Τι σημαίνει να είσαι ψυχολόγος στην Ελλάδα;

Κακά τα ψέματα, θέλει μεγάλα κότσια για να επισκεφτείς έναν ψυχολόγο. Για τους περισσότερους δεν είναι μία απόφαση που παίρνει κανείς ελαφρά τη καρδία. Συνήθως, στριφογυρνάει στο μυαλό του για πολύ καιρό, μέχρι να βρει το θάρρος να κάνει το τηλεφώνημα για να ζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού.
p.Gordon/Flickr

Από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου είχα τρέλα με με δύο πράγματα, την ψυχολογία και το γράψιμο. Οπότε η μόνη λογική επιλογή για εμένα ήταν να σπουδάσω ψυχολογία και ταυτόχρονα να κυνηγήσω το πάθος μου για το γράψιμο. Μία σειρά από επιλογές και αποφάσεις με έχουν φέρει αυτή τη στιγμή στην ευτυχή θέση να μπορώ να κάνω και τα δύο, το καθένα με τον τρόπο του, αλλά να είμαι πολύ ευχαριστημένη με τον τρόπο που τα εξασκώ.

Ας πάρω τα πράγματα, όμως, από την αρχή. Διάβασα, έδωσα Πανελλήνιες και «πέρασα» στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα Φ.Π.Ψ. (Πρόγραμμα Ψυχολογίας), ένα τμήμα διαφορετικό από το σκέτο Φ.Π.Ψ., μιας και μπορούσες να πάρεις κατευθείαν άδεια ψυχολόγου. Βέβαια, χρειάστηκε πολλές φορές να κάνω αυτή την επεξήγηση σε όποιον ανέφερα το τμήμα στο οποίο σπουδάζω, αφού για κάποιο λόγο, κανείς σχεδόν δεν γνώριζε την ύπαρξή του. Πλέον το τμήμα αυτό έχει μετονομαστεί, από το 2013, σε «Τμήμα Ψυχολογίας».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου τα μαθήματά μας στο Πανεπιστήμιο είχαν απ' όλα. Πέρα από τα υποχρεωτικά μαθήματα, είχαμε κάποια μαθήματα επιλογής που επέτρεπαν στον κάθε φοιτητή να γνωρίσει διαφορετικές μορφές θεραπείας και προσεγγίσεις, αλλά και κάποια μαθήματα ελεύθερης επιλογής που μπορούσε κανείς να διαλέξει από οποιαδήποτε σχολή ήθελε. Να πω την αμαρτία μου, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να περάσω ένα μάθημα «Ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου» ή «Ισπανικό πολιτισμό» προκειμένου να πάρω το πτυχίο ψυχολογίας, αλλά το δέχτηκα αδιαμαρτύρητα. Άλλωστε, όπως το έβλεπα τότε, ήταν ένας εύκολος βαθμός. Η 4ετής φοίτηση στο Φ.Π.Ψ. (Πρόγραμμα Ψυχολογίας) περιελάμβανε πρακτική άσκηση αλλά και εκπόνηση πτυχιακής εργασίας, η οποία θα είχε μία έρευνα, δύο προϋποθέσεις εξαιρετικά χρήσιμες για τη διαμόρφωση ενός ψυχολόγου.

Όταν τελικά πήρα το πτυχίο μου, χωρίς να έχω καμία γνώση περί επαγγελματικής αποκατάστασης ή των επόμενων κινήσεων που έπρεπε να κάνω, μιας και κανείς στο συγγενικό ή φιλικό μου περιβάλλον δεν είχε αντίστοιχη εμπειρία, επέλεξα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο με τίτλο «Applied Psychology», ένα απόλυτα θεωρητικό μεταπτυχιακό που μου έδωσε πολλά εφόδια, αλλά και πάλι δεν ένιωθα αρκετά σίγουρη για να ανοίξω το δικό μου γραφείο, ως ψυχολόγος. Βέβαια, άδεια άσκησης επαγγέλματος είχα ήδη βγάλει, μόνο από το πτυχίο του πανεπιστημίου, χωρίς να χρειαστεί κάποια άλλη εκπαίδευση ως προϋπόθεση.

Το γεγονός αυτό και η έλλειψη σιγουριάς που είχα για να ανοίξω το δικό μου γραφείο και να αρχίσω να δέχομαι πελάτες με οδήγησε στο επόμενό μου βήμα, την εκπαίδευσή μου στην Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία, έναν τύπο θεραπευτικής προσέγγισης. Περισσότερο, όμως, με έκανε να αναρωτηθώ σχετικά με τις προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρεί κανείς προκειμένου να βάλει την ταμπέλα «Ψυχολόγος» έξω από το γραφείο του. Αρκεί άραγε ένα απλό πτυχίο, με θεωρητική κυρίως βάση, για να μπορεί κάποιος να βοηθήσει θεραπευτικά έναν άνθρωπο που χτυπά την πόρτα του γραφείου του;

Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην Αμερική, προκειμένου να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του ψυχολόγου και να ανοίξει γραφείο ως θεραπευτής πρέπει να έχει διδακτορικό από πιστοποιημένο εκπαιδευτικό ίδρυμα και να έχει εξασκήσει το επάγγελμα του θεραπευτή υπό την εποπτεία κάποιου ψυχολόγου για 2-3 χρόνια. Στην Αγγλία, πάλι πρέπει να έχει εκπαιδευτεί σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση και να βλέπει περιστατικά με εποπτεία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να καλύπτει την ειδικότητα του θεραπευτή, γεγονός που επιτρέπει στον καθένα να βάλει στον τίτλο του αυτή ειδικότητα. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεσαι καμία θεραπευτική εκπαίδευση για να ανοίξεις γραφείο, ούτε εμπειρία, ούτε καν να έχεις επόπτη, έναν ψυχολόγο δηλαδή που να επιβλέπει τα περιστατικά που βλέπεις και να δίνει την καθοδήγησή του όποτε χρειάζεται.

Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να θίξω τη δουλειά κανενός συναδέλφου. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι ψυχολόγοι και ειδικοί ψυχικής υγείας που κάνουν άριστα τη δουλειά τους, αλλά σκέφτομαι και την πλευρά των θεραπευόμενων, ειδικά των άτυχων που έτυχε να επιλέξουν έναν ψυχολόγο με ελλιπή κατάρτιση, ο οποίος αδυνατούσε να τους βοηθήσει και να καλύψει τις θεραπευτικές τους ανάγκες.

Κακά τα ψέματα, θέλει μεγάλα κότσια για να επισκεφτείς έναν ψυχολόγο.

Για τους περισσότερους δεν είναι μία απόφαση που παίρνει κανείς ελαφρά τη καρδία. Συνήθως, στριφογυρνάει στο μυαλό του για πολύ καιρό, μέχρι να βρει το θάρρος να κάνει το τηλεφώνημα για να ζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού. Ο μοναδικός λόγος που το κάνει είναι επειδή θέλει πραγματικά τη βοήθειά του, θέλει να αλλάξει τη ζωή του, θέλει να απαλλαχθεί από την κατάθλιψη, να ζήσει χωρίς φοβίες, να μπορεί να βγει έξω χωρίς να πάθει κρίση πανικού, να φάει χωρίς ενοχές, να ζήσει. Φανταστείτε την απογοήτευση που νιώθει όταν έρχεται αντιμέτωπος με «ειδικούς» που δεν έχουν ούτε την εκπαίδευση, ούτε την εμπειρία για να βοηθήσουν.

Κι έχω ακούσει πολλά περιστατικά. Ψυχολόγους που έχουν βάλει τα κλάματα μπροστά στον θεραπευτή, επειδή άκουσαν ότι είναι παιδί χωρισμένων γονιών, που έκαναν διάγνωση για κάποιον συγγενή θεραπευόμενου, τον οποίον δεν είχαν συναντήσει ποτέ, ακόμα και ψυχολόγους που τελικά έκαναν σχέση με το σύζυγο της θεραπευόμενής τους, έχοντας γνώση για το ποιος είναι.

Το επάγγελμα του θεραπευτή είναι πολύ σοβαρό και μόνο ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Φέρει μεγάλη ευθύνη αλλά και τρομερή ανταμοιβή, οπότε το λιγότερο που μπορεί να κάνει κάποιος, είτε πρόκειται για ειδικό ψυχικής υγείας, είτε για κάποιον που θέλει να ξεκινήσει θεραπεία είναι να προβληματιστεί. Ο ειδικός ψυχικής υγείας να κάνει την αυτοκριτική του ως επαγγελματίας και ο υποψήφιος θεραπευόμενος να ενημερωθεί σωστά σχετικά με εκείνον που πρόκειται να επισκεφτεί.

Ας προβληματιστούμε λοιπόν...