Όλοι όσοι είναι από τη Νέα Υόρκη γνωρίζουν πολύ καλά αυτό το είδους μικρού εστιατορίου που υπάρχει στην πόλη και οι Αμερικάνοι ονομάζουν «diner». Εκεί, το φαγητό είναι φτηνό, είναι πάντοτε ανοικτά, σερβίρουν όλων των ειδών τα γεύματα, κάθε στιγμή της ημέρας και συνήθως ο κατάλογος έχει τόσα πιάτα όσα τηλέφωνα έχει ο τηλεφωνικός κατάλογος. Σε αυτά τα εστιατόρια μπορεί να φάει κανείς πρωινό στις 4 το απόγευμα ή να απολαύσει μία ζεστή σούπα το πρωί. Μπορεί να φάει ό,τι θέλει από τα εκατοντάδες πιάτα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90, τα περισσότερα «diner» τα είχαν Έλληνες, όπως τους αποκαλούμε και στη Νέα Υόρκη, αν και στην Ελλάδα, λέγονται Ελληνοαμερικάνοι. ΄Ήταν τόσο συνηθισμένο να τα έχουν Έλληνες που αποκαλούνταν ελληνικά εστιατόρια και όταν κάποιος ήθελε να προτείνει να φάνε εκεί, έλεγε «Ας πάμε στους Έλληνες». Αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι θα έτρωγε κανείς ελληνικό φαγητό (αν και το τυπικό μενού αυτών των εστιατορίων, ακόμα και σήμερα, ακόμα κι αν ο ιδιοκτήτης είναι Μεξικανός ή Ινδός, κατά κανόνα σερβίρει σπανακόπιτα, χωριάτικη, παστίτσιο και μουσακά). Αυτά τα μικρά εστιατόρια είναι και ο λόγος που η πλειοψηφία των Αμερικανών, γνωρίζει πώς μοιάζουν τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου. Μέχρι την έλευση των Starbucks και των άλλων gourmet καφέ που ακολούθησαν, το 90% των καφέδων που παρήγγειλαν για έξω, σερβίρονταν σε ένα χάρτινο μπλε και λευκό ποτήρι που έγραφε «Χαρά μας να σας εξυπηρετήσουμε», σε γραμματοσειρά που θύμιζε αρχαία ελληνικά γράμματα.
Στο απόγειο τους, στο τέλος της δεκαετίας '80, στη Νέα Υόρκη υπήρχαν πάνω από χίλια τέτοια εστιατόρια. Τώρα, που η Νέα Υόρκη, όπως και άλλες δυτικές πόλεις, έχουν μεταμορφωθεί σε τεράστια εμπορικά κέντρα, υπάρχουν πολύ λιγότερα. Κάθε γειτονιά, όμως, εξακολουθεί να έχει αρκετά και ο καθένας έχει και το αγαπημένο του. Σε αυτό τα εστιατόρια, συνηθίζεις να πηγαίνεις πάντοτε στο ίδιο και χρησιμοποιείς τον ίδιο επιθετικό προσδιορισμό όταν αναφέρεσαι σε αυτό. Όταν, για παράδειγμα, λες στους φίλους σου «Πάμε στο εστιατόριο», εκείνοι γνωρίζουν σε ποιο αναφέρεσαι. Σε ένα τέτοιο εστιατόριο, δεν πηγαίνεις για να δοκιμάσεις κάτι καινούριο, πηγαίνεις με τους ίδιους φίλους στο ίδιο μέρος που έχεις πάει εκατοντάδες άλλες φορές, για να καθίσεις στο ίδιο τραπέζι, να παραγγείλεις το ίδιο πιάτο και να σε σερβίρει ο ίδιος σερβιτόρος, που μέχρι πρόσφατα ήταν πάντοτε Έλληνας αλλά πλέον είναι από την Κεντρική Αμερική και δουλεύει για Έλληνα. Ο Έλληνας ιδιοκτήτης, αν ήταν επιτυχημένος (και οι περισσότεροι ήταν), έχει μαζέψει αρκετά χρήματα για να μετακομίσει στα προάστια και να προσλάβει ανθρώπους για να διοικούν το εστιατόριο του, αν δεν το έχει ήδη πουλήσει.
Αυτό ακούγεται σαν ευτυχής κατάληξη, αλλά για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος που ο Έλληνας ιδιοκτήτης του εστιατορίου έχει αρκετά λεφτά για να κάνει κάτι τέτοιο είναι επειδή έχει δουλέψει πάρα πολύ σκληρά για είκοσι με τριάντα χρόνια, δουλεύοντας 100 ώρες την εβδομάδα, χωρίς να κλείνει ποτέ το εστιατόριο, χωρίς να κάνει ποτέ διάλειμμα και πηγαίνοντας πολύ σπάνια πίσω στην πατρίδα για να επισκεφτεί φίλους και οικογένεια. Ο Έλληνας ιδιοκτήτης είναι μεν επιτυχημένος αλλά και εξουθενωμένος.
Τον Οκτώβριο 2012, ένας τυφώνας κατέστρεψε όλη την Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Το όνομα του τυφώνα ήταν «Σάντι» από το δέκατο- ένατο γράμμα της λατινικής αλφάβητου, και η «Σάντι» ήταν η δέκατη- ένατη τροπική καταιγίδα της σεζόν. Το όνομα «Σάντι» δινόταν συνήθως σε πιπεράτες ξανθές μαζορέτες, δεν είναι ένα όνομα που μπορεί να συνδεθεί με κάποια τόσο τρομερά γεγονότα, αλλά ήταν νούμερο ένα σε πιθανότητες να βλάψει την επιφάνεια της Γης. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είχαμε προειδοποιηθεί να είμαστε σε ετοιμότητα. Γεμίσαμε την μπανιέρα με νερό, αγοράσαμε φακούς και μπαταρίες και προμηθευτήκαμε μεγάλες ποσότητες φαγητού σε κονσέρβες και εμφιαλωμένο νερό. Έμοιαζε συναρπαστικό αλλά ταυτόχρονα έκρυβε την αναρχία του τρόμου, σαν αυτή που είχαμε ζήσει την 11η Σεπτεμβρίου, που δίδαξε σε όλους μας πόσο απομονωμένο μπορεί να είναι το Μανχάταν σε μία κρίση. Εάν το καλοσκεφτεί κανείς το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι μένουν σε ουρανοξύστες σε ένα μικρό νησί σε ένα λιμάνι που βλέπει στον Ατλαντικό Ωκεανό μοιάζει κάπως παράλογο.
Το απόγευμα της καταιγίδας, οι αρχές είχαν ειδοποιήσει να γυρίσουμε όλοι νωρίς στο σπίτι και όλες οι επιχειρήσεις να κλείσουν μέχρι τη Δύση του ηλίου. Καθώς έπεφτε η νύχτα και πήγαινα βιαστικά στο σπίτι διασχίζοντας τους άδειους δρόμους, ο αέρος μαινόταν και κλαδιά από τα δέντρα έπεφταν στο πάρκο. Ενώ απείχα δύο τετράγωνα από το σπίτι μου, πέρασα μπροστά από ένα μικρό εστιατόριο, το δικό μου εστιατόριο που συνήθιζα να πηγαίνω και είδα ότι τα φώτα ήταν κλειστά και δεν ήταν κανείς μέσα. Η πόρτα, όμως, ήταν ανοιχτή και ο Νίκος, ένας από τους γιους του ιδιοκτήτη, στεκόταν στην είσοδο. «Πήγαινε μέσα και κλείδωσε την πόρτα», του φώναξα. Μου χαμογέλασε και μετά μου είπε: «Θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν έχουμε κλειδί». Το εστιατόριο είχε παραμείνει ανοιχτό για τόσα χρόνια που κανείς πλέον δεν γνώριζε που είναι το κλειδί.