Ασφαλώς τα αποτελέσματα των προσφάτων βουλευτικών εκλογών στην Γερμανία δεν προαναγγέλλουν θετικές εξελίξεις για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ενισχύθηκαν οι ευρωφοβικές πολιτικές δυνάμεις, παρ' όλο που η συνθηματολογία περί γερμανικής αποχώρησης από την ΕΕ περιέρχεται όλο και περισσότερο σε αδιέξοδο και εξασθενεί. Ωστόσο, παρά την εκλογική καταμέτρηση, ένα στοιχείο παραμένει και πιέζει με όλο και περισσότερο αδήριτο τρόπο προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτήν της ενίσχυσης και σταθεροποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και όχι προς την αποδόμηση και εγκατάλειψή του.
Το σημερινό βασικό διακύβευμα για την Ευρωζώνη είναι: να αυξηθεί η συνοχή της νομισματικής περιοχής του ευρώ, να παραμείνει στα σημερινά ανεπαρκή επίπεδα που τροφοδοτούν επαναλαμβανόμενες κρίσεις ή μήπως να μειωθεί με την επιστροφή σε εθνικές προτεραιότητες;
Στην πρόσφατη συνάντησή της με τον νεοεκλεγέντα Γάλλο πρόεδρο, η Γερμανίδα καγκελάριος συμφώνησε στην πρώτη επιλογή και βέβαια δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, όχι τόσο για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, που πάντως έχουν και αυτοί την σημασία τους, αλλά κυρίως για οικονομικούς. Η Γερμανία, πρώτη οικονομία στην Ευρωζώνη, είναι ταυτόχρονα και πρώτη στη συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό με καθαρή συμμετοχή περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ η γαλλική καθαρή συμβολή ανέρχεται σε μόλις 8 δισ. και η αντίστοιχη βρετανική είχε φθάσει στα 9 δισ.. Ωστόσο, για τη δίκαιη αποτίμηση του κόστους της ευρωπαϊκής ενοποίησης για κάθε χώρα μέλος, θα όφειλαν να συνεκτιμηθούν και τα οφέλη που η κάθε χώρα μέλος αντλεί με την συμμετοχή της στο κοινό εγχείρημα. Στο τελευταίο σημείο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ως προς το ότι η Γερμανία και πάλι, με την μερίδα του λέοντος στο κόστος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, είναι ταυτόχρονα αυτή που αντλεί και την μερίδα του λέοντος από τα εξ αυτής οφέλη, και πάντως ασύγκριτα περισσότερα από τα επερχόμενα στην Γαλλία και Βρετανία, τόσο εμπορικά όσο και χρηματοπιστωτικά.
Με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων της, η Γερμανία τοποθετεί εντός της ΕΕ 25% του ΑΕΠ, ενώ η Γαλλία μόλις 12,8% και η Βρετανία 8% των αντίστοιχων ΑΕΠ. Η γερμανική εξαγωγική επίδοση στις αγορές των εταίρων της υπερβαίνει και τον αντίστοιχο μέσο όρο για το σύνολο των χωρών μελών που κυμαίνεται μεταξύ 20% και 22% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ας σημειωθεί ότι με την υψηλή εξαγωγική επίδοσή της, η Γερμανία αντλεί από την ΕΕ 50% του εξωτερικού εμπορικού πλεονάσματός της. Χωρίς την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά των 450 εκατομμυρίων καταναλωτών και παραγωγών, η Γερμανία δύσκολα θα μπορούσε να επαίρεται για το «ενάρετο» υπόδειγμά της. Με κόστος 20 δισ. ευρώ ετησίως, η ίδια διασφαλίζει ελεύθερες πωλήσεις ύψους σχεδόν 900 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, τα χρηματοπιστωτικά οφέλη της από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, αφού το μέγιστο μέρος των ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων συρρέουν σε αυτήν προς αναζήτηση ασφάλειας, με συνέπεια το μηδενικό για αυτήν κόστος του χρήματος, ενώ για τις λοιπές χώρες μέλη αυτό παραμένει οπωσδήποτε υψηλότερο. Κι ακόμη, με τις διαφορές των επιτοκίων μεταξύ των χωρών μελών, η Γερμανία είναι σε θέση να μετατρέπει τις αναγκαίες και σταθεροποιητικές χρηματοδοτήσεις μεταξύ εταίρων στο κοινό νόμισμα σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι διπλασιαζόταν, τριπλασιαζόταν ή τετραπλασιαζόταν η καθαρή συμβολή της στην ΕΕ, τα εξ αυτής οφέλη θα παρέμεναν σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 με 60 φορές υψηλότερα. Και η ίδια θα είχε κάθε συμφέρον να στηρίζει πραγματικά και όχι κερδοσκοπικά τους εταίρους της στο κοινό νόμισμα, αφού όσο αυτοί και το ευρωπαϊκό σύνολο ανακάμπτουν και σταθεροποιούνται τόσο περισσότερα θα είναι τα οφέλη για την ισχυρή οικονομία της περιοχής.
Παρ' όλα αυτά, το γερμανικό πολιτικό προσωπικό, αυτό που έχει προκύψει ιδίως μετά την ενοποίηση της χώρας (1990), δεν ακολουθεί τους προκατόχους Κόνραντ Αντενάουερ, Βίλι Μπραντ, Χέλμουτ Σμιτ και Χέλμουτ Κολ, οι οποίοι, μαζί με τα οικονομικά οφέλη από την Ευρώπη, δεν έπαυαν να διακηρύσσουν ότι η χώρα τους δεν θα μπορούσε να εξαγοράσει το βεβαρυμένο παρελθόν της παρά μόνον με την πλήρη και ανεπιφύλακτη προσήλωση της στην ευρωπαϊκή προοπτική. Οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες παρουσιάζονται ευάλωτες στον εθνικισμό και λαϊκισμό, υπερτονίζοντας το υψηλό κόστος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και παρασιωπώντας τα εξ αυτής οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Βοηθούσης και της δημογραφικής γήρανσης, όπως της συρροής των μεταναστευτικών ρευμάτων, η ανησυχία των Γερμανών φορολογουμένων σχετικά με το μέλλον τους δεν καθησυχάζει, αλλά εντείνεται μέχρι παράνοιας. Χωρίς όμως να τους εξηγείται υπεύθυνα ότι η Ευρώπη δεν επιβαρύνει την θέση τους, αλλά αντίθετα την βελτιώνει έναντι όλων των άλλων αντιξοοτήτων. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής συνεπάγεται επίσης την ενίσχυση της γερμανικής θέσης εντός αυτής. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες, όπως γνωρίζουν επίσης πολύ καλά ότι μια απαγκίστρωση της χώρας τους από την ευρωπαϊκή προοπτική θα ισοδυναμούσε με άλμα στο κενό και με άνευ προηγούμενου καταστροφή της.
Το ζήτημα πλέον είναι εάν η σημερινή Γερμανία είναι σε θέση να ακολουθήσει το οικονομικό και πολιτικό συμφέρον της ή μήπως θα παραδοθεί, ακόμη μια φορά στην ιστορία της, στην εθνικιστική έπαρση σε πορεία σύγκρουσης με το μέγιστο μέρος της Ευρώπης και με τον υπόλοιπο κόσμο. Η πρώτη είναι η οδός της λογικής προς το συμφέρον όλων, η δεύτερη είναι η οδός του παραλογισμού, που συχνά παρενέβη στην ιστορία αυτής της χώρας, με σοβαρές απώλειες για όλους.
Όσον αφορά την κατεπείγουσα ανάγκη συνοχής στην Ευρωζώνη, αυτό δεν αποτελεί «πονηρό» αίτημα των «χαλαρών» και «απειθάρχητων» εταίρων στο ευρώ εις βάρος «φιλόπονων» και «πειθαρχημένων». Αλλά συνιστά απαράκαμπτη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της νομισματικής περιοχής του ευρώ, προς όφελος όλων των εταίρων και ιδίως αυτών που εξ αυτού αντλούν τα περισσότερα οφέλη.
Εάν οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες δεν έχουν το απαιτούμενο θάρρος προκειμένου να θεσμοθετήσουν κανόνες για βαθύτερη και λειτουργικότερη συνοχή της νομισματικής περιοχής, θα μπορούσαν τουλάχιστον να συμφωνήσουν στην έκδοση κοινών ευρω-ομολόγων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να μην επιβαρύνεται ούτε κατ' ελαχιστον ο Γερμανός φορολογούμενος. Το έργο θα μπορούσε να ανατεθεί είτε στην ΕΚΤ είτε στον ΕΜΣ, με συνέπεια η Ευρωζώνη να μην εμφανίζεται σήμερα ως η πιο υπερχρεωμένη περιοχή του πλανήτη, πράγμα που την καθηλώνει και στους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο, ενώ παράλληλα η ανεργία και η κοινωνική δυσπραγία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η υπολειτουργία του παραγωγικού δυναμικού της σε ακόμη υψηλότερα. Πόσο λογικό είναι να προεξοφλείται η επιλογή του παραλογισμού, όταν δεν έχει καν αρχίσει η νέα διαπραγμάτευση με βάση τους κανόνες της λογικής, του κοινού συμφέροντος και της ιστορίας;