Ενόψει της δημοσίευσης σε ΦΕΚ του κανονισμού του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών, σε συνδυασμό με την από 29.7.2016 Ανακοίνωση της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών περί διδάκτρων ή ακριβέστερα κατά την ως άνω ανακοίνωση, συνδρομή φοιτητών για την συμμετοχή τους στα διαθέσιμα μεταπτυχιακά προγράμματα, καθίσταται καίριο το ερώτημα της αντίθεσης ή όχι των ανωτέρω διατάξεων περί επιβολής διδάκτρων στο σύνολο των μεταπτυχιακών σπουδών μίας ανώτατης σχολής, στο δικαίωμα της δωρεάν παιδείας, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 16 του Συντάγματος και κυρίως την παρ. 4 αυτού.
Ειδικότερα, το άρθρο 16 παρ. 4 Σ. ορίζει ότι : «[...] 4. Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Tο Kράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους. [...]».
Σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης, ουδεμία αμφιβολία φαίνεται να προκύπτει σχετικά με τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Το άρθρο 16 παρ. 4 αναφέρει ρητώς το δικαίωμα της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Καθίσταται προφανές, επομένως, ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα εμπίπτουν στο περιεχόμενο της ανωτέρω διάταξης. Είναι όμως τόσο απλό; Η απάντηση είναι πως για έναν νομικό, η προσπάθεια ερμηνείας ενός κανόνα δικαίου, δεν μπορεί να σταματήσει στο γράμμα του νόμου, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της βούλησης του νομοθέτη.
Ως εκ τούτου, η συνταγματική διάταξη θα πρέπει να ερμηνευτεί και από ιστορικής απόψεως. Ειδικότερα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν ο τότε συντακτικός νομοθέτης είχε όντως σκοπό να συμπεριλάβει και τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην έννοια της δωρεάν παιδείας, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψιν ότι το Σύνταγμά μας, συντάχθηκε και ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου του έτους 1975. Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι μάλλον αρνητική, καθόσον οι μεταπτυχιακές σπουδές απουσίαζαν σχεδόν από τα ελληνικά Πανεπιστήμια της περιόδου, καθώς οργανώθηκαν συστηματικά μετά το έτος 1982.
Ιδιαίτερα κρίσιμη για το εν λόγω θέμα αναδεικνύεται η υπ' αριθμ. 2411/2012 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σχετικά με τη συνταγματικότητα της επιβολής διδάκτρων για τη συμμετοχή σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ελληνικού πανεπιστημίου. Το διατακτικό της εν λόγω απόφασης δεν θα έλεγα ότι εξέπληξε την ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς ήδη η παραπεμπτική απόφαση 2714/2010 του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου είχε κατά πλειοψηφία κάνει δεκτό ότι η επιβολή διδάκτρων δεν αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 4. Η Ολομέλεια δέχτηκε τη συνταγματικότητα των διδάκτρων νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την πρακτική αρκετών ελληνικών πανεπιστημίων, τα οποία είχαν ήδη επιβάλλει αρκετά υψηλά δίδακτρα στους συμμετέχοντες σε αυτά φοιτητές. Ήταν αναμενόμενο, εν ολίγοις, ότι μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής η πρακτική επιβολής διδάκτρων θα ακολουθείτο και από άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν ο τότε συντακτικός νομοθέτης είχε όντως σκοπό να συμπεριλάβει και τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην έννοια της δωρεάν παιδείας, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψιν ότι το Σύνταγμά μας, συντάχθηκε και ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου του έτους 1975.
Ειδικότερα, η πλειοψηφία της απόφασης αναφέρει τα εξής: «[...] Περιεχόμενο της δωρεάν παιδείας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι η ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια μη συμμετοχή των φοιτητών στο κόστος λειτουργίας και παροχής του εκπαιδευτικού έργου διά της καταβολής διδάκτρων καθώς και η δωρεάν προμήθεια και παροχή των αναγκαίων διδακτικών μέσων (βιβλία κλπ.). Το εν λόγω δικαίωμα εκτείνεται καθ' όλη την χρονική διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου.[...] Όταν ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε με το Σύνταγμα του 1975 το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα και για την ανώτατη εκπαίδευση είχε υπόψη του το θεσμικό πλαίσιο και το κόστος λειτουργίας των προπτυχιακών σπουδών ενώ απουσίαζαν σχεδόν από τα ελληνικά πανεπιστήμια οι μεταπτυχιακές σπουδές (βλ. σελ. 5 Εισηγητ. Εκθ. ν. 1268/82) και το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Ενόψει αυτού, ως προς τις μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας εναπόκειται στην εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, να επιβάλλει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές εκτός από την κρατική επιχορήγηση και δίδακτρα, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών. Στην περίπτωση όμως αυτή για τον καθορισμό των διδάκτρων δύναται να λάβει υπόψη του ο νομοθέτης ή κατ' εξουσιοδότηση η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση και εισοδηματικά κριτήρια. [...]». Η ανωτέρω απόφαση έχει βέβαια και σημαντική μειοψηφία αλλά λόγω του περιορισμένου, εν προκειμένω, χώρου δεν καθίσταται δυνατή η ανάλυση των επιχειρημάτων της.
Επιπροσθέτως όλων των ανωτέρω, έχει νομίζω ιδιαίτερη σημασία και η οικονομική συγκυρία, την οποία διανύουμε. Εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι τα κονδύλια για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν μειωθεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, είναι ίσως αδήριτη η ανάγκη μίας, έστω και ιδιωτικής, στήριξης. Σ' αυτό το σημείο, ίσως, κάποιοι να αναρωτηθούν εάν όντως η Νομική Αθηνών χρειάζεται τέτοιου είδους στήριξη, λόγω της μη ύπαρξης εργαστηρίων, όπως σε θετικές/τεχνολογικές σχολές. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να αντιληφθούμε πως υπάρχουν λειτουργικά έξοδα, όπως εμπλουτισμός βιβλιοθηκών, συνδρομών σε βάσεις δεδομένων κλπ. Όλα αυτά σε συνδυασμό με ένα ευρύτερο πλαίσιο ισότητας στη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, οδηγούν στην ανάγκη ύπαρξης κοινών κανόνων. Είναι καταφανέστατη διάκριση, άλλωστε, να πληρώνει κάποιος 8.800,00 Eυρώ στο Πανεπιστήμιο Πειραιά για ένα MBA, ενώ αντίθετα να μην πληρώνει την παραμικρή συνεισφορά στην Νομική Αθηνών ή το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το διατακτικό της υπ' αριθμ. 2411/2012 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ, άλλωστε, είναι σαφές: «Δεν δύναται όμως να καθορίσει δίδακτρα σε τέτοιο ύψος ώστε να καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η συμμετοχή σε ΠΜΣ φοιτητών περιορισμένης εισοδηματικής ικανότητας διότι ένα τέτοιο μέτρο θα παρεβίαζε την γενική ελευθερία προσβάσεως στην παιδεία».
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τη, μέχρι στιγμής, νομολογία του ΣτΕ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η επιβολή διδάκτρων για τη συμμετοχή φοιτητών στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών Πανεπιστημίων. Σ' αυτή την περίπτωση, όμως, ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση θα πρέπει να λάβει μέριμνα, προκειμένου να μην αποκλείονται συμμετέχοντες αποκλειστικά και μόνο λόγω οικονομικών κριτηρίων. Η διαδικασία που ακολουθείται στα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ευρώπης - αναφέρομαι στην υποχρέωση καταβολής διδάκτρων αλλά συγχρόνως και στη διάθεση μεγάλου αριθμού υποτροφιών - ίσως αποδειχτεί ο καλύτερος οδηγός για τη χώρα μας.