαγές στη διάρθρωση των πληγεισών χωρών που να μπορούν να εξηγήσουν πώς αυτές πέρασαν από επίπεδα σχεδόν πλήρους απασχόλησης πριν από την κρίση σε τεράστια ποσοστά ανεργίας μετά το 2010.
Όπως επισημάναμε στο κεφάλαιο 3*, κάποιες από τις χώρες της κρίσης αναπτύσσονταν πριν από την έλευσή της με ρυθμούς ταχύτερους από τον μέσο όρο του συνόλου της Ευρώπης. Χωρίς να γίνει καμία από αυτές τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα αναπτύχθηκε με ταχύτερο ρυθμό (3,9%) από την ΕΕ (2,6%) στο διάστημα από το 1995 μέχρι το 2007 και την παγκόσμια κρίση, ενώ το ίδιο συνέβη και με την Ισπανία (3,8%). Η τρόικα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, ακόμα και αν οι κρίσεις δεν προκλήθηκαν από τα διαρθρωτικά προβλήματα, οι μεταρρυθμίσεις θα συνέβαλλαν στην ανάκαμψη των οικονομιών. Όμως τις χώρες της κρίσης δεν τις κρατάνε καθηλωμένες κάποια «διαρθρωτικά εμπόδια» - όπως είδαμε, τις κρατά καθηλωμένες η ίδια η ευρωζώνη. Επομένως, επειδή τα διαρθρωτικά προβλήματα δεν είναι δυνατόν να αποτελούν (και δεν αποτελούν) την αιτία της κρίσης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της κάθε χώρας δεν μπορούν να αποτελέσουν και δεν θα αποτελέσουν τη λύση.
Στις χώρες της κρίσης η τρόικα έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας ένα μείγμα μεταρρυθμίσεων, οι οποίες κυμαίνονταν από το ασήμαντο μέχρι το αντιπαραγωγικό, με ελάχιστη επικέντρωση της προσοχής στο πραγματικά σημαντικό.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης υποστήριζαν υποκριτικά ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα βελτίωναν τάχα την κατάσταση των πολιτών στις χώρες της κρίσης. Είναι πλέον προφανές ότι αυτό δεν συνέβη - και θα έπρεπε να είναι προφανές και τότε που η τρόικα προέβαλλε τις απαιτήσεις της. Κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις έδιναν την εντύπωση ότι είχαν σκοπό να αυξήσουν την πιθανότητα να εξοφληθούν οι πιστωτές, μειώνοντας το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών -το ποσό που έπρεπε να δανείζονται οι χώρες- και μετατρέποντας το έλλειμμα σε πλεόνασμα, έτσι ώστε η χώρα να έχει χρήματα για να εξοφλήσει τις οφειλές της.
Με δεδομένη την απουσία ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως επισημάναμε στο κεφάλαιο 4, ο μόνος τρόπος για να διορθωθεί το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι να γίνει προσαρμογή της πραγματικής ισοτιμίας - δηλαδή να μειωθούν οι τιμές των προϊόντων που πουλάει η χώρα στο εξωτερικό. Όπως, όμως, θα δούμε, κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις φαίνεται πως έχουν ως κίνητρο την προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων των κυρίαρχων χωρών της ευρωζώνης, παρά οτιδήποτε άλλο. Και, κατά ειρωνικό τρόπο, το σύνολο των μεταρρυθμίσεων -ο συνδυασμός διαρθρωτικών και μακροοικονομικών μεταρρυθμίσεων- αποδείχτηκε, ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας, αντιπαραγωγικό, καθώς εξασθένισε τη χώρα μέχρι σημείου που να αδυνατεί να αποπληρώσει τις οφειλές της.
*Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Joseph E. Stiglitz, «Ευρώ, πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.