Όπως το κάπνισμα, ο αλκοολισμός και η υπερκατανάλωση τροφής, έτσι και η χρήση τοξικών ουσίων είναι ένα εξίσου σοβαρό πρόβλημα που σχετίζεται με την υγεία. Τα θέματα υγείας δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται επιτυχώς όταν απλά προσπαθούμε να αγνοήσουμε την ύπαρξη τους. Ο ατελείωτος πόλεμος κατά των ναρκωτικών και ο στιγματισμός των τοξικοεξαρτημένων ατόμων αποτελούν μερικά από τα μεγαλύτερα εμπόδια στον δρόμο για την υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης.
Αυτό αποδεικνύει, άλλωστε, και η τροπή που παίρνει ο δημόσιος διάλογος μετά την oμολογία του 58χρονου, φερόμενου ως ο δολοφόνου της 32χρονης Δώρας Ζέμπερη. Η ομολογία αυτή, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που θέλουν τον ίδιο να είναι χρήστης τοξικών ουσιών, έφερε στο προσκήνιο ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της ελληνικής- και όχι μόνο- κοινωνίας: την ισοπέδωση ή κοινώς το «τσουβάλιασμα». Η άμεση και βεβιασμένη συσχέτιση της χρήσης τοξικών ουσιών με μία ανθρωποκτονία από τα μέσα ενημέρωσης στάθηκε αρκετή για να βρεθούν όλοι ανεξαιρέτως οι τοξικοεξαρτημένοι στο πυρ το εξώτερον.
Άλλωστε η ανεύρεση παντός καιρού αποδιοπομπαίων τράγων εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εξουσίας. Μιας εξουσίας που οδηγεί στην εξαθλίωση συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως αυτή των τοξικοεξαρτημένων, και στη συνέχεια τις χρησιμοποιεί για να κρατήσει γερά τα θεμέλια της κοινωνίας της διακινδύνευσης και του ελέγχου. Μιας κοινωνίας που στην ουσία αρέσκεται στο να «γεννά» παντού κινδύνους χωρίς, ωστόσο, να παράγει αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπισή τους.
Ένα εύλογο ερώτημα που μπορεί να θέσει κανείς σε αυτό το σημείο είναι γιατί οι εκάστοτε πολιτικοί επενδύουν τόσο στη δίωξη αυτών των ανθρώπων και συνεπώς στις φυλακές, την ίδια στιγμή που αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να δαπανηθούν αποτελεσματικότερα για την έρευνα κατά του εθισμού, για προγράμματα θεραπείας και αποκατάστασης καθώς και για εκπαιδευτικά προγράμματα πρόληψης των εξαρτήσεων.
Κάτι άλλο που αξίζει επιπλέον να σκεφτούμε είναι γιατί κάποιοι τρομάζουν ακόμα όταν ακούν επιχειρήματα για την «αποποινικοποίηση της χρήσης των τοξικών ουσιών». Συνήθως πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που με μένος επισημαίνουν ότι οι μέχρι στιγμής στρατηγικές αντιμετώπισης δεν έχουν αποφέρει καρπούς. Παρά την ποινικοποίησή τους, το πρόβλημα με τα «παράνομα» ναρκωτικά συνεχίζει να υπάρχει, παρέχοντας συγχρόνως επιπλέον κίνητρα στους χρήστες να έρχονται σε επαφή με κυκλώματα ναρκωτικών και σεσημασμένους εγκληματίες.
Η κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών δεν πρέπει να διώκεται. Θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Οι τοξικοεξαρτημένοι δεν πρέπει να οδηγούνται σε φυλακές, όπου εκεί μάλιστα τα ναρκωτικά «κόβουν βόλτα» πιο συχνά και από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Στα άτομα αυτά θα πρέπει να παρέχεται πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες ιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης. Η πρόληψη της χρήσης των τοξικών ουσιών και η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος της κατάχρησης τους θα έπρεπε να είναι η άμεση προτεραιότητα, και όχι η δίωξη όσων υποφέρουν από τις συνέπειές τους.
Με αφορμή τη στυγερή δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας ίσως ήρθε η ώρα η κοινωνία μας να αναγνωρίσει ότι η ποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών δεν παράγει αποτέλεσμα. Ίσως ήρθε η ώρα να γίνουμε σοβαροί, να γίνουμε πραγματικοί και να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με ευφυείς τρόπους αντί να συνεχίζουμε με μια αποτυχημένη στρατηγική που δεν λειτούργησε, δεν θα λειτουργήσει και που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθεί να επιλύσει.
Aν θέλεις να θεραπεύσεις μία ασθένεια, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να την ποινικοποιήσεις. Δεν σταματάς την εξάπλωση του καρκίνου «πετώντας» απλά όλους τους καρκινοπαθείς στη φυλακή. Ο εθισμός στις ψυχροδραστικές ουσίες είναι ασθένεια. Λύστε την εξίσωση.