Οι σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας, δύο κρατών με πρωταγωνιστικό ρόλο και φιλοδοξίες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, είναι φορτισμένες από το παρελθόν. Κατά την οθωμανική κατάκτηση και από την Ελληνιστική εποχή, πόλεις όπως η Χαλκίδα, η Κόρινθος και τα Ιωάννινα, φιλοξενούσαν τους «Ρωμανιώτες» Εβραίους, που κρατούσαν τα έθιμά τους, μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα και ζούσαν αρμονικά με τους Έλληνες. Το 1492, διωγμένοι από την Ιερά Εξέταση, οι «Σεφαραδίτες» Εβραίοι έφυγαν από την Ισπανία και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, διαμορφώνοντας ενιαίες κοινότητες με τους «Ρωμανιώτες» και διατηρώντας τις καλές σχέσεις με τους Έλληνες. Καθ' όλη την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Εβραίοι (όπως και οι Έλληνες) είχαν τα λίγα δικαιώματα που αντιστοιχούν στο καθεστώς «αυτών που ακολουθούν την Αγία Γραφή» και υπόκεινταν σε κάθε μορφής αυθαιρεσίες τοπικών Τούρκων αξιωματούχων και Σουλτάνων.
Οι διώξεις των Εβραίων στην Τουρκία συνεχίστηκαν μέχρι και την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στην συνέχεια, η Τουρκία ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ (1949), ενώ μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967 πήραν το μέρος των Αράβων.
Η άνοιξη στις Τουρκο-ισραηλινές σχέσεις ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και κράτησε μέχρι το 2010. Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την περίοδο αυτή για να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία, να αποκτήσει ερείσματα στους διεθνείς οργανισμούς και τις ομάδες προώθησης συμφερόντων και να αναπτύξει την οικονομία της, ακόμα και σε βάρος αντίστοιχων Ισραηλινών Εταιριών. Οι Ισραηλινές Κυβερνήσεις ανέχτηκαν ή και ενίσχυσαν διπλωματικά τις τουρκικές θέσεις, χωρίς να λάβουν ουσιαστικά ανταλλάγματα.
Το 2010 η περίοδος αυτή τερματίστηκε οριστικά. Η επέμβαση των Ισραηλινών κομάντος στον στολίσκο των πλοίων που έπλεαν προς την Γάζα, προκάλεσε τον θάνατο 9 Τούρκων πολιτών και ήταν ο καταλύτης της διάλυσης μιας σχέσης που ήδη παρουσίαζε προβλήματα. Χαρακτηριστικές ήταν οι δηλώσεις του Ερντογάν στο Νταβός τον Ιανουάριο του 2009, την ίδια στιγμή που εμφανίζονταν όλο και πιο έντονα οι νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Η επόμενη περίοδος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τις σχέσεις Ισραήλ - Τουρκίας, με ακυρώσεις συμβολαίων αγοράς ισραηλινού πολεμικού υλικού, αιχμηρές δηλώσεις του Ερντογάν και Τούρκων αξιωματούχων και καυστικές απαντήσεις των Ισραηλινών ηγετών.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να επαναπροσεγγίσει το Ισραήλ, χρονικά έπεται της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους στις 24.11.2015, αλλά και της διεθνούς κατακραυγής κατά της αυταρχικής διακυβέρνησης Ερντογάν. Δεν αποκλείεται επίσης, πίσω από την προσπάθεια αυτή να κρύβεται η επιθυμία της Τουρκίας να προωθήσει τις σχέσεις της με την μελλοντική ηγεσία των ΗΠΑ, αφού οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι (Κλίντον και Τραμπ) διατηρούν καλές σχέσεις με τις Εβραϊκές οργανώσεις των ΗΠΑ. Πάντως, παρά τις προσπάθειες των «μεσολαβητών», η προσπάθεια αυτή δεν έχει προς το παρόν τελεσφορήσει.
Επιφανειακά, δεν φαινόταν κάποιο εμπόδιο στην προσπάθεια των δύο χωρών να «τα ξαναβρούν». Οι δύο από τους τρεις όρους που είχε θέσει η Τουρκική πλευρά και σχετίζονται με τα γεγονότα του 2010 (έκφραση επίσημης συγνώμη από το Ισραήλ και καταβολή αποζημίωσης προς τα θύματα), είχαν ήδη γίνει αποδεκτοί, όπως και ο βασικός όρος της Ισραηλινής πλευράς (περιορισμός των δραστηριοτήτων της Χαμάς και απομάκρυνση ηγετικών στελεχών της από το έδαφος της Τουρκίας).
Όμως ο τρίτος όρος της Τουρκίας, σχετικά με τον αποκλεισμό των Παλαιστινίων της Γάζας, σχετίζεται ευθέως με την φιλοδοξία της για απόκτηση πρωταγωνιστικού ρόλου στα ισλαμικά κράτη, μέσα από την «επίσημη» αναγνώρισή της ως προστάτη των Παλαιστινίων. Υπενθυμίζεται η τεράστια συμβολική ισχύ που έχει το Παλαιστινιακό στους Άραβες, αλλά και στους Μουσουλμάνους γενικά.
Το πραγματικό πρόβλημα για το Ισραήλ δεν είναι η χαλάρωση μιας ήδη αποτυχημένης ασφυκτικής πολιτικής έναντι των Παλαιστινίων, αλλά οι όροι με τους οποίους αυτή μπορεί να γίνει. Η πολιτική της Τουρκίας, που χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται κάθε μέσο, για να αυξήσει όσο το δυνατόν ταχύτερα την περιφερειακή της επιρροή, προωθώντας την ισλαμοποίηση της Τουρκικής κοινωνίας και ενισχύοντας ακραία ισλαμιστικά κινήματα στην Συρία και την Αίγυπτο, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Παράλληλα, εφόσον επιβεβαιωθούν οι υπάρχουσες ενδείξεις ότι η Τουρκία αποσκοπεί στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί κούρσα ανταγωνισμών στην Μέση Ανατολή, με μακροχρόνιες αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Το Ισραήλ δείχνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα άμεσα οφέλη μιας, έστω και ευκαιριακής, συμμαχίας με την Τουρκία (όπως η περαιτέρω αποδυνάμωση του Ιράν και της Χεζμπολλάχ) και στους κινδύνους μιας μεγαλύτερης εξάρτησής του από την αναδυόμενη ισλαμιστική δύναμη που αποτελεί σήμερα η Τουρκία. Η υποτιθέμενη συμβιβαστική λύση της προσωρινής ανοχής μεταξύ των δύο χωρών, με αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων τους, ενισχύει τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή και απεμπολεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του Ισραήλ. Η προσέγγιση των δύο πλευρών, δεν είναι πια η πρώτη επιλογή του Ισραήλ για την προάσπιση των συμφερόντων του, αλλά «αναγκαστική λύση» που συνδέεται με το παιχνίδι των αγωγών φυσικού αερίου και την τύχη της Κύπρου, θέματα που θα μας απασχολήσουν ξεχωριστά.
Η Ελλάδα για άλλη μια φορά λάμπει δια της απουσίας της από τα τεκταινόμενα, έχοντας αποτύχει να διαχειριστεί τις σχέσεις της με το Ισραήλ, προς το μακροπρόθεσμο όφελος των δύο χωρών, μεταξύ άλλων, παρέχοντας μεσολαβητικές υπηρεσίες στην εξεύρεση μιας λύσης από το σημερινό αδιέξοδο του Παλαιστινιακού ζητήματος.
Απέναντι στον στόχο της Τουρκίας, για βραχυπρόθεσμες τακτικές συμφωνίες, που ενισχύουν τον περιφερειακό της ρόλο, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει την σύναψη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής συμμαχίας, βασισμένης στα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του Ισραηλινού λαού και τις ιστορικές σχέσεις που για χιλιετίες συνέβαλαν στον πολιτισμό των δύο χωρών.
Η απουσία μιας τέτοιας στρατηγικής θα πρέπει να αναζητηθεί στα πάγια προβλήματα της Ελληνικής πολιτικής και τις αδυναμίες των διαχειριστών της, που αρκούνται να ερμηνεύουν την πραγματικότητα μέσα από το ασπρόμαυρο πρίσμα του καλού-κακού. Το αποτέλεσμα είναι η Ελληνική προσέγγιση να θυμίζει κινήσεις εκκρεμούς ανάμεσα σε μια εθνικιστική, δήθεν πατριωτική, ρητορική, που συχνά αποδίδει τα πάντα σε μια ανθελληνική σιωνιστική συνωμοσία και σε μια μηδενιστική, δήθεν αριστερή, άποψη, που δεν λαμβάνει υπόψη την δύναμη και την διαχρονική σημασία του Ελληνικού πολιτισμού.
Και αυτά συμβαίνουν, την ίδια στιγμή που και οι δύο τάσεις αδυνατούν εξίσου να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους και προβοκάτσιες σε βάρος του Ελληνισμού.
Συμπερασματικά:
- οποιαδήποτε Συμφωνία Ισραήλ - Τουρκίας εξυπηρετεί μονομερώς τα Τουρκικά συμφέροντα.
- η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει μια μακροπρόθεσμη σχέση με το Ισραήλ.
- εάν της ζητηθούν μεσολαβητικές υπηρεσίες, θα πρέπει να τις αναλάβουν έμπειροι διπλωμάτες (και όχι πολιτικοί).