Πολλά έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια για τα προβλήματα της σημερινής Ελλάδας και τις πηγές τους. Κρίση αξιών, απομάκρυνση από τις ρίζες και τα ουσιώδη. Απουσία ειδώλων. Μπροστάρηδων. Ανθρώπων που θα πάρουν στους ώμους τη χώρα με την πολιτική τους, την πένα τους, την τέχνη τους και θα την πάνε παρακάτω. Ναι, έχει αναδειχθεί κι αυτή ως αιτία των σημερινών δεινών μας. Η μη ανάδυση πλέον των ινδαλμάτων για την κοινωνία, το λαό μας. Αυτά, κατά πολλούς, είτε έχουν πεθάνει είτε έχουν πλέον παραγεράσει κι είναι έτοιμα να οδεύσουν προς την τελευταία τους κατοικία, άρα όπου να 'ναι τους χάνουμε και μένουμε πλέον δίχως φως.
Ένας κάποιος μεσσιανισμός κατατρέχει λίγο πολύ τους περισσότερους λαούς, σίγουρα πάντως το δικό μας. Η αναζήτηση αυτού του ξεχωριστού, ηθικού κι άξιου πλάσματος που θα βγει θαρρετά μπροστά απ' το πλήθος και θα το οδηγήσει, που θα δώσει τα φώτα του μυαλού και της ψυχής του στο πλήθος. Η πολιτική εδώ και χρόνια έχει πάψει να βγάζει ικανές και σεβαστές προσωπικότητες ή έστω έχει πάψει να τις αναδεικνύει ώστε αυτές να μπορέσουν να διαδραματίσουν έναν κάποιο ρόλο. Δοθείσης αυτής της συνθήκης, μας μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι κι οι καλλιτέχνες. Κι έρχεται στη σκέψη αυτών πάλι ένας μαρασμός, γιατί έχουμε τη βαθιά πεποίθηση ότι σήμερα διανύει τα βαθιά γηρατειά της η τελευταία στρατιά των ανθρώπων - φάρων, των ινδαλμάτων που έβαλαν τη δική τους σφραγίδα γι' αυτό το κάτι καλύτερο, είτε στη δημοκρατία είτε στην πνευματική δημιουργία. Και τι θ' απογίνουμε όταν μας πεθάνουν κι αυτοί;
Η νέα γενιά δε βγάζει πλέον ξεχωριστούς ανθρώπους, δε βγάζει ινδάλματα, δε βγάζει ανθρώπους που έχουν να δώσουν με τον οποιονδήποτε τρόπο κάτι θετικό στην κοινωνία και στο έθνος. Η νέα γενιά κοιτά μόνο να διασκεδάζει, δεν έχει τη στόφα των παλιών. Η νέα γενιά είναι βουλιαγμένη στον καναπέ της, κολλημένη στις καφετέριες κι αποβλακωμένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπλα μπλα μπλα... Δημοφιλής άποψη σήμερα. Η νέα γενιά «δεν το 'χει» πλέον. Έχει χάσει τον προσανατολισμό, ακολουθεί τις βλακείες του συρμού και δεν προσφέρει. Θυμάμαι, ακούγοντας ανάλογες χαριτωμενιές, ένα απόσπασμα συνέντευξης του Γιώργου Ζαμπέτα που έτυχε να παρακολουθήσω κάποτε από το αρχείο της κρατικής τηλεόρασης. Έλεγε, λοιπόν, ο Ζαμπέτας πως όταν, ως πιτσιρικάς, έπιανε για πρώτη φορά μπουζούκι στα χέρια του, οι πρεσβύτεροί του τον αποκαλούσαν αλήτη και το μπουζούκι κάτι ευτελές. Όλα αυτά στο Ζαμπέτα.
Χρόνια πριν, ένα βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη που διαδραματιζόταν στη δεκαετία του '30 στάθηκε η αφορμή για να συνειδητοποιήσω πως είναι σταθερή μόδα σε κάθε εποχή οι μεγαλύτεροι να κατακρίνουν τις νέες γενιές και να βαφτίζουν ανώτερες τις παλαιότερες εποχές. Γίνεται να μη συμβαίνει αυτό σε μια εποχή που δοκιμάζεται η κοινωνική συνοχή κι ο κόσμος τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα; Σε μια εποχή που νιώθουμε πως όλα γύρω μας καταρρέουν; Αν, δε, αναλογιστούμε και το ότι ο Καβάφης, που τόσο έχει δοξαστεί σε Ελλάδα και εξωτερικό για την ποίησή του εδώ και χρόνια, μετά βίας κατάφερνε να εκδώσει κάποια από τα ποιήματά του όσο ζούσε, τότε θα καταλάβουμε ότι πολλές φορές ένα ξεχωριστό πνεύμα δεν αναγνωρίζεται όσο το σώμα που το φέρει, ζει.
Και τώρα ας κοιτάξουμε γύρω μας. Ας αφήσουμε στην άκρη στεγανά κι ας μην περιορίσουμε την αντίληψή μας περί τέχνης, πνεύματος και ιδεών σε όσα κληρονομήσαμε από τους παλαιότερους Μεγάλους. Ας ανοίξουμε λοιπόν καλά αυτιά και μάτια, να αντιληφθούμε κάποιους θησαυρούς που μπορεί να υπάρχουν γύρω μας και να μην τους έχουμε εκτιμήσει ακόμα. Εκείνο το νεαρό που παίζει αυτήν την παράξενη μουσική, που την κρίναμε χάλι μαύρο επειδή δεν την έχουμε ξανακούσει χωρίς να μπούμε στον κόπο να την επεξεργαστούμε στο μυαλό μας και γι' αυτό του καλούμε την αστυνομία κάθε φορά που ακούγεται να παίζει μουσική απ' το διαμέρισμά του. Αυτή την κοπέλα που φτιάχνει ασυνήθιστα γλυπτά από συρματάκια που βρίσκει παρατημένα εδώ κι εκεί - μα είναι δυνατό, τέχνη από σκουπίδια; Τον κύριο που είναι πια για τα καλά μεσήλικας - ίσως και μεγαλύτερος - κι επιμένει να γράφει για τόσα χρόνια μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα παρά το γεγονός ότι ποτέ κανείς εκδοτικός δεν τα εξέδωσε - μα αν άξιζαν, όλο και κάτι θα είχε βρει ο χριστιανός, γιατί δεν τα παρατάει και κουράζεται τσάμπα;
Αλήθεια, πόσοι θα ξέραμε σήμερα τον Καζαντζάκη, το Βαμβακάρη, τον Λαμπράκη και πόσοι θα είχαμε δεχτεί το φως τους αν δεν υπήρχαν στην εποχή τους οι άνθρωποι εκείνοι που άνοιξαν καρδιά και μυαλό κι αντιλήφθηκαν αυτό το ξεχωριστό κάτι σ' αυτούς τους ανθρώπους;
Τους ανθρώπους αυτούς που σχηματίζουν μιαν ετερόκλητη ομάδα και μαζεύονται στην παρατημένη αποθηκούλα της γωνίας για να κάνουν πρόβα σε παραστάσεις που κανένα θέατρο δε δέχεται να ανεβάσει. Αυτούς τους παράξενους στη γειτονιά που μοιράζουν φυλλάδια και καλούν σε πράξεις αλληλεγγύης, πότε για τους πρόσφυγες, πότε για τους απόρους, για όσους έχουν ανάγκη και αφιερώνουν ώρες από τη μέρα τους σ' αυτούς χωρίς το παραμικρό όφελος - αντί να κοιτάξουν να έχουν και το όφελός του, κάποιοι είναι κι άνεργοι!
Όλοι αυτοί είναι ο ανθός της σημερινής Ελλάδας. Κάθε γενιά βγάζει τους δικούς τις ξεχωριστούς ανθρώπους. Κάθε γενιά βγάζει αυτούς που εκπέμπουν φως κι είναι πρόθυμοι να το μοιραστούν με τους γύρω τους. Πολλοί δε φαίνονται. Αυτό όμως συμβαίνει γιατί εμείς δε στρέψαμε ποτέ το βλέμμα πάνω τους. Αλήθεια, πόσοι θα ξέραμε σήμερα τον Καζαντζάκη, το Βαμβακάρη, τον Λαμπράκη και πόσοι θα είχαμε δεχτεί το φως τους αν δεν υπήρχαν στην εποχή τους οι άνθρωποι εκείνοι που άνοιξαν καρδιά και μυαλό κι αντιλήφθηκαν αυτό το ξεχωριστό κάτι σ' αυτούς τους ανθρώπους; Χρειάζονται πάντα οι άνθρωποι που θα δώσουν τα φώτα στο πνεύμα, στις τέχνες, στην κοινωνία, χρειάζονται όμως κι οι συλλογικότητες. Οι άνθρωποι που θα τους εκτιμήσουν, θα τους αγκαλιάσουν και θα τους αναδείξουν. Αλλιώς εκείνοι από μόνοι τους δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Οι σχέσεις αυτές είναι πάντα αμφίδρομες.
Το φως, λοιπόν, που τόσο ανησυχούμε πως θα χαθεί, υπάρχει άπλετο γύρω μας, έστω και σ' αυτούς τους αλλοπρόσαλλους καιρούς. Φρόντισαν οι παλιοί να υπάρχουν οι διάδοχοί τους πριν κλείσουν τα μάτια τους; Ποιος ξέρει! Εμείς λοιπόν το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να ανοίξουμε καλά μάτια κι αυτιά, μυαλό και καρδιά. Όλα τ' άλλα, για τα οποία τόσο ανησυχούμε, θα γίνουν από μόνα τους. Δεν πεθαίνει έτσι εύκολα το φως. Όσο δύσκολα τρώει το σκοτάδι, άλλο τόσο δύσκολα σβήνει.