Με το πρόσφατο γαλλικό εκλογικό ψυχόδραμα, δεν κατέρρευσε μόνον το δικομματικό σύστημα, αλλά απομακρύνθηκε επίσης ο κίνδυνος της ριζοσπαστικής ανατροπής του, αφού προτιμήθηκε η οδός της «ομαλής» ανακύκλωσής του. Δύο έννοιες αναδείχθηκαν περισσότερο από ποτέ στο πολιτικό προσκήνιο: η «γαλλική παθογένεια» και η αμφισβήτηση της από τον «λαϊκισμό», είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς.
Αμφότερες ανασύρονται από το νεοσυντηρητικό οπλοστάσιο. Αυτοί που επικαλούνται την «γαλλική αμαρτία», εκστασιαζόμενοι απέναντι στην «γερμανική αρετή», είναι οι ίδιοι που αντιμετωπίζουν με την ετικέτα του λαϊκισμού την παραμικρή αμφισβήτηση των αναπόδεικτων διαβεβαιώσεών τους. Η επίκληση της «παρακμής» δεν είναι ούτε ήταν ποτέ αθώα. Αντίθετα, συγκροτεί το ιδεολογικό βάθρο για την προώθηση των «θαρραλέων μεταρρυθμίσεων» που υποτίθεται ότι καθυστερούν στην Γαλλία. Οι προαγωγοί της διαμάχης καταγράφουν την «απόγνωσή» τους, με το ρητορικό ερώτημα εάν αυτή η χώρα είναι ή όχι «μεταρρυθμίσιμη». Στον ορίζοντα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κάθε συζήτηση περί «αναγκαίων μεταρρυθμίσεων» δεν παραλείπει να αποδίδει τιμές στο «ενάρετο» γερμανικό υπόδειγμα. Άραγε μια νέα φρουρά «γερμανικού τύπου» εγκαθίσταται σήμερα στο γαλλικό προσκήνιο;
Πόσο βάσιμη είναι η διαβεβαίωση περί αποτυχημένης Γαλλίας και επιτυχημένης Γερμανίας; Πρόσφατα ο Αμερικανός οικονομολόγος Μπάρυ Άικενγκρην διεπίστωνε ότι, περισσότερο από «μη-ισορροπημένη», η γερμανική οικονομία είναι κυρίως «εκτροχιασμένη», περιστρέφεται στο κενό, με υψηλό βαθμό αβεβαιότητος σε όλα τα πεδία. Οι εντυπωσιακές εξωτερικές επιδόσεις της προϋποθέτουν αποδιάρθρωση του εσωτερικού οικονομικού και κοινωνικού βάθρου της, με συνέπεια η χώρα αυτή να περιέρχεται σε προβληματική και μη-διατηρήσιμη θέση.
Εάν η Γαλλία νοσεί λόγω των μεταρρυθμίσεων που καθυστερούν, η Γερμανία νοσεί ακόμη περισσότερο, λόγω της επίσπευσης αυτών των μεταρρυθμίσεων. Τρεις δείκτες καταγράφουν τη σημερινή «γερμανική παθογένεια»: α) το ύψος της φτώχειας, θλιβερός δείκτης οικονομικής και κοινωνικής αποδόμησης, β) ο χαμηλός σχηματισμός κεφαλαίου, δείκτης μειωμένης εμπιστοσύνης του επιχειρηματικού κόσμου, γ) η υψηλή εθνική αποταμίευση, δείκτης μειωμένης εμπιστοσύνης του κοινού.
Ο βαθμός φτώχειας παραμένει σήμερα στη Γερμανία υψηλότερος από ό,τι στη Γαλλία: 17% του πληθυσμού έναντι 14%. Η γαλλική ανεργία υπερβαίνει την γερμανική, όμως η φτώχεια πλήττει σαφώς μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στη Γερμανία - άνεργους, αλλά και εργαζόμενους- από ό,τι στη Γαλλία. Η προϊούσα εξαθλίωση και φτώχεια διαβρώνουν την εμπιστοσύνη και αισιοδοξία του κόσμου της εργασίας στη Γερμανία, ενώ στη Γαλλία τα θύματα καλύπτονται από συστήματα κοινωνικής προστασίας, που όμως και αυτά διαβάλλονται ως «βάρη», από τα οποία η οικονομία θα όφειλε να απαλλαγεί το συντομότερο.
Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στη Γερμανία υπολείπεται κατά 5-6 εκατοστιαίες μονάδες από τον αντίστοιχο γαλλικό: 17% του ΑΕΠ έναντι 23%. Ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχε δεσμευθεί να ανεβάσει τη γερμανική επίδοση σε 20% μέχρι το 2020. Ομοίως, οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό υστερούν έναντι των γαλλικών: 1,37% του ΑΕΠ για την πρώτη, παρά τα εντυπωσιακά εξωτερικά πλεονάσματά της, έναντι 1,45% του ΑΕΠ για τη δεύτερη, παρά τα εξωτερικά της ελλείμματα. Οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν εμφανίζουν την προθυμία των Γάλλων ομολόγων τους στην ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό της χώρας τους. Εάν η Γερμανία σεμνύνεται για το εξωτερικό της πλεόνασμα μέχρι 8% του ΑΕΠ, θα όφειλε να ανησυχεί όσον αφορά στις εσωτερικές προϋποθέσεις που της το επιτρέπουν.
Στους τομείς της υγείας, εκπαίδευσης, συγκοινωνιών και υποδομών, καταγράφει απέραντα ελλείμματα είτε σε δημόσιες επενδύσεις, είτε σε ιδιωτικές. Στη γερμανική αγορά εργασίας, κυριαρχεί αβεβαιότητα με την κατίσχυση συμβολαίων «περιορισμένου χρόνου» και αμοιβές κατώτερες από το όριο της φτώχειας. Παρόλα αυτά,η παραγωγικότητα της εργασίας, αφού δεν εξαρτάται από το κόστος εργασίας, αλλά από την ένταση κεφαλαίου, παραμένει σαφώς υπέρτερη στη Γαλλία, από ό,τι στη Γερμανία. Το «γερμανικό υπόδειγμα», το οποίο προβάλλει η γαλλική εργοδοσία, αποδεικνύεται όχι τόσο αξιόπιστο για τις γερμανικές επιχειρήσεις, οι οποίες παραμένουν εφεκτικές: οι γερμανικές επενδύσεις καταγράφουν σοβαρή υστέρηση είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε προς τον υπόλοιπο κόσμο. Στον κατάλογο των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κόσμο, το αμερικανικό Fortune μνημονεύει 31 γαλλικές και μόνον 28 γερμανικές.
Την επιφυλακτικότητα των Γερμανών επιχειρηματιών έναντι του εθνικού τους οικονομικού υποδείγματος συμμερίζονται επίσης οι διεθνείς επενδυτές: η εισροή ξένων επενδύσεων στην Γερμανία δεν υπερβαίνει 1% του γερμανικού ΑΕΠ, έναντι 2% στην Γαλλία. Η σημερινή Γερμανία δεν προσελκύει επενδύσεις είτε γερμανικές είτε διεθνείς, σε ύψος ανάλογο των εξωτερικών πλεονασμάτων της. Ενόσω τα γερμανικά πλεονάσματα δεν ανακυκλώνονται μέσω επενδύσεων αυτό θα υπονομεύει την ικανότητα αναπαραγωγής τους στο μέλλον, τη σταθερότητα και τις προοπτικές της χώρας, ιδιαίτερα στις σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Το πρόβλημα με τα γερμανικά πλεονάσματα δεν είναι η χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, όπως φαντάζεται ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ, αλλά κυρίως ότι αυτά δεν επιστρέφονται, ως όφειλαν, με μορφή πρόσθετων γερμανικών επενδύσεων στις χώρες από τις οποίες αποσπώνται.
Το γερμανικό υπόδειγμα όχι μόνον επενδύει λιγότερο από το γαλλικό, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, αλλά παράλληλα αποταμιεύει αισθητά περισσότερο: 27% του ΑΕΠ για το πρώτο έναντι 20% για το δεύτερο. Και μόνον ότι ο σχηματισμός κεφαλαίου υστερεί κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες από το ύψος της εθνικής αποταμίευσης, αυτό αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος το σημερινό αδιέξοδο του γερμανικού υποδείγματος.
Οι Γερμανοί αναζητούν ασφάλεια στην νομισματική σταθερότητα και στις χρηματικές αποδόσεις αντί εμπλοκής σε επιχειρηματικές «περιπέτειες» υψηλότερου κινδύνου. Η Γερμανία αποκόπτεται από το βάθρο της στο μέτρο που η χρηματιστική σφαίρα κατισχύει σε ολόκληρη την οικονομία με συνέπεια την καχεξία των πραγματικών μεγεθών. Όταν οι εξαγωγές απορροφούν 50% του ΑΕΠ, η χώρα μετατρέπεται σε εξαγωγική πλατφόρμα, παραδίδεται στην εκτός ελέγχου ζήτηση των διεθνών αγορών, τις οποίες παράλληλα αποδυναμώνει αποσπώντας αυξανόμενα πλεονάσματα από αυτές. Στη Γαλλία οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν 30% του ΑΕΠ, στις ΗΠΑ 12%, στην Ιαπωνία 17%.
Η υψηλή εθνική αποταμίευση δηλώνει αποστροφή του επιχειρηματικού κινδύνου. Στις ασιατικές χώρες, ιδίως στην Κίνα, η αποταμίευση εγγίζει 50% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω αβεβαιότητος των αποταμιευτών για την επαύριο. Εάν στην άπω Ανατολή η υψηλή αποταμίευση αντισταθμίζει την απουσία κοινωνικής προστασίας, στη Γερμανία, το αυτό φαινόμενο αντανακλά την αβεβαιότητα όσον αφορά στο άμεσο μέλλον.
Όποια εξήγηση κι αν δίδεται, η υψηλή γερμανική αποταμίευση, σε συνδυασμό με τον χαμηλό και ανεπαρκή σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου, συνεπάγεται διαρκή περιστολή της εσωτερικής κατανάλωσης και των εισαγωγών, με συνέπεια τα άνευ προηγουμένου εξωτερικά πλεονάσματα. Ενόσω αυτή η χώρα απομακρύνεται από τις προϋποθέσεις υγιούς, διατηρήσιμου και θεμιτού, έναντι εταίρων και εργαζομένων της, υποδείγματος, το μέλλον θα προοιωνίζεται όλο και πιο αβέβαιο για όλους, αλλά ακόμη περισσότερο για την ίδια.