Όταν κάπου, κάπως, κάποτε είχα πρωτοδεί το μικρό εκείνο ασπρόμαυρο εξώφυλλο, που τύλιγε ένα 45άρι, με μια ακαθόριστη φυσιογνωμία να στέκεται στην όψη του, γεννώντας τον ίδιο σκοτασμό, όπως κι αν το κοίταζα, οριζοντίως ή καθέτως, είχα μαγευτεί. Μέσα στην περιδίνηση των γραμμών του, έγραφε το όνομα «Γέρος», ενώ κι εκείνος που απεικονιζόταν στο σκίτσο για γέρος μου έμοιαζε, που ένας θάνατος τον χώριζε από την ζωή. Στο back cover του 7ιντσου, έξη λέξεις αναγράφονταν, «Άνωση», «Το Χρώμα και το Σχήμα».
Τα θυμάμαι όλα τούτα με συγκίνηση, καθώς εκείνος ο «Γέρος», δεν ήταν αυτός που νόμιζα, μα ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος, κι εκείνη η «Άνωση» δεν αφορούσε στην θαλασσινή, μα στην ψυχική. Έτσι, γύρω στο 1983, οι Χωρίς Περιδέραιο, το new wave, minimal synth τρίο, του Underground εγχώριου ήχου της δεκαετίας του '80, κυκλοφόρησαν το σπάνιο αυτό δισκάκι στην Art Nouveau. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, το 1985, μας προσέφεραν το επίσης σπάνιο (στην πρώτη του έκδοση) LP, «Χορός για Μουσική», από την εταιρεία Λαιστρυγόνα. Ύστερα, διαλύθηκαν. Μέχρι την επανασύνδεσή τους, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το 2014.
Το βράδυ της Παρασκευής, περπάτησα την οδό Λεπενιώτου μέχρις εκεί που συναντά την Ωγύγου, στο νούμερο 16, στου Ψυρρή. Έξω από την 'Death Disco', κάποιοι έπαιρναν μιαν ανάσα, λίγο πριν αρχίσει η συναυλία και οι Χωρίς Περιδέραιο ανέβουν στην σκηνή. Ο κόσμος που γέμισε τον ισόγειο χώρο του μαγαζιού, με μια μπύρα στο χέρι ανυπομονούσε, ενώ εγώ, τρύπωσα σ' ένα πλαϊνό -της σκηνής- «άνοιγμα», κι ακούμπησα στο σκαμπώ που βρέθηκε μπροστά μου. Ήθελα να τους παρακολουθήσω αφοσιωμένη στην μουσική τους, όχι στην κίνηση του κορμιού ή σε ουρλιαχτά ευχαρίστησης.
Αυτό το φουτουριστικό τρίο, που ήταν λες και είχε δραπετεύσει από το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς, απλώθηκε σαν «γρίπη» στον αέρα, μεταδίδοντάς του το μικρόβιο μιας αχόρταγης παραζάλης. Ο ψηλός άνδρας, μάλλον Άγγλος ή Γερμανός, στεκόταν μπροστά μου και χειροκροτούσε εκστατικά τον διάχυτο σουπρεματισμό των ήχων και ίσως των στίχων «είσαι χαρίτωμα, το πιο ανέκφραστο περίττωμα», που σίγουρα δεν καταλάβαινε.
Αφού τελείωσε το set, ο Νίκος Αγγελής (τραγουδιστής και στιχουργός, δικηγόρος στο επάγγελμα) μάς ενημέρωσε ότι θα συνέχιζαν για encore, χωρίς να κατέβουν απ' το stage. Μας είπε, πως θα έπαιζαν ακόμη ένα τραγούδι πριν αρχίσει το after party που είχε προγραμματιστεί. Σαν τελείωσε εκείνο το τελευταίο τραγούδι, άκουα από κάτω τις φωνές να ζητούν ακόμη ένα, δήθεν τελευταίο. Κι όταν τελείωσε κι εκείνο το δήθεν τελευταίο, ζήτησαν κι άλλο ένα, δήθεν -τότε- τελευταίο.
Για να αποφύγουν την ατέρμονη επανάληψη, οι Χωρίς Περιδέραιο, μάς παρότρυναν να ψηφίσουμε «δια βοής», το τραγούδι που επιθυμούσαμε περισσότερο ν' ακούσουμε. Προς μεγάλην μου έκπληξη, τίποτα τέτοιο δεν ακούστηκε, παρά μιαν οχλαγωγία και στο βάθος ένα σύνθημα, «το πάθος για την λευτεριά είναι δυνατότερο απ' όλα τα κελιά», ή κάπως έτσι. Και κατάλαβα, ότι σχεδόν ουδείς ήξερε τί πραγματικά επιθυμούσε ν' ακούσει. Επειδή λοιπόν, δεν γνώριζε, προτίμησε να συζητεί με τον διπλανό του ή να φωνάζει κάτι εντελώς άσχετο, χωρίς πρόταση, χωρίς σκοπό, χωρίς αποδέκτη!
Μια σκέψη με διαπέρασε, έτσι που παρατηρούσα τον κόσμο μέσα στην χαρά του, σαν να προσπαθούσα να συνδέσω κάποιο ανθρώπινο ένστικτο με εκείνη την στιγμή της συναυλίας. Μόνο που τελικά, ό,τι σκεπτόμουν, χόρευε και φώναζε μπροστά μου! Και δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο, από το ότι ο άνθρωπος κήδεται της τάσης να ζητεί πάντοτε το πλέον που μπορεί να εισπράξει από μια κατάσταση, έστω κι αν -κατά βάθος- εκόρεσε την Επιθυμία του, επιπλέοντας στην αβεβαιότητα αυτής, ανήμπορος να την διακρίνει. Αυτό το αιώνιο 'κι άλλο, κι άλλο', καρφιτσώθηκε στο νου μου, σαν ένεση εξουθενωτικής, κοινωνικής σύμβασης.
Ανέσυρα από την μνήμη μου την πορεία μιας ομάδας Σπαρτιατών, που εις ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του μνημονίου, ξεκίνησε από την Σπάρτη κι έφτασε στην πλατεία Συντάγματος με τα πόδια, τις ρητορείες για την πληθώρα των αντιλαϊκών μέτρων, τους φασίστες και τους αντιφασίστες, την πολυπόθητη «Εαρινή Συμφωνία». Η ερώτησίς μου όμως, παρέμεινε ίδια. Τί ακριβώς επιθυμούμε και πόσα περισσότερα προσδοκούμε;
Ως 'απάντηση' στην ρητορική -κατά τα άλλα- άνω ερώτηση μου, έλαβα το «δεν γνωρίζουμε». Με λύπη αντελήφθην, ότι πρόβλημα δεν είναι που 'όντως κάτι επιθυμούμε', μα που η 'άγνοια ως προς τί ακριβώς επιθυμούμε', μάς ποδηγετεί, σύροντάς μας στην σύγχυση και στην κατάλυση όσων έχουμε κατακτήσει. Αφού, σε τούτη την μάχη ριχνόμαστε ψυχικά ανοχύρωτοι, χρησιμοποιώντας την σωματική διάπλαση, την προκύπτουσα από 'αναβολικά' ξεβαμμένων θεωριών περί διαχείρισης των πόρων μας, προς την μακροημέρευση της ευημερίας. Όμως, όπως η ιστορία μας σημειώνει, η μάχη προϋποθέτει και απαιτεί το πρώτον, ψυχικό σθένος.
«Προς τι (λοιπόν) ένας σύγχρονος κόσμος που εφευρίσκει τέτοια δηλητήρια!» (Arthur Rimbaud, «Μια εποχή στην Κόλαση, 1873); Κι ένα τέτοιο δηλητήριο αποτελεί η «νοοτροπία» που έχει μετατραπεί σε «νεοκουλτούρα». Στην «νεοκουλτούρα της νοοτροπίας», με ρίζες τόσο βαθιές, που αδυνατούμε να ξεριζώσουμε.
Αυτή η νεοκουλτούρα του «Σχετισμού», η οποία συμφύρει το σύνολο «Ασχέτων» πρακτικών, έχει αναχθεί σε θεώρημα δίχως εξαίρεση. Θιασώτες του, όλοι εμείς, οι πράττοντες, σε «Άσχετο» χρόνο, με «Άσχετο» στόχο, για «Άσχετο» λόγο, θέτοντας την ίδια την Πράξη, εις απόλυτον -τάχα- «Σχετικό» άθροισμα. Παραβλέπουμε όμως, ότι η πρόσθεση «Ασχέτων Πρακτικών», μόνο σ' ένα «Άσχετο Άθροισμα» μπορεί να οδηγήσει.
Ίσως οφείλουμε, μες στην ωμή «ασχετοσύνη», υπό την οποία ενεργούμε, να μελετήσουμε απ' την αρχή το -ως άνω- θεώρημα. Ίσως θα πρέπει να γίνουμε πιο «σχετικοί», κόβοντας βίαια όλα τα ξεφτισμένα «περιδέραια» που μας πνίγουν τον λαιμό. Ίσως, αν συμφωνήσουμε ως προς το εσωτερικό μας «Σχετικό», καταφέρουμε να Συμφωνήσουμε και ως προς το εξωτερικό μας. Γιατί όπως απαράμιλλα το διετύπωσε ο -ιερόσυλος κατά την « ΣΧΕΤΙΚΗ ! » Ορθόδοξη Εκκλησία- Καζαντζάκης, στο έργο του «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (κεφ. ΧΧΙΙΙ, 1955), «αν δεν αλλάξει η ψυχή μέσα μας, (...) ποτέ δε θ' αλλάξει απόξω μας ο κόσμος· μέσα είναι ο εχτρός, (...), από μέσα αρχίζει η σωτηρία!».