Η αναντιστοιχία της προσφοράς και της ζήτησης δεξιοτήτων, είναι ένα πρόβλημα που αφορά τη λειτουργία κάθε αγοράς εργασίας, καθώς συνδέεται με μια σειρά παραγόντων, οι οποίοι εξελίσσονται και μεταβάλλονται συνεχώς, όπως είναι η τεχνολογική πρόοδος, το μεταβαλλόμενο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων -υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών, καθώς και ο διεθνής ανταγωνισμός. Έτσι, σε όλες σχεδόν τις αγορές εργασίας παρατηρείται το φαινόμενο οι δεξιότητες που ζητούν οι επιχειρήσεις να διαφέρουν ποιοτικά και ποσοτικά από αυτές που προσφέρει το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, η ένταση του προβλήματος αυτού, καθώς και η δυνατότητα προσαρμογής των αγορών εργασίας στις εν λόγω μεταβολές διαφέρουν από χώρα σε χώρα, λόγω, κυρίως, των διαφορετικών συστημάτων διάγνωσης και πρόγνωσης αναγκών δεξιοτήτων που εφαρμόζουν, αλλά και των διαφορετικών συστημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης που διαθέτουν.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα της αναντιστοιχίας της προσφοράς με τη ζήτηση γνώσεων και δεξιοτήτων επηρεάζει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, αλλά και της οικονομίας συνολικά. Η εν λόγω αναντιστοιχία επηρεάζει την εξέλιξη της ανεργίας, στην οποία μπορεί να προσδώσει ακόμη και μόνιμου χαρακτήρα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, ενώ δυσχεραίνει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, στο βαθμό που το εργατικό δυναμικό δεν αξιοποιείται αποτελεσματικά. Το πρόβλημα της αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων και η αντιμετώπισή του, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, μετά από μια περίοδο βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, δεδομένου ότι ορισμένοι κλάδοι συρρικνώνονται σημαντικά, απελευθερώνοντας εργατικό δυναμικό, το οποίο μπορεί να απασχοληθεί πλέον σε άλλους κλάδους της οικονομίας και ειδικότερα σε αυτούς που αναμένεται να αναπτυχθούν.
Επιπλέον, οι γνώσεις και δεξιότητες ορισμένων μελών του εργατικού δυναμικού που παραμένουν σε καθεστώς ανεργίας για μεγάλο χρονικό διάστημα (μακροχρόνια άνεργοι), τείνουν να απαξιωθούν, εξαιτίας των τεχνολογικών και θεσμικών αλλαγών που πραγματοποιούνται με ταχείς ρυθμούς. Τέλος, η παρατεταμένη παραμονή σε καθεστώς ανεργίας ωθεί ορισμένους από τους ανέργους να αποσυρθούν από το εγχώριο εργατικό δυναμικό, διακόπτοντας την αναζήτηση εργασίας ή συνεχίζοντάς την στο εξωτερικό, γεγονός που περιορίζει, περαιτέρω, τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Η διαχείριση των γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού προϋποθέτει την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου πολιτικών, το οποίο θα πρέπει, ταυτόχρονα, να αποσκοπεί:
(Α) Στη διάγνωση των υφιστάμενων και στην πρόγνωση των μελλοντικών αναγκών της αγοράς εργασίας σε γνώσεις και δεξιότητες.
(Β) Στην αναβάθμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων που διαθέτει το εργατικό δυναμικό, η οποία μπορεί να επιτευχθεί, κυρίως, μέσω πολιτικών βελτίωσης των συστημάτων τυπικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και ενθάρρυνσης της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού σε αυτά.
(Γ) Στην ενεργή συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού, που είναι φορείς των γνώσεων και δεξιοτήτων, στην αγορά εργασίας. Η αναβάθμιση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού δε θα συμβάλει στη βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας αν αυτές δεν είναι διαθέσιμες στην παραγωγική διαδικασία, μέσω της προσφοράς εργασίας.
(Δ) Στην επιτυχή σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση δεξιοτήτων, έτσι ώστε τα μέλη του εργατικού δυναμικού να απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι η διαχείριση των δεξιοτήτων θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ενός ολοκληρωμένου πλαισίου πολιτικών, ανακοίνωσε τις επιδόσεις των Ευρωπαϊκών χωρών, σε σχέση με έναν σύνθετο δείκτη, τον Making Skills Work Index, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τρεις από τους τέσσερις προαναφερθέντες στόχους, δηλαδή την ανάπτυξη (Β), την ενεργοποίηση (Γ) και τη σύζευξη των δεξιοτήτων (Δ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση, όσον αφορά τη συνολική τιμή του δείκτη, ενώ στις τελευταίες θέσεις κατατάσσεται και με βάση τις επιδόσεις της στους τρεις επί μέρους δείκτες, καθώς: οι επιδόσεις της, όσον αφορά την ανάπτυξη δεξιοτήτων, είναι καλύτερες μόνο από αυτές της Κύπρου, της Βουλγαρίας, της Μάλτας και της Ρουμανίας, ενώ όσον αφορά την ενεργοποίηση και τη σύζευξη δεξιοτήτων, είναι καλύτερες μόνο από αυτές της Ιταλίας και της Ισπανίας αντίστοιχα.
Κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου πολιτικών, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται έντονες συνέργειες: χωρίς τη διάγνωση των αναγκών σε γνώσεις και δεξιότητες δεν είναι δυνατός ο σχεδιασμός προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης που θα συμβάλλουν στη βελτίωσή τους, ενώ οι πολιτικές που ευνοούν τη συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού στην αγορά εργασίας, αλλά και την αποτελεσματική σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας διασφαλίζουν την αποτελεσματική αξιοποίησή τους. Γίνεται σαφές ότι η αποτελεσματική διαχείριση των γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού δε μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής μεμονωμένων και αποσπασματικών πολιτικών, αλλά μέσω ενός ολοκληρωμένου πλαισίου πολιτικών με σημαντικά οφέλη για τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, αλλά και της οικονομίας γενικότερα.