Επικρατεί η αντίληψη ότι οι εργασιακές και οι ασφαλιστικές σχέσεις αποτελούν εμπόδια στην επιχειρηματική ανάπτυξη. Τούτο αληθεύει, σε μεγάλο βαθμό, ιδίως όταν μονόπλευρα συνδέονται αυτές οι σχέσεις με το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων. Επειδή, ωστόσο, για πολλά χρόνια έχουμε δεσμευτεί, ως χώρα, να αναπτυσσόμαστε κάτω από αντίξοες εργασιακές και ασφαλιστικές συνθήκες, πρέπει να αναδείξουμε οπωσδήποτε τις όποιες θετικές πλευρές αυτές οι σχέσεις εμπεριέχουν.
Η καθήλωση των εργασιακών και ασφαλιστικών παροχών (μέχρι το 2022) δεν δημιουργεί μόνο μελαγχολία, αλλά και σταθερότητα στο επιχειρησιακό περιβάλλον. Επιτρέπει ένα καλύτερο επενδυτικό και αναπτυξιακό προγραμματισμό, είτε πρόκειται για την παραγωγή αγαθών, είτε πρόκειται για την οργάνωση υπηρεσιών.
Καθίσταται πλέον αναπόφευκτη η αναζήτηση νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, όπως η επιμόρφωση του εργατικού δυναμικού, η εισαγωγή μέτρων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, η καθιέρωση επαγγελματικής ασφάλισης και γενικότερα η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ασφάλισης με φοροαπαλλασσόμενες παροχές. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται μόνο με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με ένα υψηλότερο βαθμό ατομικής ικανοποίησης, όταν αυτή δεν μπορεί να μεταφράζεται σε μισθολογικές παροχές.
Οι διεκδικήσεις μέσα από συγκρουσιακές καταστάσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίου ή προμηθευτών, δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα σε ένα καθεστώς μνημονιακών περιορισμών. Αποτελεσματικότερες φαίνονται κάποιες συναινετικές διαδικασίες και κάποιες αναγκαίες συνέργειες, όπου κανένας φυσικός και πλουτοπαραγωγικός πόρος δεν χάνεται προς ικανοποίηση αντιαναπτυξιακών σκοπών. Ήδη έχουν ελαχιστοποιηθεί τα περιθώρια για υπερκατανάλωση ή υπερπροστασία. Η επιχειρηματική ανάπτυξη αποτελεί μονόδρομο, ενώ ο πλουτισμός φαίνεται να ελέγχεται από πολλές πλευρές. Η ανάπτυξη σε επίπεδο επιχείρησης επηρεάζεται θετικά, αν στο ίδιο επίπεδο εκδηλώνεται κοινωνική συνοχή. Απροσδόκητα, η εισαγωγή νέας τεχνολογίας έχει απεξαρτήσει την ανάπτυξη από τη μορφή των εργασιακών ή ασφαλιστικών σχέσεων και έχει τροφοδοτήσει αποτελεσματικές τεχνικές εξωτερίκευσης (οutsourcing) και κατ' οίκον εργασίας.
Η καθήλωση των εργασιακών και ασφαλιστικών παροχών (μέχρι το 2022) δεν δημιουργεί μόνο μελαγχολία, αλλά και σταθερότητα στο επιχειρησιακό περιβάλλον.
Κανένας βέβαια δεν επικροτεί τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τις ελάχιστες κοινωνικές παροχές. Παρ' όλα αυτά, η γενικευμένη κρίση έχει επιτρέψει και κάποιες ατραπούς διαφυγής. Οι νέες μορφές απασχόλησης, παρά την ατελή προστασία που σήμερα εμφανίζουν στη χώρα μας, περιορίζουν την αδήλωτη εργασία που μάστιζε πάντα τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ενώ τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Βορρά για την ενεργό γήρανση αρχίζουν να κάνουν παραγωγικότερη την τρίτη ηλικία.
Η λογική ότι το κράτος θα παράγει και θα προστατεύει έχει υποχωρήσει, ακόμα και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, δίνοντας χώρο στην ορθολογική κατανομή όπου το κράτος διορθώνει, με την κοινωνική του πολιτική, τα προβλήματα που αναγκαστικά δημιουργεί η ελεύθερη αγορά.
Παραμένει, ασφαλώς, ως ζητούμενο, κατά πόσο η επιχειρηματική ανάπτυξη σε ένα μεταβαλλόμενο εργασιακό και ασφαλιστικό περιβάλλον, μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν πλέον, από τη θεωρία και την πράξη, εκείνες οι μορφές των εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων που δεν θα θυσιάζουν τον άνθρωπο στο βωμό της ανάπτυξης. Μέσα σε αυτή την «κοσμογονία» ο εργασιακός και ασφαλιστικός σύμβουλος καλείται να λειτουργήσει σε ένα καινούργιο ρόλο: Παρακολουθώντας τις εξελίξεις προς αντιμετώπιση των συγκρούσεων ελάχιστα συμβάλλει στην ανάπτυξη. Συνεργαζόμενος, αντίθετα, στενά με τον επιχειρηματία για την πρόληψη των συγκρούσεων εκλογικεύει αναπτυξιακά τη σχέση κόστους-οφέλους τόσο στα εργασιακά, όσο και στα ασφαλιστικά ζητήματα.