Όταν πριν πέντε χρόνια ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα, η Ευρώπη άπλωσε ένα χέρι βοηθείας. Αλλά ήταν μια βοήθεια πολύ διαφορετική από αυτή που θα ήθελε κάποιος, πολύ διαφορετική από αυτή που θα περίμενε κάποιος αν υπήρχε έστω και λίγη ανθρωπιά και αλληλεγγύη στην Ευρώπη.
Οι αρχικές προτάσεις έδιναν τη δυνατότητα στη Γερμανία και τους άλλους «σωτήρες» να κερδίζουν από τη δυστυχία της Ελλάδας, χρεώνοντας με πολύ, πολύ υψηλότερο επιτόκιο από το κόστος του κεφαλαίου τους. Ακόμη χειρότερα, επέβαλαν στην Ελλάδα συνθήκες -αλλαγές στις μακρο- και μικρο- πολιτικές της - που θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση.
Μια τέτοια προϋπόθεση ήταν τυπικό μέρος των πρακτικών δανεισμού του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τυπικά, όταν επέβαλαν αυτούς τους όρους, είχαν μικρή γνώση της πραγματικής οικονομίας. Και συχνά, υπήρχαν και κάποια δείγματα πολιτικής στις απαιτήσεις τους. Κάποιες φορές υπήρχε ένα στοιχείο νέο-αποικιοκρατίας. Σαν τους παλαιούς λευκούς Ευρωπαίους που για άλλη μια φορά λένε στις αποικίες τους τι να κάνουν. Στην πλειονότητά τους, οι πολιτικές αυτές δεν έφερναν το αποτέλεσμα που περίμεναν. Υπήρχαν τεράστιες διαφορές ανάμεσα σε αυτό που οι ειδικοί της Δύσης περίμεναν και σε αυτό που συνέβη πραγματικά.
Κατά κάποιο τρόπο, κάποιος θα περίμενε κάτι καλύτερο από τον «εταίρο» της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Όμως οι απαιτήσεις ήταν πέρα για πέρα αυθαίρετες, και οι πολιτικές και τα μοντέλα ελαττωματικά. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που σκεφτόταν η Τρόικα ότι θα συμβεί και σε αυτό που συνέβη είναι εντυπωσιακή. Και όχι επειδή η Ελλάδα δεν έκανε αυτό που έπρεπε, αλλά επειδή το έκανε, και οι πολιτικές ήταν πολύ πολύ ελαττωματικές.
Επιτέλους, μετά από χρόνιους εκβιασμούς και απαιτήσεις για περισσότερη λιτότητα που οδήγησε σε καταστροφική οικονομική ύφεση, η Τρόικα τελικά ώθησε τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας.
Η κατάσταση έχει μερικές σημαντικές ομοιότητες με τη χρεοκοπία της Αργεντινής το 2001 -και μερικές διαφορές επίσης. Και στις δύο χώρες, η οικονομική ύφεση μετετράπη σε ασφυξία σαν συνέπεια των πολιτικών λιτότητας -κάνοντας το χρέος ακόμα λιγότερο βιώσιμο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολιτικές ζητούνταν σαν προϋπόθεση για βοήθεια. Και οι δύο χώρες είχαν αυστηρές νομισματικές πολιτικές που δεν τους έδινε καμία δυνατότητα να ασκήσουν πρόσθετες νομισματικές πολιτικές στη διάρκεια της ύφεσης. Και στις δύο χώρες, το ΔΝΤ έκανε λάθος, δίνοντας ανησυχητικά λανθασμένες προβλέψεις για τις συνέπειες των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η ανεργία και η φτώχεια εκτοξεύτηκαν και το ΑΕΠ κατρακύλησε. Πράγματι, υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοιότητα στο μέγεθος της πτώσης του ΑΕΠ και στην αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Στην Αργεντινή, η ανεργία στους νέους ειδικότερα έφτασε στα ύψη και έμεινε υψηλή για πολλά χρόνια. Η έλλειψη ευκαιριών κατέστρεψε κάθε κίνητρο και αποτέλεσε τεράστια απώλεια ταλέντου εκατομμυρίων νέων. Με την ανεργία στους νέους της Ελλάδας περίπου στο 50%, μια παρόμοια ιστορία λαμβάνει χώρα.
Οι χρεοκοπίες είναι δύσκολες. Αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η λιτότητα. Τα καλά νέα για την Ελλάδα είναι ότι, όπως έδειξε το παράδειγμα της Αργεντινής, μπορεί να υπάρχει ζωή μετά το χρέος και τη χρεοκοπία.
Η ιστορία που οδήγησε στην Ελληνική χρεοκοπία μας θυμίζει ξανά και ξανά τα σημαντικά μαθήματα για τη διαχείριση των κυρίαρχων κρίσεων χρέους που έπρεπε να έχουμε μάθει από προηγούμενα παρόμοια γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει βελτίωση στην αποπληρωμή της εξυπηρέτησης χρέους χωρίς οικονομική ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει οικονομική ανάκαμψη χωρίς αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους.
Τόσο στην Αργεντινή όσο και στην Ελλάδα, η αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους απαιτούσε μια βαθιά κυρίαρχη αναδιάρθρωση χρέους. Και στις δύο περιπτώσεις, η οριστικοποίηση μιας «καλής» αναδιάρθρωσης χρέους, μιας έγκαιρης και επαρκούς αναδιάρθρωσης, πρόσφορης για οικονομική ανάκαμψη και έξοδο στις διεθνείς αγορές, έχει αποδειχθεί δονκιχωτική. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο λάθος από πλευράς των χωρών, αλλά στις ανεπάρκειες που εμφανίζουν τα πλαίσια στα οποία συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι φορείς των πιστωτών υποκρίνονταν ότι η βιωσιμότητα θα μπορούσε να έρθει μέσα από «διαρθρωτικές προσαρμογές». Κάτω από έντονη πίεση, τα προγράμματα που τούς επιβλήθηκαν έγιναν δεκτά και εφαρμόστηκαν -αλλά προφανώς δεν έφεραν αποτέλεσμα. Ανταλλάσσοντας δάνεια «διάσωσης» --δάνεια που κυρίως χρησιμοποιούνταν για να αποπληρώνουν τους ίδιους τους δανειστές που τούς προμήθευαν με αυτά - για προσαρμογές (και υποσχέσεις για μεγαλύτερες προσαρμογές) μέσα σε οικονομίες που έγιναν ακόμα πιο αδύναμες. Στην περίπτωση της Αργεντινής, μετά από πολλά χρόνια δυστυχίας, οι άνθρωποι κατέληξαν στους δρόμους.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο τραπεζικός πανικός κατέληξε σε μερικό πάγωμα των τραπεζικών καταθέσεων, που στην περίπτωση της Αργεντινής, προκάλεσε μια ολοκληρωτική τραπεζική κρίση και μια επακόλουθη μετατροπή των καταθέσεων που ήταν σε ξένο νόμισμα σε εθνικό νόμισμα, που οδήγησε σε αναδιάρθρωση των εγχώριων υποχρεώσεων -με μεγάλο κόστος για τους μικροκαταθέτες. Στην Ελλάδα, ακόμα δεν έχουμε δει τις συνέπειες.
Οι δανειακές συμφωνίες είναι εθελοντικές ανταλλαγές ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες. Πραγματοποιούνται σε περιβάλλον αβεβαιότητας: όταν ο οφειλέτης υπόσχεται να αποπληρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό στο μέλλον, όλοι καταλαβαίνουν ότι η υπόσχεση είναι υπό την αίρεση της ικανότητας του οφειλέτη να αποπληρώσει. Ενέχει ένα ρίσκο -το ότι οι δανειστές απαιτούν μεγαλύτερη αποζημίωση (μεγαλύτερα επιτόκια) από ότι αν δάνειζαν χωρίς ρίσκο.
Η αναδιάρθρωση χρέους είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι στη σχέση δανειστή-οφειλέτη. Έχει συμβεί εκατοντάδες φορές, και θα συνεχίσει να συμβαίνει. Ο τρόπος που επιλύεται καθορίζει το μέγεθος των απωλειών. Η κακή διαχείριση των κρίσεων χρέους, όπως η απαίτηση πολιτικών λιτότητας μέσα στην ύφεση -παρά τη θεωρία και την απόδειξη που μας δίνει η εμπειρία ότι η λιτότητα σε περιόδους ύφεσης μόνο βαθαίνει την ύφεση -οδηγεί αναπόφευκτα σε μεγαλύτερες απώλειες και μεγαλύτερη δυστυχία.
Αυτοί που σώζονται από τα "bailout" (όπως οι Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες στην περίπτωση της Ελλάδας) συνήθως προβάλλουν σαν λόγο αποφυγής της αναδιάρθρωσης χρέους τον ηθικό κίνδυνο. Ισχυρίζονται ότι θα δημιουργούσε αντίστροφα κίνητρα. Οι άλλοι οφειλέτες θα είχαν περισσότερο την τάση να κάνουν «κατάχρηση» του δανεισμού μην πληρώνοντας. Αλλά το επιχείρημα του ηθικού κινδύνου είναι ένα παραμύθι. Τόσο η Αργεντινή όσο και η Ελλάδα είχαν ήδη πληρώσει ένα πολύ μεγάλο τίμημα για τα προβλήματα χρέους τους, από την εποχή της χρεοκοπίας. Καμία χώρα στον κόσμο δεν θα χαιρόταν να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.
Η εμπειρία της Ελλάδας μάς διδάσκει επίσης τι δεν πρέπει να γίνεται σε μια αναδιάρθρωση χρέους. Η χώρα «αναδιάρθρωσε» το χρέος της το 2012, αλλά το έκανε με λανθασμένο τρόπο. Όχι μόνο ήταν ανεπαρκώς βαθύ για να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, αλλά επιπλέον οδήγησε σε μια αλλαγή της σύνθεσης του χρέους -από ιδιωτικό σε δημόσιο -κάνοντας μια περαιτέρω αναδιάρθρωση πιο δύσκολη.
Σε ένα βαθμό, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πιο σύνθετη κατάσταση από ότι η Αργεντινή το 2001. Η χρεοκοπία της Αργεντινής συνοδεύθηκε από μια μεγάλη υποτίμηση νομίσματος που έκανε τη χώρα πιο ανταγωνιστική, και που μαζί με την αναδιάρθρωση χρέους, δημιούργησε τις συνθήκες για μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η χρεοκοπία και το Grexit θα απαιτούσαν την εκ νέου εφαρμογή ενός εγχώριου νομίσματος. Δεν είναι το ίδιο να υποτιμήσεις ένα υπάρχον νόμισμα με το να δημιουργήσεις ένα νέο νόμισμα εν μέσω μιας κρίσης. Αυτό το επιπλέον στρώμα αβεβαιότητας έχει επαυξήσει την ικανότητα της Τρόικα να πιέζει την Κυβέρνηση Τσίπρα.
Όταν το χρέος είναι μη βιώσιμο, θα πρέπει να υπάρχει μια καινούρια αρχή. Αυτή είναι μια βασική, γνωστή σε όλους αρχή. Μέχρι τώρα, η Τρόικα στερεί από την Ελλάδα αυτή την πιθανότητα. Και δεν μπορεί να υπάρχει καινούρια αρχή με λιτότητα.
Αυτή την Κυριακή, οι Έλληνες πολίτες θα συζητήσουν δημόσια για δύο εναλλακτικές: λιτότητα και ύφεση χωρίς τέλος, ή την πιθανότητα να αποφασίζουν για τη δική τους μοίρα σε ένα περιβάλλον τεράστιας αβεβαιότητας. Καμία από τις επιλογές δεν είναι ωραία. Και οι δύο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερη κοινωνική διάσπαση. Αλλά ενώ με τη μία από αυτές υπάρχει κάποια ελπίδα, με την άλλη δεν υπάρχει καθόλου.