Οι «ξεχασμένοι» πόλεμοι

Οι γηγενείς κάτοικοι, όπως η φυλή Kamoro, καθημερινά αντιμετωπίζουν την φτώχια, τις αρρώστιες, την καταπίεση και την συνεχή υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Παράλληλα, στα πλαίσια των κυβερνητικών σχεδίων μετεγκατάστασης πληθυσμών της Ινδονησίας από πιο πυκνοκατοικημένες σε πιο αραιοκατοικημένες περιοχές, οι ιθαγενείς Μελανήσιοι χριστιανοί, από το 96% του πληθυσμού του νησιού το 1971, σήμερα αποτελούν μόνο το 48%, ενώ με τον συνεχιζόμενο εποικισμό, το 2020 δεν θα αποτελούν παρά το 29% του πληθυσμού στην περιοχή αυτή.
JAAFAR ASHTIYEH via Getty Images

Η καθημερινότητα της ζωής μας, που κινείται με αργούς ρυθμούς, αντιπαραβάλλεται με την ταχύτητα και πυκνότητα των πληροφοριών, με τρόπο που δεν είναι εύκολο να τις κατανοήσουμε ή να τις αξιολογήσουμε. Πότε πότε, μια μικρή είδηση μας κάνει να αναλογιστούμε ότι η πραγματικότητα δεν είναι και τόσο δυσάρεστη για εμάς, αντίθετα με ότι συμβαίνει με άλλους ανθρώπους. Τέτοιες ειδήσεις αφορούν και τους «ξεχασμένους» πολέμους, αντιπαραθέσεις σε χώρες μακρινές που διαρκούν για πολλά χρόνια και που διεκδικούν μια ελάχιστη προσοχή από την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Μεταξύ των δύσμοιρων αυτών περιοχών, είναι και η περίπτωση της Υεμένης, μιας από τις φτωχότερες χώρες της περιοχής, όπου, από τον Σεπτέμβριο του 2014 συνεχίζεται ο πόλεμος μεταξύ της σιιτικού πολιτικού κινήματος των Houthis (με αρχηγό τον Αbdel Malik Al-Houthi) και της σουνιτικής κυβέρνησης του Προέδρου Hadi.

Η Υεμένη προήλθε από την συνένωση της Βόρειας Υεμένης (ανεξάρτητο κράτος μετά την αποχώρηση των Οθωμανών κατακτητών το 1918) και της Νότιας Υεμένης (υπό τον έλεγχο των Άγγλων αποικιοκρατών μέχρι το 1967), που τελικά ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος το 1990.

Η αντιπαράθεση αρχικά φαινόταν να αφορά μια προσωπική διαμάχη, μεταξύ του μέχρι το 2012 Προέδρου Ali Abdullah Saleh (προερχόμενου από την Βόρεια Υεμένη) και του διαδόχου του Προέδρου Abdrabbuh Mansour Hadi (προερχόμενου από την Νότια Υεμένη). Τον Μάρτιο του 2015, υπό την πίεση των Houthis, ο Hadi παραιτήθηκε από την Προεδρία, για να επανέλθει, με την βοήθεια Σαουδαραβικών κυρίως στρατευμάτων, λίγους μήνες αργότερα. Αντίστοιχα, ο απελθών Πρόεδρος συμμάχησε με τους Houthis, διεκδικώντας την επάνοδό του στην εξουσία.

Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος έχει πλέον τα χαρακτηριστικά σύγκρουσης μεταξύ των σιιτών (Houthis), που υποστηρίζονται οικονομικά από το Ιράν και της σουνιτικής κυβέρνησης, που έχει την έμπρακτη υποστήριξη της υπό την Σαουδική Αραβία Συμμαχίας. Η Συμμαχία αυτή έχει άμεσα εμπλακεί στην διαμάχη, με εντατικούς βομβαρδισμούς περιοχών που ελέγχουν οι Houthis, καθώς και στρατιωτική υποστήριξη προς τα ετερόκλητα στρατεύματα που συμπαρατάσσονται με την Συμμαχία.

Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να παράσχουν μη στρατιωτική υποστήριξη στην πιο πάνω αναφερόμενη Συμμαχία, μεταξύ άλλων και για να αντιμετωπίσει και ένα παρακλάδι της Αλ Κάιντα που δραστηριοποιείται στην περιοχή και ονομάζεται AQAP (Al-Qaeda in the Arabian Peninsula), μια απόφαση για την οποία ενδεχομένως έχουν ήδη μετανιώσει.

Η είδηση που απέσπασε για λίγο την διεθνή προσοχή, είναι η ανακοίνωση του ΟΗΕ ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κατάρρευσης, με το 80% του πληθυσμού (περίπου 21,2 εκατομμύρια κατοίκους) να έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και 2 εκατομμύρια ανθρώπους (μεταξύ των οποίων 370.000 παιδιά κάτω των 5 ετών) να υποσιτίζονται και να κινδυνεύει η ζωή τους.

Οι «μικρές» ειδήσεις που είχαν προηγηθεί, αφορούσαν την κριτική προς την Μεγάλη Βρετανία, την Βραζιλία και τις ΗΠΑ για την πώληση οπλικών συστημάτων, που ενδεχομένως χρησιμοποιούνται στους βομβαρδισμούς κατά των Houthis. Παράλληλα, η κατάσταση περιπλέκεται από το ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές φαίνεται να μην δέχονται μια συμφωνία ειρήνης με βάση το ψήφισμα 2216/2015 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που προβλέπει την (μονομερή) αποχώρηση των Houthis από τις περιοχές που ελέγχουν στρατιωτικά και την παράδοση του οπλισμού τους.

Εάν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες του ΟΗΕ, οι θρησκευτικές αντιπαλότητες, τα συμφέροντα των περιφερειακών δυνάμεων, καθώς και τα οφέλη των Μεγάλων Δυνάμεων από την πώληση των οπλικών συστημάτων βρίσκονται πίσω από την εξελισσόμενη αυτή ανθρωπιστική καταστροφή, τι να πει κανείς για όσα εξελίσσονται στην Δυτική Παπούα, πίσω από ένα ακόμα πιο πυκνό πέπλο σιωπής.

Η Δυτική Παπούα αποτελεί το δυτικό μέρος του νησιού Παπούα (το ανατολικό αποτελεί ξεχωριστή χώρα, την Παπούα Νέα Γουινέα) και είχε την ατυχία να διαθέτει μεγάλα κοιτάσματα χρυσού και χαλκού, που η αξία τους εκτιμάται σε πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα οφέλη φαίνεται να τα καρπώνεται η πολυεθνική Freeport (με κατά καιρούς μέλη του Δ.Σ. τους «διάσημους» Godfrey Rockefeller και Henry Kissinger), η οποία εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα από το 1973, χωρίς να λαμβάνει κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για το περιβάλλον, ενώ οι εισπραττόμενοι φόροι αποτελούν σημαντικό έσοδο της Ινδονησίας. Σημειώνεται ότι, αμέσως μετά την αποχώρηση των Ολλανδικών αποικιακών δυνάμεων, η Ινδονησία κατέλαβε «προσωρινά» την Δυτική Παπούα, την οποία τελικά προσάρτησε το 1969, μετά από μια αμφιλεγόμενη ψηφοφορία εκπροσώπων των κατοίκων του νησιού.

Οι γηγενείς κάτοικοι, όπως η φυλή Kamoro, καθημερινά αντιμετωπίζουν την φτώχια, τις αρρώστιες, την καταπίεση και την συνεχή υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Παράλληλα, στα πλαίσια των κυβερνητικών σχεδίων μετεγκατάστασης πληθυσμών της Ινδονησίας από πιο πυκνοκατοικημένες σε πιο αραιοκατοικημένες περιοχές, οι ιθαγενείς Μελανήσιοι χριστιανοί, από το 96% του πληθυσμού του νησιού το 1971, σήμερα αποτελούν μόνο το 48%, ενώ με τον συνεχιζόμενο εποικισμό, το 2020 δεν θα αποτελούν παρά το 29% του πληθυσμού στην περιοχή αυτή.

Οι κάτοικοι της περιοχής ζουν σε ένα καθεστώς φόβου, προκειμένου να μην αντιδράσουν, ενώ μετρούν εκατοντάδες χιλιάδες θύματα τα τελευταία 50 χρόνια, στον αγώνα για ανεξαρτησία.

Η γειτονική περιφερειακή δύναμη, η Αυστραλία, προτιμά να μην αναμιχθεί στο θέμα της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Δυτικής Παπούα, πολύ περισσότερο που αυτό θα την έφερνε σε αντιπαράθεση με την πολυπληθέστερη ισλαμική χώρα του κόσμου, την Ινδονησία, η οποία αντιμετωπίζει αύξηση των προκλήσεων από τις συντηρητικές ισλαμικές δυνάμεις.

Παρά ταύτα, μερικοί ονειροπόλοι πολιτικοί, όπως ο ηγέτης των εργατικών της Μεγάλης Βρετανίας Jeremy Corbin, διεκδικούν το δικαίωμα των κατοίκων της περιοχής αυτής για ανεξαρτησία, ελπίζοντας σε μια διορθωτική παρέμβαση του ΟΗΕ.

Εκτός όμως από τις πιο πάνω περιοχές, πόλεμοι συνεχίζονται ακόμα σήμερα στο Νότιο Σουδάν, στην Δημοκρατία του Κογκό και σε άλλες περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια ενημέρωσης του κοινού και ανάληψης δράσης των Μεγάλων Δυνάμεων εξακολουθούν να σχετίζονται κυρίως με το εάν αυτοί οι πόλεμοι επηρεάζουν τα συμφέροντά τους, εάν υπάρχει καλός και κακός στην ιστορία (κάτι που απλοποιεί την παρουσίασή τους από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης) καθώς και εάν είναι εφικτό η παρέμβαση να προοιωνίζεται, έστω και εικονικά, ένα καλό τέλος.

Δημοφιλή