Εποχή μειωμένων προσδοκιών

Οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας υλοποιούνται αναπότρεπτα και με υποδειγματικό τρόπο, χωρίς όμως να υπάρχει πλήρης επίγνωση του βάθους των υφεσιακών συνεπειών τους. Σαφές παράδειγμα είναι η ακατάπαυστη και σαρωτική διόγκωση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων. Όσο η ύφεση στη χώρα μας διοργανώνεται εκ των άνω με τις φοροεπιδρομές και περικοπές δαπανών και εισοδημάτων, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε από 30 με 40 δισ. προ 5ετίας να αγγίζουν σήμερα τα 107 δισ.
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Πότε ακριβώς επέρχεται η στιγμή της αλήθειας για την κυβέρνηση; Κάποιοι αξιώνουν προς τούτο βάθος χρόνου και εξάντληση της 4ετίας. Ωστόσο, η παρόμοια αξιολόγηση είναι έργο της Ιστορίας και των θεατών και συνήθως φτάνει πολύ αργά, όταν έχει πλέον δύσει ο ήλιος, η παράσταση τελειώσει και οι ζημιές συντελεσθεί. Πολύ πιο νόμιμη και ωφέλιμη είναι η καθημερινή αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου από την κοινωνία και τους πολίτες, αφού αυτοί βιώνουν τις συνέπειες των κυβερνητικών επιλογών και με την αξιολόγηση τους οι ίδιοι προσφέρουν πυξίδα για τον αναγκαίο, αδιάκοπο και κοινωνικά λυσιτελέστερο αναπροσανατολισμό τους.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι με τη νέα κυβέρνηση της χώρας, η φορολογική πίεση στα εισοδήματα, στη ζήτηση και στην οικονομία δεν μειώθηκε, όπως θα ανέμεναν όσοι την εψήφισαν, αλλά αντιθέτως εντάθηκε περισσότερο από ποτέ άλλοτε και ιδίως σε σχέση με αυτήν των προηγούμενων κυβερνήσεων. Η συνεχής και αδιάκοπη συρρίκνωση της οικονομίας δεν έπαψε με την παρούσα κυβέρνηση, αλλά αντίθετα συνεχίζεται χωρίς ανάπαυλα. Απομένει και πιθανώς βρίσκεται σε εξέλιξη και σε κάποιο βαθμό η πλευρά της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών. Ωστόσο, οι ανακοινώσεις του υπουργού εργασίας σχετικά με το συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό και την αξίωση μηδενικού ελλείμματος, που πάντως δεν ισχύει σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, αποπνέουν άρωμα εξισωτισμού προς τα κάτω που δεν φαίνεται καθόλου να ευνοεί αναπτυξιακές προοπτικές και συνεπώς καμιά προοπτική αναθέρμανσης και επενδύσεων στην εσωτερική αγορά.

Η επιστροφή στην «κανονικότητα» και η ανάκτηση της σταθερότητος που επαγγελλόταν η κυβέρνηση φαίνεται ότι κατανοούνται πλέον τόσο μονόπλευρα, αποκλειστικά και μόνον από την πλευρά της προσφοράς, όπως ακριβώς συνέβαινε με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, με παράλληλη αγνόηση κάθε συμβολής από την οπωσδήποτε απαράκαμπτη πλευρά της ζήτησης, ώστε το όλο εγχείρημα της νέας κυβέρνησης να μοιάζει τελικά, εάν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξ ίσου έωλο με εκείνο των προκατόχων της. Η εμμονή στις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες που δεν θεραπεύουν τα προβλήματα, αλλά αντίθετα τα επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο συνεχίζεται με την παρούσα κυβέρνηση.

Όσο η ύφεση στη χώρα μας διοργανώνεται εκ των άνω με τις φοροεπιδρομές και περικοπές δαπανών και εισοδημάτων, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε από 30 με 40 δισ. προ 5ετίας να αγγίζουν σήμερα τα 107 δισ.

Από την άλλη πλευρά και με το αυτό πνεύμα, αρμόδιες κυβερνητικές δηλώσεις καταγράφουν σαφή προτίμηση υπέρ των ξένων επενδύσεων έναντι των εγχώριων, με το επιχείρημα ότι οι πρώτες ενισχύουν τις εξαγωγές, αποφέρουν ξένο συνάλλαγμα στην χώρα, συνδέονται με υψηλή τεχνολογία και συνεπώς υψηλή προστιθέμενη αξία. Ωστόσο, συγκαλύπτεται έτσι ότι περισσότερο επείγον και από το ζήτημα της εξισορρόπησης του δημοσιονομικού ισοζυγίου και αυτού των εξωτερικών πληρωμών, το υπ' αριθμόν ένα και κατεπείγον πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι η μαζική ανεργία και ειδικότερα η νεανική. Το ύψος της ανεργίας δεν είναι μόνον αιτία κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά αποτελεί επίσης τον δείκτη της οικονομικής καταβαράθρωσης της χώρας. Καμία κοινωνική και ανθρωπιστική διαχείριση δεν καρποφορεί, εάν δεν βασίζεται πρώτα από όλα στην αποτελεσματική οικονομική διαχείριση. Και καμία οικονομική διαχείριση δεν μπορεί να θεωρείται θετική, ακόμη και αν αποκομίζει πόρους από το εξωτερικό, ενόσω δεν προσηλώνεται στην άμεση και με κάθε τρόπο καταπολέμηση της ανεργίας.

Η Ευρώπη και η χώρα μας μέσα σε αυτήν θα πρέπει επί τέλους να παραδεχθούν αυτό που προ πολλού ήδη στις ΗΠΑ αποτελεί «κοινό τόπο»: ότι οι εξελίξεις στο πεδίο της ανεργίας και απασχόλησης αποτελούν τον πιο βασικό δείκτη για την πορεία της οικονομίας, ακόμη και του χρηματιστηρίου. Κάθε οικονομία και κάθε κυβέρνηση αξιολογείται πρώτα από όλα από τα αποτελέσματα της στο πεδίο της απασχόλησης και της ανεργίας. Γιατί άραγε το αυτό κριτήριο να μην ισχύει και στην Ελλάδα; Και αν αυτό ισχύει, τότε η κυβέρνηση θα όφειλε να έχει ήδη αντιληφθεί ότι οι επενδύσεις σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία δεν συμβάλλουν καθόλου στη μείωση της ανεργίας, αλλά αντίθετα την επαυξάνουν ακόμη περισσότερο. Όχι βέβαια ότι αυτοί οι κλάδοι δεν πρέπει να προωθούνται, αλλά πάντως σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτοί που θα επιλύσουν το οξύ πρόβλημα ανεργίας που μαστίζει την χώρα.

Η μαζική δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης επιβάλλει στη σημερινή συγκυρία μεγάλες επενδύσεις εντάσεως εργασίας, που δεν θα συνδέονται αναπόφευκτα με την δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας ούτε βέβαια με τις εξαγωγές. Εξ άλλου, ευκολότερα εξασφαλίζονται μέτρα απορρόφησης της ανεργίας μέσω μεγάλων δημοσίων έργων στις ανεπαρκείς υποδομές της χώρας με χαμηλότερη προστιθέμενη αξία, παρά οι ξένες επενδύσεις με στόχο τις εξαγωγές. Φυσιολογικά θα έπρεπε η κυβέρνηση να επιδιώκει αμφότερους τους στόχους, όχι μόνον την εξαγωγική επίδοση, αλλά παράλληλα και την κατεπείγουσα μείωση της ανεργίας. Το παράδοξο είναι ότι από τις δυο φιλοδοξίες, η αποκλειστική εμμονή στην πρώτη επί του παρόντος επισκιάζει ολοκληρωτικά την δεύτερη.

Οι μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας υλοποιούνται αναπότρεπτα και με υποδειγματικό τρόπο, χωρίς όμως να υπάρχει πλήρης επίγνωση του βάθους των υφεσιακών συνεπειών τους. Σαφές παράδειγμα είναι η ακατάπαυστη και σαρωτική διόγκωση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων. Όσο η ύφεση στη χώρα μας διοργανώνεται εκ των άνω με τις φοροεπιδρομές και περικοπές δαπανών και εισοδημάτων, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε από 30 με 40 δισ. προ 5ετίας να αγγίζουν σήμερα τα 107 δισ. Το πρόβλημα δημιουργείται, εκτρέφεται και κακοφορμίζει όχι με την υποθετική αθέτηση των μνημονιακών συμφωνιών, αλλά αντίθετα με την όλο και πιστότερη τήρησή τους.

Η εμμονή στις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες που δεν θεραπεύουν τα προβλήματα, αλλά αντίθετα τα επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο συνεχίζεται με την παρούσα κυβέρνηση.

Ο αποπεμφθείς χαρισματικός και ομιλητικός πρώην υπουργός οικονομικών θεωρεί συκοφαντικό τον ισχυρισμό των Ευρωπαίων διαπραγματευτών ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 η Ελλάδα δεν κατέθεσε καμία συγκεκριμένη πρόταση, παρά μόνον εκθέσεις ιδεών, διαβεβαιώνοντας ότι αγνοήθηκε η εξονυχιστικά επεξεργασμένη πρόταση του όσον αφορά την χρηματοδότηση της οικονομίας. Ωστόσο, εάν αληθεύει ότι η πρόταση του αγνοήθηκε από τους διαπραγματευτές, αληθεύει επίσης και όχι λιγότερο ότι μέχρι σήμερα αυτή η τόσο συγκεκριμένη πρόταση παραμένει μυστηριώδης και επτασφράγιστη ακόμη και για τον ελληνικό λαό και την κυβέρνησή του. Κι όμως, με οιονδήποτε υπουργό οικονομικών και υπό οιεσδήποτε συνθήκες, η χώρα αντιμετωπίζει οξύ χρηματοδοτικό έλλειμμα για το οποίο ουδεμία λύση παρουσιάζεται, αλλά και ούτε καν φαίνεται να εκπονείται. Μόλις ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ψέλλισε απλώς την ανάγκη δημιουργίας χρηματοδοτικών οργανισμών εκτός μνημονιακού πλαισίου, η απλή αναφορά του θεωρήθηκε «ιεροσυλία» και «ουτοπία», που απορρίφθηκε αμέσως και ασυζητητί από όλους χωρίς εξαίρεση τους πολιτικούς χώρους.

Η αναφορά σε κάποιο αναγκαίο «παράλληλο πρόγραμμα» και «αναπτυξιακό σχέδιο» προς αντιστάθμιση και υπέρβαση των υφεσιακών συνεπειών της τρέχουσας συμφωνίας με τους δανειστές παραμένει μέχρι σήμερα υποθετική και αδιευκρίνιστη. Το μεγάλο ζήτημα που παραμένει «ορφανό», χωρίς λύση ούτε καν απλή περίσκεψη, είναι ότι η συνολική ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας περιλαμβανόμενων των καταθέσεων έχει συρρικνωθεί από το 2009 κατά 42%, η αγορά, οι επιχειρήσεις, η απασχόληση ασφυκτιούν στον φαύλο κύκλο της υπερφορολόγησης, των εισοδηματικών περικοπών και της ύφεσης, ενώ επί του παρόντος ουδεμία πρόταση ούτε καν σχέδιο και ιδέα εμφανίζονται σχετικά με την αναγκαία αναθέρμανση και σταθεροποίηση της οικονομίας. Δεν λείπει μόνον το χρήμα, λείπουν επίσης και ακόμη περισσότερο οι ιδέες και προτάσεις για την αναγκαία επανεκκίνηση, ωσάν αυτή να επρόκειτο να επανέλθει από μόνη της.

Με την διαβόητη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η κυβέρνηση επικαλείται υπέρ αυτής το γεγονός ότι στο εξής οι νέες μετοχές που το δημόσιο αποκτά στο κεφάλαιο των τραπεζών θα διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, ώστε η διαχείριση να μην επαφίεται στην ασυδοσία των ιδιωτών. Ωστόσο, συγκαλύπτεται έτσι ότι, αφού παραχωρείται η προτεραιότητα στους ιδιώτες για απόκτηση νέων μετοχών, κατοχυρώνεται επίσης ότι το δημόσιο δεν παρεμβαίνει παρά μόνον επικουρικά, με συνέπεια το δικαίωμα ψήφου που το ίδιο αποκτά να αποβαίνει μειοφηφικό και ανώφελο. Το δημόσιο χωρίς ψήφο μετατρέπεται σε δημόσιο με ψήφο, αλλά εξ ορισμού μειοψηφικό. Ακόμη μια φορά, όπως πάντα το αμαρτωλό παρελθόν συνεχίζεται: δημόσιο χρήμα υπό ιδιωτική διαχείριση. Επιτυχία του δημόσιου ή των ιδιωτών; Ρήξη ή συνέχεια;

Στη μεταπολεμική περίοδο, η ευρωπαϊκή Αριστερά θεωρήθηκε ότι με την δημιουργία του κοινωνικού κράτους διέσωσε τον καπιταλισμό από το προπολεμικό τέλμα, στο οποίο ο ίδιος είχε αυτοπαγιδευθεί. Στη σημερινή περίπτωση μας, μπορεί τα μεγάλα ιδανικά της κοινωνικής αλλαγής να έχουν μετατεθεί στο μέλλον, άλλα πόσο βέβαιο είναι ότι προωθούνται τουλάχιστον τα «μικρότερα» και «πρακτικά», όπως κάποια στοιχειώδης κοινωνική δικαιοσύνη, η συνοχή του κοινωνικού ιστού, η καταπολέμηση της ανεργίας και φτώχειας, η επανεκκίνηση και εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας; Ο πρωθυπουργός δεν παύει να απαιτεί «σκληρή δουλειά» από όλους. Ωστόσο, πόσο βέβαιο είναι ότι εισακούεται τουλάχιστον από συνεργάτες και υπουργούς του;

Πόσοι είναι αυτοί που με το φωτοστέφανο της Αριστεράς συγκαλύπτουν την αδράνειά τους; Ενόσω η κυβέρνηση δεν κήδεται παρά σχεδόν αποκλειστικά και μόνον για την παραδειγματική τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων, τα σύννεφα στον κοινωνικό ορίζοντα δεν θα αραιώνουν, αλλά θα πυκνώνουν, με αυτονόητη συνέπεια να επαυξάνεται ο κίνδυνος να καταλήξει και αυτή στην πεπατημένη των προκάτοχων της.

Δημοφιλή