Μετά από μακρά και έντονη περίοδο, στην οποία η κατάσταση της οικονομίας αποτέλεσε σχεδόν αποκλειστικό θέμα της επικαιρότητας, μια πρωτοβουλία της κυβέρνησης ανοίγει το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος της Ελλάδας. Ανεξάρτητα από το αν ο χρονικός ορίζοντας της συζήτησης αυτής θα υπερβεί την περίοδο μέχρι την επόμενη διαπραγμάτευση με τους φορείς που ελέγχουν το δανεισμό της Ελλάδας, η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί σημαντική ευκαιρία εκσυγχρονισμού του καταστατικού χάρτη και κατά συνέπεια της λειτουργίας της χώρας. Τα θέματα που αφορούν στην Ανώτατη Παιδεία είναι αδύνατον να απουσιάζουν από αυτή τη συζήτηση.
Σε όλες τις πρόσφατες συνταγματικές αναθεωρήσεις προτάθηκαν αλλαγές στο άρθρο 16 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Σημαντική μερίδα των υπέρμαχων της αλλαγής στήριξαν τα επιχειρήματά τους στην απώλεια εθνικού εισοδήματος που κατευθύνεται σε τρίτες χώρες, στις οποίες μεταναστεύουν οι νέοι που δεν εξασφαλίζουν είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση της Ελλάδας. Η επιχειρηματολογία των επικριτών της αλλαγής εστίαζε στο ενδεχόμενο δημιουργίας κερδοσκοπικών ιδρυμάτων χαμηλής ποιότητας που θα λειτουργούσαν χωρίς να εξασφαλίζουν άρτια ποιότητα εκπαίδευσης και επιστημονικής ή επαγγελματικής κατάρτισης.
Μολονότι και οι δύο επιχειρηματολογικές κατευθύνσεις διαθέτουν ψήγματα αλήθειας, αφήνουν εκτός αρκετές σημαντικές παραμέτρους. Η επιλογή σπουδών στο εξωτερικό δε μπορεί να επικρίνεται καθώς σκοπός μιας κοινωνίας χρειάζεται να είναι η άριστη κατάρτιση και όχι η με οποιονδήποτε τρόπο παραμονή των νέων σε αυτή. Η φυγή στο εξωτερικό Ελλήνων που αναζητούν εκπαιδευτικές ευκαιρίες σε άριστα έως αμφίβολα ιδρύματα είναι πια γεγονός. Δεν είναι αμελητέος μάλιστα ο αριθμός των νέων που αποφασίζουν να κάνουν τις σπουδές τους -ορισμένοι παρά την επιτυχή είσοδό τους σε ελληνικά πανεπιστήμια- σε πανεπιστήμια του εξωτερικού γιατί δεν ικανοποιούνται από την ποιότητα εκπαίδευσης στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ακόμα και γι' αυτούς που καταφεύγουν σε πανεπιστήμια αμφιβόλου ποιότητας η επιστροφή στην Ελλάδα και η ένταξή τους στον παραγωγικό ιστό έχει συμβεί και είναι αδυνατό να αποφευχθεί. Συνεπώς, η ένταξη επιστημόνων και επαγγελματιών μετρίου βεληνεκούς από το εξωτερικό στην Ελλάδα δεν απετράπη.
Ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως η συνταγματική θεμελίωση του πλαισίου λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης, πρέπει να αντιμετωπιστεί με πνεύμα και σχέδιο στοχευμένης θετικής αλλαγής. Η αλλαγή του άρθρου 16 και οι σχετικοί νόμοι χρειάζεται να σχεδιαστούν έτσι ώστε να αποσκοπούν στη δημιουργία λίγων νέων μεγάλων μη δημοσίων μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Αυτά χρειάζεται να διαθέτουν προαπαιτούμενα και σαφώς προσδιορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα τους δίνουν τη δυνατότητα ανταγωνιστικής παρουσίας στο διεθνές περιβάλλον αλλά και ανάπτυξης συνεργατικών ερευνητικών δράσεων με τα υπάρχοντα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας.
Η έννοια του ιδιωτικού ή μη δημοσίου πανεπιστημίου είναι ανεπαρκώς κατανοητή στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με την αίσθηση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης, δεν πρόκειται για εταιρείες, οι οποίες έχουν έναν «ιδιοκτήτη» που αποκομίζει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού του πανεπιστημίου. Πρόκειται για μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα με έσοδα και έξοδα. Τυχόν πλεόνασμα του προϋπολογισμού χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη του πανεπιστημίου που αφορά σε ανθρώπινο δυναμικό, κτιριακές εγκαταστάσεις και διεύρυνση των ερευνητικών προγραμμάτων. Τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία είναι δημόσια ή μη δημόσια μη κερδοσκοπικά ιδρύματα έχουν σαν κύριες πηγές εσόδων τα φοιτητικά δίδακτρα (κυρίως τα μη δημόσια), τις ερευνητικές χρηματοδοτήσεις, τις πωλήσεις από πατέντες ερευνητικών ανακαλύψεων και τις χορηγίες ιδιωτών. Τα έσοδα των ελληνικών δημοσίων πανεπιστημίων σήμερα προέρχονται από τις χρηματοδοτήσεις που εξασφαλίζει η μειοψηφία των ερευνητών τους και τα δίδακτρα των φοιτητών που καλύπτονται από το δημόσιο προϋπολογισμό. Οι δυνατότητες προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικών ανακαλύψεων και κατοχύρωσής τους με πατέντες που θα αποφέρουν μελλοντικά έσοδα στα πανεπιστήμια είναι ακόμα σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο στην Ελλάδα. Τα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας μόλις πρόσφατα απέκτησαν τη δυνατότητα λήψης χορηγιών, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν συνηθίζονται σε μεγάλη έκταση στα ευρωπαϊκά κράτη. Συνεπώς, με τον «εύθραυστο» πλέον δημόσιο προϋπολογισμό να αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων για τα ελληνικά πανεπιστήμια, δημιουργούνται σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον και την ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα αποτελεί αξιοσημείωτο παράδειγμα επένδυσης ολόκληρης της κοινωνίας στη μόρφωση των νέων, τόσο σε επίπεδο οικογενειακού όσο και δημοσίου προϋπολογισμού. Οι επιστήμονες που αποφοιτούν από τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής γνώσης του αντικειμένου τους. Ωστόσο, λόγω έλλειψης επιλογών εντός της χώρας, μετά την αποφοίτησή τους καταφεύγουν, κατά μεγάλη πλειοψηφία, σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού για μεταπτυχιακές σπουδές ή εργασία. Ταυτόχρονα, σημαντικός αριθμός Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού αναζητά δυνατότητες επιστροφής στην Ελλάδα, η οποία είναι πλέον σχεδόν αδύνατη καθώς η οικονομική δυσπραγία εμποδίζει τα δημόσια πανεπιστήμια να επενδύσουν στην ανάπτυξή τους και να προσφέρουν ερευνητικές χρηματοδοτήσεις. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα λειτουργίας μη δημοσίων μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων με συνδυασμό εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας, θα δώσει τη δυνατότητα αξιοποίησης μέρους των αποφοίτων της χώρας αλλά και Ελλήνων ερευνητών του εξωτερικού. Ταυτόχρονα, θα υπάρξει δυνατότητα συνεργατικών ερευνητικών δράσεων των νέων ερευνητών με συναδέλφους τους στα υπάρχοντα πανεπιστήμια με προφανή οφέλη για τα δημόσια πανεπιστήμια και την ερευνητική παραγωγή της Ελλάδας, η οποία θα έχει σημαντικό όφελος για την οικονομία.
Επιπρόσθετα, νέα ιδρύματα υψηλών εκπαιδευτικών και επιστημονικών προδιαγραφών θα αποτελέσουν πόλο έλξης για αξιόλογους ξένους καθηγητές και ερευνητές που επιθυμούν να ζήσουν σε ένα περιβάλλον με τη φυσική ομορφιά της Ελλάδας αλλά και φοιτητές περιοχών της Βαλκανικής και της ΝΑ Μεσογείου. Αυτό θα δημιουργήσει μια νέα σφαίρα επιρροής της χώρας στο εξωτερικό. Θα ήταν ευχής έργο αυτές οι προοπτικές να καλύπτονταν από τα δημόσια πανεπιστήμια της Ελλάδας. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί καθώς η οικονομική τους κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτό χρειάζεται να δοθεί ζωτικός χώρος ανάπτυξης σε σοβαρές και αξιόπιστες πρωτοβουλίες που είναι διατεθιμένες να επενδύσουν μη δημόσιο χρήμα.
Η κατά τα φαινόμενα επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για τους πολιτικούς φορείς της Ελλάδας να επίδειξουν ωριμότητα μέσω της συνεννόησης για συμπόρευση σε κρίσιμα θέματα που θα εξασφαλίσουν την ανάπτυξη της χώρας και την αρμονική ένταξή της στο υπό διαμόρφωση νέο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο εκσυγχρονισμός του περιβάλλοντος της Ανώτατης Παιδείας στην Ελλάδα συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής νέας γενιάς Ελλήνων επιστημόνων και επαγγελματιών, που θα αποτελέσουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας με μια διαφορετική επιστημονική και επαγγελματική κουλτούρα για τα επόμενα 50 τουλάχιστον χρόνια, τα οποία είναι εξαιρετικά κρίσιμα για την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας.